Ένας καθηγητής ελληνικής καταγωγής ο οποίος δίδασκε για χρόνια σε ένα πανεπιστήμιο στο Λονδίνο γυρνάει στην πατρίδα του.

Σε μια συνέντευξη μιλούσε με λόγια αγάπης για όλο τον κόσμο. Όμως για τον ίδιο η πατρίδα ήταν το κάτι άλλο, η θεϊκή γωνιά που όλοι γονατίζουμε. Σχετικά με αυτό το θέμα εμένα με εντυπωσίασε η φιλοσοφική παρατήρηση του καθηγητή: Όπου και να πας σε μια ξένη χώρα, σε κυνηγάει μια ανακριτική ερώτηση: «από πού είσαι;»

Από πού είσαι; Κάθε μετανάστης που γυρεύει την τύχη του σε ξένους δρόμους ακούει συχνά αυτή τη μαύρη ερώτηση. Η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας σε λίγα χρόνια για τον απλό άνθρωπο είναι δύσκολο. Όση προσπάθεια και να βάλει ο μετανάστης, θα προδοθεί από την προφορά και από το λεξιλόγιο.

Ο ντόπιος θα καταλαβαίνει απ’ την αρχή της κουβέντας ότι μιλάει με έναν ξένο. Η τωρινή εποχή είναι γεμάτη κίνηση. Οι άνθρωποι θέλουν να επισκέπτονται τα αξιοθέατα του κόσμου, τις μεγάλες πόλεις και πρωτεύουσες στον πλανήτη μας.

Ένας οικονομικός μετανάστης που ζει στην Ελλάδα, παρόλο που εξυπηρετεί νόμιμα χρόνια τον ‘Ελληνα πολίτη, ακούει κάθε μέρα την ερώτηση αυτή με την αλλαγή του εργοδότη. Στην πλατεία της εργασίας τα αφεντικά διαλέγουν τον κατάλληλο εργάτη για μια συγκεκριμένη εργασία. Και κλασικά, ο διαλεγμένος, μόλις μπει στο αυτοκίνητο, θα ακούσει τη γνωστή φράση: «Από πού είσαι;»

Αυτή η χώρα, η Ελλάδα, για την ώρα απεικονίζει μια πολυεθνική ομάδα ανθρώπων. Απ’ όλες τις ηπείρους του πλανήτη μας υπάρχουν εδώ, απ’ όλα τα χρώματα φυλές και ράτσες. Πολλοί έρχονται για οικονομικούς λόγους, οι περισσότεροι έρχονται για να γνωρίσουν τον ελληνικό πολιτισμό. Και ο ντόπιος πάλι ρωτάει: «Από πού είσαι;».

Τόσα καινούργια πρόσωπα κυκλοφορούν σε κάθε γειτονιά. Δεν έχει μείνει σπιθαμή στην Ελλάδα που να μην έχει πατήσει το πόδι του ξένου τουρίστα. Και στα μακρινά χωριά και νησιά υπάρχουν ξένοι. Η παλαιά γενιά νοσταλγεί την ψυχραιμία, την παλαιά. Κάτι ψιθυρίζει ο γέρος.

Μιλόσογα συμπληρώνει νοσταλγικά: «Κάποτε οι πόρτες μας ήταν ανοιχτές και τις ώρες του ύπνου, τα μεσάνυχτα. Τώρα έχουν μπει τα αμπάρια και στα παράθυρα. Και πάλι το κακό είναι παντού. Φοβόμαστε και μέσα στα σπίτια μας. Σε ποιον χρωστάμε αυτή την αλλαγή δεν ξέρουμε ακόμα».

Έχει δίκιο ο ηλικιωμένος. Εγκληματικότητα και παρανομία ανθούν τα τελευταία χρόνια. Τόσες ανομίες έχουν ταράξει και προκαλέσει αυτή την κοινωνία η οποία άνοιξε τη μεγάλη αγκαλιά στους τόσους ξένους. Ολόκληρες οικογένειες μουσουλμάνων υιοθετήθηκαν από ελληνικές οικογένειες. Ίσως πρωτόγνωρο παγκοσμίως τούτη η συνεισφορά των Ελλήνων στους πρόσφυγες του πολέμου απ’ τον αραβικό κόσμο.

Όμως, μάλλον τώρα είναι απογοητευμένος για τις πράξεις του ο Έλληνας. Δεν του βγήκε σε καλό η καλοσύνη του με τους ξένους. Πουθενά δεν νιώθει σίγουρος: ούτε στο δρόμο, ούτε στο σπίτι, ούτε στην τράπεζα, ούτε στην παραλία. Προσπαθεί να προσαρμοστεί στην καινούργια κατάσταση, όμως αυτό θα του πάρει χρόνο.

Μπαίνει στο λεωφορείο και πολλές γλώσσες ακούγονται. Χαμογελάει και πάλι ο Έλληνας. Σκέφτεται και ρωτάει φιλικά τον ταξιδιώτη που κάθεται δίπλα του: «Από πού είσαι;» Τι να σκεφτεί ο ‘Έλληνας; Είναι πρόσφυγας πολέμου, οικονομικός μετανάστης ή λαθρομετανάστης. Όλες οι περιπτώσεις πονάνε τον Έλληνα. Είναι δίπλα σε όλους. Όμως, τι να κάνει; Μόνο η Ελλάδα δεν μπορεί να σώσει τον κόσμο. Ποτέ όμως δεν θα λείπει η συνεισφορά αυτής της χώρας για έναν,  καλύτερο κόσμοαύριο.

Από πού είσαι;

Κοντά στις τρεις δεκαετίες είναι τώρα που οι ξένοι μπαινοβγαίνουν άνετα σ’ αυτή την όμορφη χώρα. Τρεις δεκαετίες που ο Έλληνας στη μισή διάρκεια των βραδινών ειδήσεων βλέπει να πρωταγωνιστεί μόνο ο ξένος. Ο ξένος υπάρχει παντού. Μια τραγική αναλογία ντόπιος-ξένος μας κάνει και να γελάμε και μας πικραίνει: Στις φυλακές της Ελλάδας, μια περίοδο δεν ήταν φυλακισμένος ούτε ένας Έλληνας.

Από πού είσαι;

Έως πότε θα ρωτάει ο Έλληνας; Έως πότε ο Έλληνας θα νοσταλγεί τις παλιές και ήρεμες ημέρες όταν πήγαινε στο γραφείο, στο εργοστάσιο ή στο χωράφι του; Η λέξη «πατρίδα» χάνει κάθε μέρα κάτι από την αξία της.

Από πού είσαι;