Με αφορμή πρόσφατο δημοσίευμα που αναφέρεται στις απαλλοτριώσεις που βρίσκονται στο στάδιο του καθορισμού οριστικής τιμής μονάδος από το Εφετείο, θα ήθελα να παραθέσω κάποιες απόψεις σχετικά με το ζήτημα αυτό.

Κατ’ αρχήν ποιο είναι το νομικό θέμα: Σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ. 2 εδ.β του Συντάγματος, που προστέθηκε κατά την αναθεώρηση του 2001: «Αν η συζήτηση για τον οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης διεξαχθεί μετά την παρέλευση έτους από τη συζήτηση για τον προσωρινό προσδιορισμό, τότε για τον προσδιορισμό της αποζημίωσης λαμβάνεται υπόψη η αξία κατά το χρόνο συζήτησης για τον οριστικό προσδιορισμό», που σημαίνει, με πιο απλά λόγια, σύμφωνα με τη γραμματική διατύπωση της διάταξης αυτής, ότι, όταν το Εφετείο θα κρίνει για τις τιμές μονάδος σε χρόνο μεγαλύτερο από ένα έτος από τον καθορισμό της προσωρινής τιμής, θα πρέπει να λάβει υπόψη του τις τιμές που επικρατούν στην αγορά κατά τον χρόνο συζήτησης της αίτησης σε αυτό.

Πού υπάρχει το πρόβλημα και το οποίο είναι ιδιαίτερα έντονο στο νομό Ηρακλείου;

Πάρα πολλές και μεγάλες απαλλοτριώσεις συντελέστηκαν κατά την περίοδο 2005 έως 2009 (παράκαμψη Μαλίων, φράγμα Πλακιώτισσας, δρόμος Καρτερός- Επισκοπή, Ηρακλείου-Αγ. Δέκα και άλλες). Την περίοδο αυτή οι τιμές των ακινήτων είχαν γνωρίσει σημαντική άνοδο και έχουν καθοριστεί από το αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο οι προσωρινές τιμές για την αποζημίωση με βάση τις τιμές που ίσχυαν τότε. Σύμφωνα δε και με το ισχύον τότε νομικό καθεστώς, οι ιδιοκτήτες των ακινήτων έχουν εισπράξει το σύνολο της παραπάνω αποζημίωσης και τα έργα για τα οποία έγινε η απαλλοτρίωση έχουν εκτελεστεί από τότε. Μετά την έκδοση των αποφάσεων αυτών το ελληνικό Δημόσιο έχει καταθέσει αιτήσεις για τον καθορισμό της οριστικής τιμής από το Εφετείο. Τότε, όπως είναι γνωστό, αρμόδιο ήταν το Εφετείο Κρήτης που είχε έδρα τα Χανιά.

Εξ αιτίας του μεγάλου φόρτου των υποθέσεων που είχε το Εφετείο, των κινητοποιήσεων που έγιναν για την ίδρυση του Εφετείου Ανατολικής Κρήτης και την μεταφορά των εκκρεμών υποθέσεων σε αυτό μετά την ίδρυσή του, ο χρόνος εκδίκασης των αιτήσεων αυτών ορίστηκε σε χρόνο πολύ μακρινό σε σχέση με τον χρόνο που είχαν καθοριστεί οι προσωρινές τιμές. Και τούτο παρά το ότι το άρθρο 20 παρ. 6 του Ν.2882/2001 ορίζει ότι η έκδοση της οριστικής απόφασης δεν επιτρέπεται να βραδύνει περισσότερο από ένα έτος από την άσκηση της αίτησης. Για την καθυστέρηση λοιπόν αυτή δεν φέρουν καμία ευθύνη οι ιδιοκτήτες.

Είναι γνωστό ότι τα τελευταία χρόνια, λόγω της οικονομικής κρίσης, έχει επέλθει σημαντική μείωση στις αξίες των ακινήτων. Το ζήτημα που γεννάται είναι αν οι ιδιοκτήτες πρέπει να λάβουν την αποζημίωση που έχει καθοριστεί από το Μονομελές Πρωτοδικείο με την προσωρινή τιμή μονάδος ή με αυτήν του οριστικού προσδιορισμού, που, αν γίνει δεκτή η γραμματική ερμηνεία του παραπάνω άρθρου του Συντάγματος, θα είναι χαμηλότερη, με βάση τις σημερινές αξίες των ακινήτων.

Αν λοιπόν ληφθούν υπ’ όψη οι τιμές που έχουν διαμορφωθεί σήμερα μετά την οικονομική κρίση, θα έχομε σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία τεράστιων δυσμενών οικονομικών συνεπειών, καταφανώς αδίκων, σε βάρος των ιδιοκτητών των ακινήτων.

Για να γίνει εύκολα αντιληπτό το πρόβλημα που δημιουργείται σύμφωνα με την παραπάνω γραμματική διατύπωση του άρθρου 17 παρ. 2 εδ.β του Συντάγματος αναφέρω τα εξής παραδείγματα:

α) Έστω ότι με την προσωρινή τιμή είχε οριστεί η αξία σε 1.000 ευρώ, τα οποία έχει ήδη λάβει ο δικαιούχος και με αυτά αγόρασε άλλο περιουσιακό στοιχείο ίσης αξίας, αφού ο σκοπός της αποζημίωσης είναι να δοθεί η δυνατότητα στον ιδιοκτήτη να αντικαταστήσει το απαλλοτριωθέν. Αν η αγοραία αξία έχει μειωθεί σήμερα κατά 50 % και το Εφετείο ορίσει οριστική τιμή τα 500 ευρώ, ο δικαιούχος θα κληθεί να επιστρέψει το ποσό των 500 ευρώ από αυτά που έχει λάβει. Θα πρέπει λοιπόν να εκποιήσει το περιουσιακό στοιχείο που αγόρασε, με αποτέλεσμα το απαλλοτριωθέν να «δημεύεται» χωρίς καμία αποζημίωση.

β)Σε περίπτωση δε κατά την οποία το Εφετείο κρίνει ότι η αγοραία αξία έχει μειωθεί πάνω από 50% (υπάρχει τέτοια απόφαση), τότε εκτός από τη «δήμευση» του απαλλοτριωθέντος, ο δικαιούχος θα πρέπει να εκποιήσει και άλλα περιουσιακά του στοιχεία, πέραν του αντικατασταθέντος, για να επιστρέψει την διαφορά.

Το ζητούμενο λοιπόν είναι: Ποια τιμή πρέπει να λάβει υπόψη το Εφετείο για τον καθορισμό της οριστικής τιμής;
Μέχρι σήμερα επικρατεί η γραμματική ερμηνεία του παραπάνω άρθρου του Συντάγματος με τα παραπάνω δυσμενή αποτελέσματα για τους ιδιοκτήτες. Υπάρχουν, όμως, απόψεις έγκριτων συνταγματολόγων, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι στη συγκεκριμένη διάταξη υπάρχει δυσαρμονία του αληθούς νοήματος και της λεκτικής διατύπωσης αυτής.

Για να βρεθεί το αληθές νόημα πρέπει να αναζητηθεί η ιστορική βούληση του συνταγματικού νομοθέτη και το αντικειμενικό νόημα αυτής της Συνταγματικής διάταξης. Η ιστορική βούληση και το αντικειμενικό νόημα προκύπτει από τα πρακτικά των συζητήσεων κατά την επεξεργασία της διάταξης. Ανατρέχοντας σε αυτά, προκύπτει με καθαρότητα και σαφήνεια ότι ο αναθεωρητικός νομοθέτης ουδέποτε είχε υπόψη του το ενδεχόμενο των δυσμενών συνθηκών, αφού επί δεκάδες ετών υπήρχε πάντα αύξηση των τιμών των ακινήτων.

Επίσης προκύπτει ότι η διάταξη αυτή τέθηκε με σκοπό τη μεγαλύτερη προστασία των φορέων του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, προκειμένου σε περίπτωση καθυστέρησης πέραν του έτους από τον καθορισμό της προσωρινής τιμής, να λάβουν περισσότερη αποζημίωση. Άρα, υποστηρίζουν, η διάταξη αυτή του Συντάγματος θα πρέπει να τυγχάνει στενής και τελεολογικής ερμηνείας και να εφαρμόζεται μόνο σε περίπτωση ανατίμησης της αξίας των ακινήτων και όχι στις περιπτώσεις υποτίμησης της αξίας αυτών. Υπάρχουν επίσης ισχυρές μειοψηφίες σε κάποιες αποφάσεις και του Αρείου Πάγου, που έχουν εκδοθεί για παρόμοια θέματα και στηρίζουν τη θέση ότι η αποζημίωση, για να είναι πλήρης, θα πρέπει να ορίζεται με βάση τις τιμές που ίσχυαν κατά τον χρόνο συντέλεσης της απαλλοτρίωσης.

Επίσης είναι σαφές ότι η γραμματική ερμηνεία της συγκεκριμένης διάταξης του Συντάγματος έρχεται σε πλήρη αντίθεση προς τη διάταξη του άρθρου 1 εδ. α του από 20-3-1952 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου στην από 5-11-1950 Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που προστατεύει την περιουσία στην ευρύτερη δυνατή έννοιά της, ορίζοντας ότι «Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του», διατάξεις που έχουν κυρωθεί από την Ελλάδα και αποτελούν εσωτερικό δίκαιο ανώτερης τυπικής δύναμης κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος.

Με τον καθορισμό της αποζημίωσης με βάση τις αξίες των ακινήτων που ισχύουν κατά τον χρόνο συζήτησης της αίτησης στο Εφετείο και όχι κατά τον χρόνο που συντελέστηκε η απαλλοτρίωση, προκαλείται στους ιδιοκτήτες δυσανάλογο και υπερβολικό οικονομικό βάρος. Είναι, ως εκ τούτου, βέβαιο ότι οι ιδιοκτήτες θα δικαιωθούν από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, σε περίπτωση κατά την οποία δεν δικαιωθούν από τα ελληνικά Δικαστήρια και προσφύγουν σε αυτό.

Την εύλογη και δίκαιη και κατά την άποψή μου, παραπάνω θέση για το συγκεκριμένο ζήτημα έχει λάβει υπόψη της και η επιτροπή από συνταγματολόγους και πολιτικούς επιστήμονες, η οποία έχει συσταθεί για την Αναθεώρηση του Συντάγματος και στο κείμενο που έχει συντάξει και έχει τεθεί σε διαβούλευση, προτείνει την τροποποίηση του συγκεκριμένου άρθρου του Συντάγματος ως εξής: «Αν η συζήτηση για τον οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης διεξαχθεί μετά την παρέλευση έτους από τη συζήτηση για τον προσωρινό προσδιορισμό, τότε για τον προσδιορισμό της αποζημίωσης λαμβάνεται υπόψη η αξία κατά το χρόνο συζήτησης για τον οριστικό προσδιορισμό.

Η προηγούμενη διάταξη εφαρμόζεται μόνο σε περιπτώσεις ανατίμησης του απαλλοτριουμένου». Και άλλοι δε έγκριτοι Συνταγματολόγοι (Ν. Αλιβιζάτος κ.λ.π) ζητούν τροποποίηση του άρθρου 17 και προτείνουν για την αποζημίωση: « …δικαστικά προσδιορισμένη, που να ανταποκρίνεται στην αξία τους κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης».

Θέλω να πιστεύω ότι τα ελληνικά Δικαστήρια, τα οποία θα κληθούν να κρίνουν τις εκκρεμείς αιτήσεις στις παραπάνω απαλλοτριώσεις (Εφετείο και αν χρειαστεί στη συνέχεια ο Άρειος Πάγος) θα αποφασίσουν σύμφωνα με το δίκαιο, κάνοντας χρήση όλων των δυνατοτήτων που δίνονται από την κείμενη νομοθεσία για την ερμηνεία των κανόνων δικαίου και δεν θα αναμένουν οι ιδιοκτήτες την τροποποίηση του σχετικού άρθρου του Συντάγματος ή τη δικαίωση από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, γεγονός που θα δημιουργήσει τεράστια έξοδα και νέα μεγάλα προβλήματα σε αυτούς, μέσα στα άλλα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν λόγω της οικονομικής κρίσης.

*Ο Μανούσος Ξενάκης είναι δικηγόρος