Γροθιά στο στομάχι νιώθει κάθε ερευνητής, μελετώντας τα σκληρά και απάνθρωπα μέτρα και απαγορεύσεις που εφάρμοζαν οι Τούρκοι και οι εξωμότες Κρητικοί (μπουρμάδες) στην τουρκοκρατούμενη Κρήτη (1669-1898).
Ο σπουδαίος Κρητικός ιστορικός Βασ. Ψιλάκης (1829-1918), στο έργο του «Ιστορία της Κρήτης» τ. 3ος, αναφέρει μερικά από τα δεινά που ζούσαν οι πρόγονοί μας, όπως:
«Ήταν απαγορευμένο επί ποινή θανάτου στους Έλληνες Κρήτες να εισέρχονται στις πόλεις επιβαίνοντες σε άλογο ή μουλάρι. Μόνο ο Αρχιεπίσκοπος είχε το δικαίωμα αυτό. Όταν ο επίσκοπος Χανίων μπήκε έφιππος στην πόλη, ο τουρκικός όχλος ζητούσε να τον κάψει ζωντανό, θεωρώντας το προσβολή, επειδή το δικαίωμα αυτό το είχε μόνο ο Αρχιεπίσκοπος.
Ο Χριστιανός όφειλε να υφίσταται παθητικώς κάθε ύβρη και κάθε προσβολή επί ποινή θανάτου πάντοτε.
Δεν επιτρεπόταν να φέρει όπλα ούτε την απλή βακτηρία (κατσούνα- γκλίτσα).
Όταν περνούσε μπροστά από τζαμιά ή τουρκικούς στρατώνες, ήταν υποχρεωμένος να αφαιρεί τα υποδήματά του σε ένδειξη υποταγής. Εκτός από τους παντοειδείς φόρους που καταπίεζαν τους Κρήτες, ήταν υποχρεωμένοι με αγγαρείες να καλλιεργούν τα κτήματα των Τούρκων αρχόντων.
Κανένας Ορθόδοξος δεν μπορούσε να παντρευτεί ή να αφήσει τον τόπο διαμονής του χωρίς την άδεια του επιτόπιου Αγά ή Μπέη. Όλοι οι Χριστιανοί ενός χωριού ήταν συνυπεύθυνοι πολιτικώς και ποινικώς απέναντι στους κυρίους των Τούρκους.
Στα Χανιά οι Χριστιανοί άνδρες δεν επιτρεπόταν να κοιμούνται εντός της πόλις παρά μόνο οι γυναίκες και τα παιδιά τους.
Τα αγόρια των αρπαζόταν για Γενίτσαροι και οι αδελφές τους για τα χαρέμια.
Στις πόλεις οι γυναίκες των Χριστιανών ουδέποτε έβγαιναν από τα σπίτια τους από το φόβο των τουρκοκρητικών. Από το κρεβάτι μέχρι τον τάφο περνούσε όλη η ζωή αυτών των φυλακισμένων γυναικών, στη φυλακή του πατρικού σπιτιού στην αρχή και του συζυγικού κατόπιν…
Οι καμπάνες των εκκλησιών απαγορεύθηκαν αμέσως αυστηρώς, γιατί τάχα εμόλυναν με τον ήχο τους την φωνή του μουεζίνη από το τζαμί. Έτσι λοιπόν ή τις κατέβασαν αμέσως μετά την άλωση και κατασχέθηκαν ή οι ίδιοι οι Χριστιανοί τις έθαψαν και τις έχωσαν στη γη με συντριβή. Τις καμπάνες αντικαθιστούσαν οι εκκλησιαστικοί υπηρέτες οι λεγόμενοι κράχτες, που χτυπούσαν τις πόρτες των Χριστιανών και πάλι με πολύ προσοχή και προφύλαξη, ή ηχητικά ξύλα τάβλες και άλλοτε και σήμαντρα σιδερένια ή χάλκινα, κυρτά που τα εξασφάλιζαν με πολλούς κόπους και μέσα και τα κρεμούσαν από τα δένδρα. Μια απλή ψευδής καταγγελία ότι ένα χωριό έχει καμπάνα είχε άμεσο επακόλουθο βαρύτατο πρόστιμο, χωρίς έρευνα και εξέταση.
Στην Αντάνασσον, χωριό του Αμαρίου όταν ανεκαλύφθη κρυμμένη μεγάλη καμπάνα σε καπνοδόχο, από την λήξη της ενετοκρατίας οι πιστοί του ισλάμ με αλαλαγμούς και πάταγο ανάγκασαν τους χωρικούς Χριστιανούς να την κατεβάσουν και να την μεταφέρουν στο Ρέθυμνο, όπου την πούλησαν σε Ευρωπαίο πλοίαρχο.
Οι τελετές των γάμων και των βαπτίσεων γινόταν μάλλον με πένθος, φόβο και τρόμο παρά με χαρά και αγαλλίαση, αν δε καμιά φορά τολμούσε κανείς τις απόκριες και το Πάσχα να χρησιμοποιήσει μουσικό όργανο βιολί ή λύρα φρόντιζε να μην ακούγονται απ’ έξω οι ήχοι δυνατά ή ψηλά.
Κάθε αδίκημα, κάθε βία, κάθε προσβολή κατά του γκιαούρη (Χριστιανού) επιτρεπόταν.
Μια από τις πιο αγαπητές απολαύσεις των τουρκοκρητικών, όταν ήταν μεθυσμένοι, ήταν να δοκιμάζουν την ευστοχία των όπλων τους κατά του Χριστιανού διαβάτη. Η οικογένειά του για να αποκτήσει δικαίωμα να τον θάψει όφειλε να πληρώσει ποσό στον επιδέξιο σκοπευτή».
Τα συμπεράσματα από τις πληροφορίες αυτές του Β. Ψιλλάκη είναι ότι είναι βάσιμες οι παραδόσεις σε πολλά χωριά, ότι είναι θαμμένες καμπάνες σε ξεροπήγαδα και σπήλαια, αλλά και το έθιμο σε χωριά της Κρήτης μέχρι και τα τελευταία χρόνια να χτυπούν σήμαντρα στους δρόμους την νύκτα της ανάστασης. Είναι κατάλοιπο από την τουρκοκρατία που καλό είναι να αναβιώσει ως έθιμο για να θυμίζει την ιστορία τους και το λόγο ύπαρξής τους. Βέβαια τα σήμαντρα και τα ξύλινα τάλαντα τα οποία είχαν στην τουρκοκρατία οι Χριστιανοί, λόγω της απαγόρευσης της καμπάνας, χρησιμοποιούνται συστηματικά ακόμα και σήμερα σ’ όλα τα Ορθόδοξα Μοναστήρια μας.
Επίσης η απαγόρευση της χρήσης της τρομερής κρητικής «κατσούνας» δικαιολογείται γιατί εθεωρείτο όπλο, ήταν ο φόβος και ο τρόμος των Τούρκων, επειδή στις επαναστάσεις λόγω της έλλειψης όπλων με αυτές πολεμούσαν μέχρι να σκοτώσουν κανένα Τούρκο και να του πάρουν τα όπλα. Ο ιστορικός Φωτάκος μας αναφέρει ότι οι περισσότεροι χωρικοί οι οποίοι συμμετείχαν στην πολιορκία της Τριπολιτσάς το 1821, στην οποία παρευρίσκετο, ως μόνο όπλο τους είχαν το «βουκέντρι». Αρματολοί στην Κρήτη ονομάζονταν οι έχοντες άρματα–όπλα και όχι οι διορισμένοι από τους Τούρκους ένοπλοι Έλληνες, για την τήρηση της τάξης μιας περιοχής, όπως ήταν στην υπόλοιπη Ελλάδα. Πανυγήρι γινόταν όταν κάποιος αποκτούσε τουφέκι στην Κρήτη μέχρι και το 1900, λόγω της χρησιμότητάς των στις συνεχείς επαναστάσεις, εξ ου και η φράση «για το λιόφυτο 100 για το τουφέκι 1000 (γρόσια)».
Μάρτυρες λογίζονται οι πρόγονοί μας, που πέρασαν τα πάνδεινα και όμως δεν αλλαξοπίστησαν, δεν τούρκεψαν, για να καλοπερνούν ανενόχλητοι, όπως τόσες χιλιάδες Τουρκοκρητικών. Προτίμησαν τον κατατρεγμό, τη φτώχια, τα βάσανα, τους εξευτελισμούς, τον κίνδυνο για τη ζωή τους και των παιδιών τους, παρά να αρνηθούν την πίστη τους. Άξιοι όντως κάθε θαυμασμού, τιμής και επαίνου.