ΑΝΑΚΟΙΝΩΣH Γερμανικής Στρατιωτικής Διοικήσεως Κρήτης
Αρχείο Γερμανικής Στρατιωτικής Διοικήσεως Κρήτης. Το Φρουραρχείο Χανίων προς τον Γενικό Διοικητή Κρήτης, 11 Νοεμβρίου 1941

Βαρύ ήταν το τίμημα των Ελλήνων Αξιωματικών, Υπαξιωματικών και Οπλιτών στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο 1940-1941.
Σύμφωνα με τη Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού (ΔΙΣ), οι απώλειες ήταν:

Αξιωματικοί νεκροί 604, εξαφανισθέντες 7, σύνολο 611

Στρατιώτες νεκροί 11.307, εξαφανισθέντες 1.335, σύνολο 12.642

Μεγάλο μέρος των νεκρών και αγνούμενων ήταν Κρητικοί. Σ’αυτούς συμπεριλαμβάνονται και οι στρατιώτες που χάθηκαν στην προσπάθεια επιστροφής τους στην Κρήτη, όταν τα πλοιάρια που τους μετέφεραν βυθίζονταν από το πολεμικό γερμανικό ναυτικό στα νερά του Αιγαίου και του Κρητικού πελάγους.

Ακολούθησε η κατάληψη της Ελλάδας από τις ναζιστικές-φασιστικές δυνάμεις τον Απρίλιο του 1941 και η κατάληψη της Κρήτης (μετά τη μεγαλειώδη μάχη των έντεκα ημερών), τον Μάη του 1941. Στην επική μάχη εκατοντάδες Κρητικοί σκοτώθηκαν από τους αλεξιπτωτιστές (είτε στη διάρκεια είτε στις εκτελέσεις που ακολούθησαν).

Τον Νοέμβριο του 1941, η Κρήτη βρισκόταν ήδη έξι μήνες στα χέρια των κατοχικών δυνάμεων.

Μελετώντας τις πρώτες γερμανικές διαταγές που εξέδιδαν ο Στρατηγός Διοικητής του «Φρουρίου Κρήτης» και τα Φρουραρχεία των νομών, εύκολα διαπιστώνεται ότι ο γερμανικός στρατός, (ηγεσία, αξιωματικοί υπαξιωματικοί και στρατιώτες) ήταν ένας βάρβαρος στρατός, διαποτισμένος από τις ιδέες της «ανώτερης φυλής» και του «εκλεκτού» ευρωπαϊκού λαού.

Έλληνες στρατιώτες ντυμένοι με ρούχα Ιταλών αιχμαλώτων

Στις 11 Νοεμβρίου 1941 από τα Χανιά, την έδρα του Στρατηγού Αντρέ του «Φρουρίου Κρήτης», εκδόθηκε ανακοίνωση του Φρουραρχείου προς τον Υπουργό Γενικό Διοικητή Κρήτης που αναφέρει σχετικά:

´ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΙΣ

“Εις τας θύρας πλείστων οικιών εις διάφορα χωρία παρατηρεί τις Σταυρούς.

Ως επληροφορήθην υπάρχει τοιούτον έθιμον ο Σταυρός ούτος να τίθεται εις ένδειξιν σεβασμού προς τους νεκρούς.

Εφ’όσον ο Σταυρός ούτος τίθεται εις ένδειξιν σεβασμού δια τεθνεώτας ή φονευθέντας εις Αλβανικόν Μέτωπον δύνανται να παραμείνουν.

Προς τούτοις διατάσσομεν προς το συμφέρον της κοινής ασφαλείας όπως οι σταυροί εκείνοι οι οποίοι δεικνύουν ότι εις τας οικίας ταύτας κατά τας μάχας της Κρήτης εις ένοικος ετυφεκίσθη αφαιρεθούν αμέσως.

Παρακαλείσθε όπως φροντίσητε όσον το δυνατόν ταχύτερον δια την αφαίρεσιν των σταυρών τούτων.

Η παράβασις θεωρήται ως ενέργεια εχθρική κατά της Γερμανίας και θα τιμωρήται

Ο Διευθυντής της Επιμελητείας

ΜΥΛΛΕΡ»1.

Ιταλοί αιχμάλωτοι στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο 1940-1941.
Έλληνες στρατιώτες ντυμένοι με ρούχα Ιταλών αιχμαλώτων (Φωτογραφία αρχείου πολεμικών ανταποκριτών)

Τη διαταγή ο Υπουργός Γενικός Διοικητής Κρήτης Εμμανουήλ Λουλακάκης2  κοινοποίησε στους Δημάρχους και Προέδρους των πόλεων και χωριών.

Αυτοί με τη σειρά τους την απέστειλαν στους δασκάλους, τους καθηγητές και ιερείς των χωριών για να διαβαστεί στους ναούς και στα σχολεία, να τοιχοκολληθεί στα καφενεία και στις πλατείες και σε κάθε σημείο σύναξης του πληθυσμού, (ακόμη και στις τοπικές εμποροπανηγύρεις και λαϊκές αγορές).

Με την παραπάνω ανακοίνωση-διαταγή του Φρουραρχείου Χανίων, οι Κρητικοί που πολέμησαν τους Ιταλούς εισβολείς και συμμάχους τους, έπραξαν σωστά και οι κατακτητές επιτρέπουν την ανάρτηση σταυρού στις πόρτες των σπιτιών για τους νεκρούς συγγενείς τους. Αντίθετα, όσοι Κρητικοί πολέμησαν στη μάχη της Κρήτης τον γερμανικό στρατό εισβολής, δεν έκαναν το σωστό και απαγορεύουν την ανάρτηση σταυρών για νεκρούς στις θύρες.

Δηλαδή, οι στρατιωτικές αρχές κατοχής, επιθυμούσαν οι Κρητικοί να μην υπερασπίσουν τον τόπο τους, τα σπίτια και τις περιουσίες τους, αλλά να δεχτούν αμαχητί την κατάληψη του νησιού.

Δέχονται τους σταυρούς στις οικίες των Κρητικών που σκοτώθηκαν δικοί τους άνθρωποι στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο, αλλά απαγορεύουν τους σταυρούς στα θύματα της μάχης της Κρήτης. Υπενθυμίζουμε ότι Γερμανία και Ιταλία, Χίτλερ και Μουσολίνι ήταν σύμμαχοι. Θαυμάζουμε τον «σεβασμό» των Γερμανών αξιωματούχων προς τους συμμάχους τους Ιταλούς.

Η απόλυτη έκφραση του ναζισμού στις πρώτες ανακοινώσεις – διαταγές των κατοχικών δυνάμεων της Κρήτης.

Ημιονηγοί του Ελληνικού Στρατού στα κακοτράχαλα βουνά της Αλβανίας

Η βαρβαρότητα των κατακτητών αποκαλύφθηκε από την πρώτη ημέρα που κατέλαβαν την Κρήτη. Αμέσως μετά την κατάληψη, που ολοκληρώνεται την 1η Ιουνίου 1941, ο Γερμανός Στρατάρχης της αεροπορίας Χέρμαν Γκαίριγκ, διορίζει Στρατιωτικό Διοικητή Κρήτης τον Αντιπτέραρχο Κουρτ Στούντεντ.3

Από τις πρώτες διαταγές που εξέδωσε ο Στούντεντ, δεκαεφτά ημέρες μετά την κατάληψη της Κρήτης, ήταν εκείνη της 17ης Ιουνίου 1941. Διαταγή υποχρέωσης καταναγκαστικής εργασίας των Κρητών. Με τη διαταγή του ο Στούντεντ, δεν έθετε όριο ηλικίας, φύλου και επαγγέλματος.

Στόχος η κατασκευή οχυρωματικών έργων, ώστε η Κρήτη να καταστεί «Φρούριο» της Μεσογείου και ενδιάμεσος σταθμός κατάληψης της Βορείου Αφρικής, από τα γερμανικά στρατεύματα. Από την καταναγκαστική εργασία δεν εξαιρούνταν οι Κυριακές και ο χρόνος εργασίας (οι εργάτες μπορούσαν να δουλέψουν όλες τις ώρες του εικοσιτετράωρου).

Η άρνηση της εργασίας επέφερε στους αρνητές διάφορες ποινές, (φυλάκιση, ειρκτή και θάνατο). Όλες οι Κοινότητες της Κρήτης ήταν υποχρεωμένες να στέλνουν στην εργασία δέκα (10) εργαζόμενους ανά 100 κατοίκους, δημιουργώντας ταυτόχρονα μία φάλαγγα εργασίας. Συγκεκριμένα η διαταγή του Κουρτ Στούντεντ ανέφερε τα παρακάτω:

«ΚΡΗΤΗ τη 17 Ιουνίου 1941

Βάσει της εξουσιοδοτήσεως ήν μοι παρέσχεν ο Φύρερ και Ανώτατος Αρχηγός του Στρατού εντέλλομαι τα κάτωθι.

1   Υ Π Ο Χ Ρ Ε Ω Σ Ι Σ   Ε Ρ Γ Α Σ Ι Α Σ

1ον / Όλος ο πληθυσμός ανεξαρτήτως επαγγέλματος ηλικίας και φύλου υποχρεούνται κατά διαταγήν του Δημάρχου να προσφέρουν ΟΙΑΝΔΗΠΟΤΕ ΕΡΓΑΣΙΑΝ. Τούτο ισχύει ιδιαιτέρως δια την συγκέντρωσιν της συγκομιδής, δι’αεροδρόμια, δρόμους και παρομοίας εργασίας.

2ον / Μέχρι νεωτέρας διαταγής τούτο ισχύει ΚΑΙ ΔΙΑ ΚΥΡΙΑΚΑΣ και εκτός συνήθους ώρας εργασίας.

3ον / Όλα τα μεταγωγικά μέσα (άλογα, όνοι) καθώς και άμαξαι οφείλουν να τίθενται εις την διάθεσιν των Δημάρχων εις περίπτωσιν απαιτήσεως προς παροχήν εργασίας.

4ον /Κάθε Κοινότης οφείλει αμέσως να συστήσει υπό την οδηγίαν καταλλήλων προσώπων μίαν φάλαγγα εργασίας δια την εκτέλεσιν επειγουσών εργασιών ούτως ώστε εντός 3 ωρών να είναι εις θέσιν να εργασθή. Η δύναμις καθορίζεται αναλόγως του αριθμού των κατοίκων επί 100 κατοίκων αναλογούν 10 άντρες και 5 έφεδροι.

5ον / Εκείνος ο οποίος δεν ήθελε συμμορφωθή προς τα υποχρεώσεις τας εκπηγαζούσας εκ των ανωτέρω διαταγών θα τιμωρηθή λόγω αρνήσεως εργασίας ή λόγω σαμποτάζ με φυλάκισιν ή ειρκτήν και εις ιδιατέρας σοβαράς περιπτώσεις με την ποινήν του Θανάτου.

Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΣ ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ»4

Στην παραπάνω διαταγή καταναγκαστικής εργασίας, τονίζεται από τον Αντιπτέραρχο Στούντεντ ότι υποχρέωση έχουν όλοι οι Κρητικοί, ανεξάρτητα αν είναι άνδρες ή γυναίκες, από τη δουλειά που κάνουν και από την ηλικία. Οι βάρβαροι κατακτητές, στην πρώτη τους διαταγή υποχρέωσης εργασίας, δεν εξαιρούν τα παιδιά, τους ηλικιωμένους τις γυναίκες και τους αρρώστους. Έτσι, αποκαλύπτουν από νωρίς τις πραγματικές διαθέσεις και την προσήλωσή τους στις θεωρίες του φασισμού και ναζισμού της συλλογικής ευθύνης και του «ανώτερου γερμανικού λαού”.

Η αντίθεση των πολιτισμών Γερμανίας και Ελλάδας διαφαίνεται από την παρακάτω διήγηση του τραυματία του Ελληνοϊταλικού πολέμου Μανόλη Γρινάκη. Αξιοπρόσεκτο σημείο (μεταξύ των άλλων) η αναφορά του στον αιχμάλωτο Ιταλό με τις δέκα κονσέρβες. Ενώ ο Μανόλης Γρινάκης θα μπορούσε να τις πάρει όλες και να τις μοιράσει στους συμπολεμιστές του, προτίμησε να του αφήσει τρεις. Στη διήγησή του, ο Μανόλης Γρινάκης λέει τα εξής:

“´…ετραυματίστηκα στση 12 του Φλεβάρη στην Αλβανία. Ήκαμα τρεις μήνες στο νοσοκομείο στην Άρτα και μετά εκατέβηκα στην Αθήνα κι έκαμα ενάμισι μήνα. Κι από κει ύστερα ήρθα στην Κρήτη. Τραυματίστηκα με βλήμα οβίδας βαρύ πυροβολικού. Είμαστε σ’ένα χωριό που το λέγανε Άρτζα Ντι Σόμπρα. Μέσα σ’ένα σπίτι. Η οβίδα ήπεσε στη γωνία του σπιτιού απάνω, στο ρούκουνα.

Το σπίτι ήτανε γερό, είχε τρία δοκάρια που δεν τ’αγκάλιαζες. Απάνω από τα δοκάρια οι Αλβανοί εβάζανε πλάκες πέτρινες. Μόλις ήσκασε η οβίδα οι πλάκες εγίνανε φτερά, τα δοκάρια επέσανε. Είμαστε μια δεκαπενταριά στρατιώτες μέσα. Επεριμέναμε το Λοχαγό να διατάξει επίθεση. Απέναντι εδίναμε μάχη.

Εκεί επήρα βλήματα στο αριστερό χέρι ψηλά στον αγκώνα. Δεν εσκοτώθηκε κανείς από μας που είμαστε μέσα στο σπίτι. Εσηκώθηκα σιγά σιγά, εβάδισα και πήγα στο ορεινό χειρουργείο τση Μεραρχίας. Ο αρχίατρος ο Μπεκιάρης μου’δωσε χαρτί και κατέβηκα στο δρόμο να μπω στ’αυτοκίνητο. Απαγορευότανε δίχως χαρτί του γιατρού του τάγματός σου ή του ορεινού χειρουργείου να φύγεις να πας στα νοσοκομεία.

Ο γιατρός με επίδεσε και μου’δωσε συγχαρητήρια. Μου’πε την ευχή μου να’χεις παιδί μου, εύχομαι να πάει καλά το τραύμα σου, χαιρετίσματα στσι δικούς σου και μόλις γίνεις καλά να γυρίσεις να πολεμήσεις για την πατρίδα. Μου’δωσε το χαρτί και κατέβηκα στον αμαξωτό δρόμο. Μια σκηνή μεγάλη, μπαίναμε μέσα και περιμέναμε να περάσει αυτοκίνητο. Επήγα στα Γιάννενα. Ήτανε νοσοκομείο διακομιδής. Το χέρι μου είχε πάθει μόλυνση. Με επιδέσανε πάλι και με στείλανε στο νοσοκομείο στην Άρτα.

Την ίδια μέρα που πήγα μου κάνανε αμέσως εγχείρηση. Ήκαμα κι εκεί ένα δυο μήνες και πήγα στην Αθήνα. Οι Γερμανοί είχανε φτάξει στην Αθήνα. Πολλοί Κρητικοί επήγαμε στο Κερατσίνι. Ένα πλοίο Ελληνικό είχε φτάξει από την Ιαπωνία εμπορικό. Μας επήρε και μας επήγε στη Σούδα. Δυο χιλιάδες στρατιώτες περίπου. Σιγά σιγά με τα πόδια από τη Σούδα ήρθα στο Καστέλλι.

Από τις μάχες με τσι Ιταλούς που δώσαμε θυμούμαι ότι στην Άρτζα Ντι Σόμπρα πιάσαμε πάνω από χίλιους αιχμαλώτους. Με την πρώτη μπαλωθιά επαραδοθήκανε. Έπιασα κι έναν Ιταλό ανθυπολοχαγό και του πήρα τα τσιγάρα του που δεν είχα και εβάστανε και δέκα κονσέρβες και του πήρα τσ’εφτά. Του’φησα τσι τρεις. Να φάει κι αυτός. Οι κονσέρβες ήτανε στιφάδο και φακόρυζο. Οι Ιταλοί μας επαραδίδουντανε σα τ’αρνιά. Εμείς δεν τσι πειράζαμε, ούτε τσι σκοτώναμε. Για μας ήτανε μετά ιερό πράμα, τσι προσέχαμε…ª”.

Ο στρατιώτης Σαριδάκης Μιχάλης του Σπυρίδωνα, από το χωριό Κασταμονίτσα, διηγείται για την εαρινή επίθεση του Μουσολίνι και τους ιταλούς αιχμαλώτους:

«…στου Μπαλαμπάνη το Χάνι ήμουνα όταν μας έκανε την μεγάλη επίθεση στις 9 του Μάρτη ο Μουσολίνι. Θυμούμαι τσι Ιταλούς που βαδίζανε εναντίον μας, χιλιάδες ήτανε και γεμίσανε οι πλαγιές των βουνών. Ήτανε και στη γραμμή στον αμαξωτό μέσα οι Ιταλοί. Τα δικά μας όπλα τσι θερίζανε κι αυτοί δεν εκουνούσανε. Δεν εθέλανε να πολεμήσουνε. Την ημέρα εκείνη στση 9 του Μάρτη έγινε μεγάλο κακό. Σκοτωμός. Τα αεροπλάνα μας εβάνανε, το ιταλικό πυροβολικό μας έβανε, εμείς όμως ήμαστε σταθεροί. Τίποτα δεν εκαταφέρανε.

Θυμούμαι που μας εβομβαρδίσανε και τις εγκαταστάσεις του εφοδιασμού. Ο Παπαδογιωργάκης από του Ξυδά ο αξιωματικός μπήκε σ’ ένα καταφύγιο και μετά το βομβαρδισμό που είχανε χαλάσει τα πάντα αυτός εκατάφερε να βγει ζωντανός μέσα από το καταφύγιο. Θυμούμαι τσι Ιταλούς αιχμαλώτους που τσι βάναμε σε μια γραμμή και τσι οδηγούσαμε στα πίσω. Αυτοί είχανε κατεβασμένα τα μούτρα τους, δεν μας εκοιτάζανε στα μάτια.

Πολλά μουλάρια είχανε ψοφήσει μέσα στα ρυάκια και εκατεβαίνανε τα νερά, επερνούσανε από τα ψόφια μουλάρια και παρακάτω επίναμε εμείς νερό. Στην οπισθοχώρηση τη μέρα τση Λαμπρής είμαστε στο Καλπάκι. Μας φέρανε ένα αμάξι αρνιά να τα ψήσομε και θυμούμαι που κατεβήκανε τα ιταλικά αεροπλάνα και μας εβομβαρδίσανε και έβλεπες τα αρνιά και σηκώνουντανε στα ύψη τ’ ουρανού…”.

Ο στρατιώτης Μπορμπουδάκης Λευτέρης του Γεωργίου από το χωριό Ασκοί, αναπολεί με πίκρα την παράδοση των Ελλήνων στρατιωτών στους Ιταλούς ενώ ουσιαστικά είχε κερδηθεί ο πόλεμος.

«…από το πόλεμο στην Αλβανία δεν θα ξεχάσω την πείνα μας και τσι κακουχίες που επεράσαμε. Το κρύο που τραβήξαμε και το χιόνι. Παντού χιόνι. Εκοιμούμαστε απάνω στο χιόνι. Αυτό στο τέλος το συνηθίζεις, δεν είναι σπουδαίο.

Εκείνο που δε μπορώ να ξεχάσω είναι οι σκοτωμένοι φίλοι μας. Τσι βλέπαμε και δεν εμπορούσαμε να κάνομε πράμα. Θυμούμαι και τσι Ιταλούς όντε μας επαραδίνουντανε. Δεν τσι’νοιαζε καθόλου. Οι πιο πολλοί το θέλανε κιόλας. Θυμούμαι κι ένα αξιωματικό μας ψυχωμένο, Κουρή τόνε λέγανε. Με το πιστόλι να τραβά μπροστά και να μας φωνάζει:

-Αέρα παιδιά, τσι φάγαμε !!! Αξιωματικός που το’λεγε η καρδιά του.

Μια μέρα μας είπανε στην Τρεμπεσίνα οι αξιωματικοί μας ότι θα υποχωρήσομε και θα γυρίσομε πίσω. Έπιασα το πολυβόλο μου και το αφόπλισα. Έβγαλα το κλείστρο και έκλαψα. Το σήκωσα και το πέταξα το πολυβόλο σε ένα γκρεμό. Με πήρανε τα δάκρυα. Σαν να πέταξα ένα άνθρωπο. Η μεγαλύτερη στενοχώρια μου σ’αυτόν τον πόλεμο…”.

 

1 Αρχείο γερμανικής Στρατιωτικής Διοικήσεως Κρήτης, Φάκελος Β΄, Δεσμίς 11, αριθ. 1
2 Ο Εμμανουήλ Λουλακάκης ήταν δικηγόρος από το χωριό Μυρτιά Ηρακλείου. Διορίστηκε τέλος καλοκαιριού του 1941 Γενικός Διοικητής Κρήτης από τους Γερμανούς αξιωματούχους. Γνώριζε τη γερμανική διάλεκτο γιατί σπούδασε στη Γερμανία.
3 Αντιπτέραρχος Κούρτ Στούντεντ, Διοικητής Κρήτης από 1 Ιουνίου 1941 ως 8 Ιουλίου 1941.
4 ΓΕΣ, Αρχείο Εθνικής Αντίστασης, τόμος 6ος, σελ. 15

 

* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος