Ήδη, από το 1991, μας είχε απασχολήσει το θέμα της Μάχης της Κρήτης, σε σχέση με τον ευρύτερο γεωπολιτικό χώρο και σε συνάρτηση, μάλιστα, με τα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής, στο βιβλίο με τίτλο “Η Μάχη της Κρήτης και το Μεσανατολικό ζήτημα”. Ήταν μια πρώιμη ερευνητική προσέγγιση, την οποία αργότερα αποδέχθηκαν διαφωνούντες συνάδελφοι ιστορικοί.
Η Μάχη, δηλαδή, του Μαΐου 1941, δεν ήταν ένα απλό πεδίο σύγκρουσης στρατιωτικών δυνάμεων, με την εκούσια, αγωνιστική και θυσιαστική συμμετοχή του άοπλου Κρητικού λαού. Ήταν ένα πεδίο ζωτικού χώρου και στρατηγικών, καθώς και οικονομικών βλέψεων των εμπολέμων, Άγγλων, Ιταλών και Γερμανών.
Οι Αμερικανοί, επί του παρόντος, αρκούνταν, ως τον Δεκέμβριο του 1941, σε αόρατη και διακριτική παρουσία. Προ της Μάχης της Κρήτης, “αρχές Μαΐου πέντε αεροπλάνα χαρικέι με Αμερικανούς πιλότους μιας καναδικής μοίρας της RAF προσγειώθηκαν στο αεροδρόμιο του Ρεθύμνου” (Πολιουδάκης, 530).
Κατασκοπευτικό ρόλο έπαιζαν, δυστυχώς, και ορισμένοι ντόπιοι γερμανόφιλοι με ελαστική συνείδηση. Κατά διαταγή των επιχειρήσεων Κρήτης της 5ης Ορεινής Μεραρχίας “στο νησί της Κρήτης, οι Κρητικοί που έχουν σχέση με μας, θα κάνουν τους εαυτούς των γνωστούς στα γερμανικά στρατεύματα με τη λέξη “Major bock” (Πολιουδάκης, 530). Ευτυχώς, κατά τη διάρκεια της Μάχης, το σχέδιο των Γερμανών για συνεργασία με ντόπιους δεν είχε επιτυχία.
Είναι γνωστό, όμως, ότι τις παραμονές της Μάχης οι διάφοροι ξένοι πράκτορες “έρχονται στην Κρήτη με διάφορες προφάσεις” (Σανουδάκης, Η Μάχη της Κρήτης, σ. 36).
Με την αρ. 1/102/146/3-5-1941 απόρρητη αναφορά της η Διοίκηση Χωροφυλακής Λασιθίου προς τον Υπουργό Δημόσιας Ασφαλείας, τμήμα Β΄ στα Χανιά, ενημέρωνε “περί αφίξεως Γερμανίδων (Σανουδάκης, ό. π., σ. 36).
Ο Μοίραρχος Διοικητής Μιχαήλ Παπαδάκης ανέφερε σχετικά: “Λαμβάνω την τιμήν να αναφέρω ότι αφίκοντο εν Νεαπόλει την 24η Απριλίου μετά της υπηρεσίας της AΒΥ του Διαδόχου και οι Γερμανικής Εθνότητος και υπηκοότητος:
- Κίνεσμπεργκερ Μαργαρίτα ετών 37 οικοφροντίστρια των ανακτόρων της ΑΒΥ του Διαδόχου.
- Ελίζα Μπέκμαν ετών 31 θαλαμηπόλος της ΑΒΥ της πριγκιπίσσης Διαδόχου.
Φανερά κατασκοπευτικά κέντρα ήσαν “οι διάφορες Αρχαιολογικές Σχολές που δρούσαν ήδη προ του πολέμου, περισσότερο η ιταλική, η αγγλική και η γερμανική, καθώς και το αγγλικό προξενείο Ηρακλείου” (Σανουδάκης, ό. π., σ. 37).
Ο συμπολίτης, ήρωας της Μάχης της Κρήτης πέριξ και εντός της πόλης του Ηρακλείου, στη συνέχεια υπεύθυνος των Δημοσίων Σχέσεων του ΕΑΜ όλης της Ελλάδος, Γιάννης Χρονάκης, αναφερόμενος στην ιταλική πλευρά μάς αφηγείται: “Δεν ήτανε μόνο οι προσπάθειες της Αρχαιολογικής Σχολής. Ήτανε ότι με διάφορα προσχήματα η παροικία στην πόλη μεγάλωνε διαρκώς. Ερχόντουσαν άλλοι ως αντιπρόσωποι ή εκπρόσωποι εταιρειών ή ως πλασιέ μηχανημάτων ή ως πωληταί ή ως περιηγηταί” (Σανουδάκης-Χρονάκης, σ. 49).
Στο ρόλο, μάλιστα, του Ιταλικού Προξενείου, πριν και μετά τη Μάχη της Κρήτης, αναφέρεται ο Αρχηγός της Αντίστασης Κρήτης, καπετάν Μανώλης Μπαντουβάς:
“Κατά το διάστημα αυτό κατορθώσαμε μια (γ)κοπελιά κατασκοπίνα, η οποία ερχόντανε από την Ιταλία… την επήγαμε στον Άγιο Σύλλα σ’ ενός Τυμπακιανάκη, κάνοντας εμείς τότες τσι ιταλόφιλους. Εμάθαμε πολλά μυστικά. Κατόπιν αυτή η γυναίκα ελευθερώθηκε, τα μυστικά αυτά εμείνανε, μάθαμε λοιπόν ποιοι ήταν οι συνεργάτες των Ιταλών” (Σανουδάκης, Μπαντουβάς, σ. 92).
Ο Γιάννης Χρονάκης αναφέρεται, επίσης, και στη γερμανική διείσδυση στην Κρήτη, ειδικότερα στο Ηράκλειο:
“Οι Γερμανοί, τα τελευταία χρόνια ιδίως, αλλά και πριν, αμέσως μόλις ανήλθε ο Χίτλερ εις την εξουσίαν της Γερμανίας, έστελναν αντιπροσώπους εδώ, δήθεν δασκάλους της γερμανικής γλώσσας” (Σανουδάκης-Χρονάκης, ό. π., 50). Αναφέρεται δε προσωπικά σε ένα καθηγητή, τον Γιούρεν: “Ήτανε νέος άνθρωπος. Ήρθε συνοδευόμενος από μια νέα και ωραία γυναίκα, την οποία εμφάνιζε ως σύζυγό του. Εγκατεστάθηκε εδώ μόνιμα σε ένα διαμέρισμα της οδού Κυδωνίας και άρχισε να παριστάνει το δάσκαλο της γερμανικής γλώσσας” (Σανουδάκης- Χρονάκης, σ. 50).
Ο Γιούρεν δεν αρκέσθηκε στη διδασκαλία της γερμανικής γλώσσας, “ανέπτυσσε κοινωνικές σχέσεις. Ανέπτυσσε κοινωνικές σχέσεις ανάμεσα ιδίως στην καλή τάξη της κοινωνίας μας και έδιδε δεξιώσεις, στις οποίες συγκέντρωνε αρκετό κόσμο από το Ηράκλειο” (Σανουδάκης-Χρονάκης, ό. π., σ. 50).Μετά τη Μάχη της Κρήτης, συνεχίζει ο Χρονάκης, “όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν το Ηράκλειο, ο Γιούρεν αυτός εμφανίστηκε με τη στολή του Αρχηγού της Γκεστάπο. Ήτανε, δηλαδή, τρία, τέσσερα χρόνια που έμεινε εδώ. Λοχαγός της Γκεστάπο και εκτελούσε διατεταγμένη υπηρεσία εδώ εις το Ηράκλειο. Η οποία δεν ήτανε άλλη, παρά η κατασκοπεία και η διείσδυση και η εξεύρεσις των πρακτόρων ανάμεσα στους κατοίκους της πόλης. Φυσικά το πέτυχε αυτός. Σε ένα ποσοστό το πέτυχε” (Σανουδάκης-Χρονάκης, ό. π. 50).
Μάλιστα, ζήτησε από τη Λέσχη Ηρακλείου να μιλήσει με θέμα: “Τα επιτεύγματα του Γ’ Ράιχ”, αλλά το Συμβούλιο του αρνήθηκε. Την επομένη, επισκέφθηκε το Χρονάκη, συνοδευόμενος από συμπολίτη, και τον προειδοποίησε απειλητικά πως: “έκαμα μια ενέργεια η οποία στρέφεται εις βάρος του Γ΄ Ράιχ και θα έχει πάρα πολλές δυσάρεστες επιπτώσεις. Επιπτώσεις σε βάρος μου” (ό. π., σ. 52). Κατά τον Χρονάκη, επίσης, και η Γερμανική Αρχαιολογική Υπηρεσία ακόμα και προ της μάχης της Κρήτης δρούσε κατασκοπευτικά. Μάλιστα, “το Βερολίνο εκαλούσε τον επικεφαλής της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, λόγου χάρη του Ηρακλείου, στο Βερολίνο και οι εφημερίδες του Ηρακλείου έγραφαν ότι ο έφορος αρχαιοτήτων εκλήθηκε στο Βερολίνο να κάμει διάλεξη για τα ευρήματα των τελευταίων ανασκαφών. Ενώ ανασκαφές δεν εγινότανε” (ό. π. 50).
Οι μορφωτικές αποστολές και ανταλλαγές μεταξύ Ελλάδος και Γερμανίας πολλαπλασιάστηκαν τις παραμονές της Μάχης της Κρήτης και έτσι, με το πρόσχημα της μελέτης ή έρευνας, οι Γερμανοί κατάσκοποι μπαινόβγαιναν ανενόχλητοι και διά μέσου αυτών των ανταλλαγών ντόπιοι γερμανοθρεμμένοι εύκολα μπορούσαν να γίνουν θαυμαστές του Γ’ Ράιχ.
Οι Άγγλοι, επίσης, αποικιοκράτες σαφώς ενδιαφερότανε για την Κρήτη, ως προς τις κτήσεις τους στη Μέση Ανατολή και την Αφρική, όπως είχαν διαμορφωθεί μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κατέχοντας και τα πετρέλαια του Ιράκ.
Σαφώς, λοιπόν, τους ενδιέφερε η Κρήτη για το πέρασμα της Ανατολικής Μεσογείου και τις κτήσεις τους, στην Εγγύς Ανατολή και Αφρική.
Η Αγγλία, συνεπώς, “είχε μόνιμα τσι δικούς τσης ανθρώπους, ένας από αυτούς ήτανε επικεφαλής της Ιντέλλιντζες Σέρβις στο Ηράκλειο. Κι αυτός καθόριζε και τους συνεργάτες του απ’ το ντόπιο πληθυσμό. Στην περίοδο για την οποία μιλούμε και τα τελευταία χρόνια ήτανε ο διακεκριμένος αρχαιολόγος Πετλέμπουρυ. Ο οποίος και εσκοτώθηκε κατά τη Μάχη της Κρήτης, όταν μαζί με την αγγλική φρουρά της πόλης προσπαθούσαν να διαφύγουν” (ό.π., 48).
Είναι γεγονός ότι “η Αγγλική Αρχαιολογική Σχολή, που είχε παράδοση στις ανασκαφές και ερευνητικές προσπάθειες στο νησί, δρούσε ανενόχλητα, εξαιτίας τώρα της αγγλόφιλης παλατιανής δικτατορίας” (Σανουδάκης, Η Μάχη της Κρήτης, 4).
Όλος, λοιπόν, αυτός ο γνωστός και ο “αόρατος πόλεμος” των κατασκόπων δούλευε για το πέρασμα των θέσεών τους εις βάρος του ελληνικού λαού και ειδικότερα του λαού της Κρήτης, εγκαταλελειμμένος προ και κατά τη Μάχη από την ηγεσία του και τους Συμμάχους.
Οι Βρετανοί, 53.000 ή κατά άλλους 65.000, ηττήθηκαν στη Μακεδονία, στο Βέρμιο, από τους Γερμανούς. Οι περισσότεροι εξ αυτών χρησιμοποίησαν, εν συνεχεία, την Κρήτη ως γέφυρα για το πέρασμά τους στη Μέση Ανατολή, την Αίγυπτο. Όσοι εγκλωβίστηκαν στο νησί, περί τους 27.000, απλώς έδωσαν αναγκαστικά τη Μάχη, για την τιμή των όπλων, χωρίς καμιά προετοιμασία για την άμυνα του νησιού.
Μια άμυνα που στηρίχθηκε κυρίως στους άοπλους Κρητικούς εναντίον εισβολέων αλεξιπτωτιστών που, όπως λέει ο Τίτος Πατρίκιος, έπεφταν “…σημαδεύοντας το πρόσωπο της γης μ’ αρβύλες”.
ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ
- Αντώνη Σανουδάκη, Η Μάχη της Κρήτης και το Μεσανατολικό ζήτημα, εκδόσεις Κνωσός, Αθήνα 1991.
- Μάρκου Πολιουδάκη, Η Μάχη της Κρήτης στο Ρέθυμνο, Αθήνα 1983.
- Αντώνη Σανουδάκη, Γιάννη Χρονάκη, Διαδρομή, εκδόσεις Κνωσός, Αθήνα 1988.
* Ο Αντώνης Σανουδάκης-Σανούδος είναι επιτ. καθηγητής Ιστορίας – συγγραφέας