Ένα «μύθο» θα σας πω που κατέχω από παιδί… Και τονέ κατέχω καλά γιατί τονε έζησα… και όπως έλεγε ένα κεντρικό πρόσωπο στο μυθιστόρημα του αείμνηστου Νίκου Θέμελη, νομίζω στην Αναζήτηση της τριλογίας, «μπορεί να είναι έτσι μπορεί και να μην είναι»… Εγώ πάντως θα διηγηθώ την ανεστόρησή μου, εδά που ακόμη δεν εξόφλησε ο Χαρομιχάλης την κλάση μου κι υπάρχουνε πολλοί να με επιβεβαιώσουνε…
Ανεστορούμαι το Κύρη μου, άγιο το χώμα που τονέ εσκέπασε, στα Κακάπηλα, να ανεσύρνει με το «μπράτσο» τη ντενέκα* δεμένη με τη βουρλιά* από ένα μικρό πετρόχτιστο πηγάδι, όχι βαθύτερο από τέσσερα μέτρα και να ποτίζει ένα μικρό κήπο παραδίπλα με ζαρζαβατικά για της ανάγκες μας στο σπίτι.
Ύστερα επροόδευσε… Έστησε δίπλα στο πηγάδι ένα γεράνι (αρχέγονη εφαρμογή του μοχλού Α είδους) με τη ντοντόνα (αντίβαρο) στη κάτω μπάντα της αντέννας και την περόνη στη διχάλα και η κατάσταση βελτιώθηκε αρκετά σε ταχύτητα και σε κόπο. Με τούτο το «μηχάνημα» μπορέσαμε και φυτέψαμε άλλο ένα διπλανό χέρσο χωραφάκι που βελτίωσε τη παραγωγή…
Φυσικά την ίδια εποχή υπήρχαν στο κάμπο του Λασιθιού οι ανεμόμυλοι του δαιμόνιου Σπιρτοκούτη και του Μαρκοστεφανή που με τις επινοήσεις τους είχαν κυριολεκτικά αλλάξει τη ζωή των Λασιθιωτών . Ο πατέρας μου δεν είχε στην αρχή δικό του τέτοιο πολύτιμο «βγόδωμα»* αλλά σύντομα αποκτήσαμε κι εμείς τον δικό μας. Ήταν η εποχή που η κατασκευή του είχε πάρει διάσταση «βιομηχανικής» παραγωγής και χρήσης στον κάμπο του Λασιθιού
. Αρχές της δεκαετίας του ‘60, μαθητής του δημοτικού σχολείου, ενθυμούμαι στο δικό μου χωριό να υπάρχουν τέσσερις χειρωνακτικοί κατασκευαστές ανεμομύλων που διέθεταν «υψικάμινο» λιγνίτη με το φυσερό για την μορφοποίηση των σιδερένιων πύργων, των κυκλικών κατασκευών, το «γονάτισμα» του αξονιού και άλλων τμημάτων της κατασκευής (Λαβριώτης, Χαρκιαδομανώλης, Κουφός, Μαυροφόρος).
Οι ίδιοι, αν θυμάμαι καλά, διέθεταν και ένα είδος πρέσσας, πιθανότατα δικής τους επινόησης, με την οποία άνοιγαν στις σιδερογωνίες τις τρύπες για την ένωση των σιδερογωνιών μεταξύ τους με μικρότερα σιδερένια κομμάτια. Η ένωση εγίνετο με περτσίνια* στις τρύπες που άνοιγαν με την πρωτόγονη πρέσσα.
Χαρά όλων των παιδιών ήταν να μαζεύουμε τα σιδερένια κομμάτια που κυκλικού σχήματος, που έκοβε η πρέσσα, τα γνωστά μας «πενταρόλια» (από το σχήμα της πεντάρας). Τα χρησιμοποιούσαμε σαν παιγνίδια και κυρίως σαν «πυρομαχικά» για σφεντόνες, στον ατέλειωτο τότε πόλεμο μας με τα σπουργίτια και τους κοτσυφούς.
Ήταν βέβαια το χωριό του Σπιρτοκούτη, που πρώτος επινόησε τον ανεμόμυλο, ανακουφίζοντας από το σκληρό μόχθο του «ανεσύρματος» και του «γερανιού» τους ιδρωκοπούντες συντοπίτες του και ήταν φυσικό η τέχνη του να διαδοθεί πρώτα στον περίγυρό του.
Και στα υπόλοιπα χωριά του Λασιθιού, υπήρξαν τότε πολλοί και άξιοι τεχνίτες, αλλά από το φόβο μην ξεχάσω κάποιο που δεν ξέρω, θα μνημονεύσω μόνο τους συγχωριανούς μου χωρίς κι εδώ να αποκλείω κάποια (μη σκοπούμενη) παράλειψη: Αν καλά ενθυμούμαι διάδοχος του Σπιρτοκούτη στο Ψυχρό ήταν ο γιος του Γιώργης μέχρι τη μετακόμισή του στην Αθήνα όπου σώζονται και σήμερα κατασκευαστικά του έργα (γέφυρα ΕΗΣ Καλλιθέας κά), ο Μανώλης Μαυροφόρος (μέχρι και τη δική του μετακόμιση στην Αθήνα), ο Γιάννης Σηφάκης (Λαβριώτης), ο Μανώλης Χαλκιαδάκης (Χαρκιαδομανώλης) που σήμερα οι ρίζες του φτάνουνε στην Ευρωβουλή, ο Δημήτρης Τζανάκης (Κουφός), ο δερμιτζής Κωστής Παπαδημητράκης (Βεζύρης), ο Ζαχάρης Πετράκης και το νεότερο δίδυμο Γιώργης Ανδρουλάκης (Βρουχάς) και Γιώργης Ζερβάκης (Μαρκεζίνης). Απουσιάζουν μόνιμα όλοι στα ψηλά… πλην Πετράκη, Ζερβάκη, ζωή νά ‘χουν…
Εκείνη την περίοδο εγέμισε ο κάμπος μύλους. Δεν ήταν όμως ποτέ, δεκαοχτώ ή δεκαπέντε ή δώδεκα χιλιάδες ο αριθμός τους, όπως με έπαρση ενημερώναμε τους τουρίστες τα πρώτα χρόνια που άρχιζε η επισκεψιμότητα στο Δικταίο Άντρο και στο Λασίθι.
Δεν έγινε ποτέ επίσημη καταμέτρηση και ο μοναδικός τρόπος που κάποτε υπολογίστηκαν συμπερασματικά ήταν οι ποσότητες σε «τόπια» άσπρου υφάσματος «κάμποτο» που εχρησιμοποιείτο για την κατασκευή των «πανιών» των ανεμομύλων, τα οποία διακινήθηκαν στα μαγαζιά του οροπεδίου Λασιθίου (μαρτυρία του ιστοριοδίφη-και όχι μόνο- κ.Γιάννη Καραβαλάκη). Απ’ όπου κι αν περνούσες άκουγες τον χαρακτηριστικό ήχο του στοβιλίσματος και του εμβόλου που έκανε την αναρρόφηση του νερού.
Το πότισμα εγίνετο είτε με το άνοιγμα της στέρνας όπου εναπόθετε ο μύλος το ολοήμερο έργο του σε νερό, μέχρι να έρθει ο ποτιστής ν’ ανοίξει τη ρουμπάρα* να ποτίσει τον κήπο, είτε με την αναμονή του ποτιστή δίπλα στο αυλάκι ακουμπισμένου στη σκαλίδα, να φυσήξει το μελτέμι, να γυρίσει ο μύλος, να στείλει το νερό στον καταπότη* και να ποτίσει ό,τι προλάβει ο ποτιστής, που όρθιος περίμενε στην άκρη του καταπότη, σαν να ήταν τιμωρημένος από το δάσκαλο γιατί ήτανε άτακτος…
Αυτό που σήμερα ονομάζεται για τα παιδιά «διακοπές», τότε για εμάς ήταν έργο καταναγκαστικό μα και αδήριτη ανάγκη για την επιβίωση… Έτσι βιώσαμε τα περισσότερα παιδιά της ηλικίας μου και των κοντινών γενεών τα παιδικά μας χρόνια. Και όχι μόνο με αυτή την ενασχόληση, αλλά και όλες τις αγροτικές και κτηνοτροφικές ενασχολήσεις της οικογένειας.
Όμως «τα πάντα ρει και ουδέν μένει». Η εξέλιξη συνεχίστηκε. Οι μηχανές μπήκαν στη ζωή του αγροτόκοσμου του Λασιθιού. Λίγο πιο καθυστερημένα σε σχέση με άλλες αγροτικές περιοχές της Κρήτης και της Ελλάδας, αλλά μπήκαν νομοτελειακά και στη ζωή του Λασιθιώτη αγρότη.
Το καινούργιο κλείδωνε στο χρονοντούλαπο το παλιό σε ένα αέναο πόλεμο μεταξύ τους, που συνεχίζεται ανελέητα και στις μέρες μας, παρά τις προσπάθειες των απανταχού ρομαντικών, φιλιστόρων, φιλοπαραδοσιακών, περιβαλλοντολόγων και άλλων επιστημόνων να σταματήσουν το χρόνο και τις πολλαπλές καταστροφικές συνέπειες του σύγχρονου πολιτισμού…
Το χειρωνακτικό ανέσυρμα του κουβά με το νερό έγινε γεράνι, το γεράνι ανεμόμυλος, ο ανεμόμυλος βενζινοκίνητη αντλία Cochler*και co-do-eme*, η βενζινοαντλία πομόνα με malcotsi*, και οι Μαλκότσι ηλεκτροκινητήρες για τις πομόνες του Μύρων. Οι τσούμαροι* με τη σκαλίδα δίπλα στους καταπότες και τα αυλάκια, έγιναν σύγχρονα αρδευτικά συστήματά. Αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα…
Στον ασκιανό από τα δεντρά του Αη Γιάννη του Καμπίτη, στην αυλή του Σπήλιου, στα Σελιά, στην Άμπελο, στον Άδηλο, στον Άγιο Χαράλαμπο, στου Τσούλη το Μνήμα, στον Τίμιο Σταυρό στο Νίσιμο, στο Σελί του Σταυρού, στην Αλόϊδα και στον Αφέντη, απ’ όπου και να αγναντέψεις το κάμπο του Λασιθιού, αν κουβαλάς χρόνους στη πλάτη σου και γνώση στη κεφαλή σου, αυτές οι θύμησες θα γεμίσουν τη ψυχή σου… Μα κατά που λέει μια παλιά μαντινάδα:
“κάθε παλιά ανάμνηση με μια καινούργια σβήνει, όμως στα φύλλα τση καρδιάς μια σκοτεινάδα αφήνει…”
Μια στάση εδώ. Η αφήγηση θα έχει μια τουλάχιστον συνέχεια ακόμη. Για να τα πούμε όλα ή τουλάχιστον τα πιο πολλά. Μπορεί και να στεναχωρήσει κάποιους, μα θα τα πούμε γιατί έτσι πρέπει. Και γιατί οι αερόμυλοι του Λασιθίου παραφουσκώσανε με αερολογίες. Και γιατί δεν θα κάνομε μόνο διαπιστώσεις. Υπάρχουν και προτάσεις. Ρεαλιστικές και υλοποιήσιμες…
Συνεχίζεται λοιπόν…
* Γ. Μηλιαράς Δευτερόλης 2018
Λεξάρι
=====
Ντενέκα = δοχείο μεταφοράς υγρών-σήμερα 16κιλης συσκευασίας λαδιού.
Βουρλιά= είδος χονδρού σχοινιού από φυτικές ίνες ( βούρλα)
Βγόδωμα= εργαλείο δουλειάς
Περτσίνι= συνδετικό σιδερένιων κομματιών με σφυρηλάτησή του (τότε) στο σημείο συγκόλλησης
Ρουμπάρα= κρουνός
Καταπότης= κεντρικό αυλάκι μεταφοράς νερού στη καλλιέργεια
Kohler, co-ti-eme, Malkotsi= μάρκες μηχακινητήρων που επεκράτησαν στο Λασίθι.
Τσούμαρος = νεαρός
Δευτερόλης=Ιούλιος
Υ.Γ.: Δεν φιλοδοξώ να περιγράψω εδώ την ιστορία των ανεμομύλων στο Λασίθι. Μπορούν να το κάνουν άλλοι αρμοδιότεροι και σοφότεροι ή το έχουν κάνει ήδη. Απλώς θεωρώ χρέος μου ως πρώην δημόσιο πρόσωπο να πω και δημόσια τις σκέψεις και τις προτάσεις μου.