Σήμερο, που και του σπανού τα γένια φυτρώνουν, τα πάντα αμφισβητούνται, είτε είναι θεός, άνθρωπος, φύση, παγκόσμιες αρχές και αξίες. Στον επανέλεγχο λοιπόν της όλης δημιουργίας του κόσμου, σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις της επιστήμης και της τεχνολογίας, βρέθηκαν πολλά δημιουργήματα να χρειάζονται επανέλεγχο και αναβάθμιση, για να ανταποκρίνονται στις σημερινές ανάγκες, όπως για παράδειγμα, η νοημοσύνη από την τεχνητή νοημοσύνη κλπ.

Μέσα σ’ αυτές τις ανατροπές και επεμβάσεις που έχομε αρχίσει να βιώνομε, μήπως είναι  δευτερεύον, ή δεν τους πέρασε από το μυαλό, ή το ξέχασαν το θέμα της πορείας της ζωής του ανθρώπου; Δηλαδή αντί να γεννιέσαι, να μεγαλώνεις, να ωριμάζεις και να πεθαίνεις, να συμβαίνει το αντίθετο, η ανάποδη πορεία. Με λίγα λόγια να αρχίζει η ζωή από τη στιγμή που σ’ έχει μεταλάβει ο παπάς και έχει πρωτοκολληθεί στον ουρανό η απόφαση για τη μετανάστευση στην άλλη ζωή. Φανταστείτε δηλαδή έναν άνθρωπο, που έχει περάσει  κατά πολύ το προσδόκιμο ζωής, να έχει δώσει τις τελευταίες παραγγελιές και με μια ένεση, μια θεραπεία, ένα τροπάριο, μια γηθιά, να ανοίγει τα μάθια του, να διερωτάται τι γυρεύουν οι μοιρολογίστρες γύρω του, πού βρίσκεται, να αρχίζει να μετασαλεύει, να ζητά να φάει, να πιει και να γυρεύει το μπαστούνι για να σηκωθεί να ξεπιαστεί. Ώριμος πια, καταξιωμένος συνταξιούχος, να πηδάς τις δεκαετίες με αφαίρεση, να υποχωρεί η λογική μπροστά στην κουζουλάδα, να θες να φας όλον τον κόσμο, να περνάς όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, να γίνεσαι παιδί, βρέφος να πλέεις σε πελάγη ευτυχίας στην κοιλιά της μάνας σου και να εξαφανίζεσαι σαν ένας οργασμός.

Ο Γούντι Άλεν ένα από τα “ιερά τέρατα” της αμερικανικής κωμωδίας κατάφερε να συνδυάσει το παράλογο με το χιούμορ. Σύμφωνα μ’ αυτόν “την επόμενη ζωή μου θέλω να τη ζήσω ανάποδα. Να ξεκινάς από νεκρός. Έτσι το γλιτώνεις αυτό. Τελειώνεις σαν οργασμός”. Μετά ξυπνάς σ’ ένα γηροκομείο και αισθάνεσαι κάθε μέρα και καλύτερα. Σε πετάνε έξω από το γηροκομείο, γιατί δεν είσαι πλέον τόσο γέρος. Πηγαίνεις και εισπράττεις τη σύνταξή σου και μετά αρχίζεις να δουλεύεις, σού δίνουν δώρο ένα χρυσό ρολόι και κάνουν πάρτυ για σένα την πρώτη μέρα στη δουλειά. Δουλεύεις τα επόμενα σαράντα χρόνια, μέχρι να γίνεις νέος και να χαρείς τη ζωή. Κάνεις πάρτυ, πίνεις αλκοόλ και γενικά είσαι “αταχτούλης”. Μετά είσαι έτοιμος για το Γυμνάσιο. Μετά πας στο Δημοτικό, γίνεσαι παιδί, παίζεις. Δεν έχεις ευθύνες, γίνεσαι βρέφος, μέχρι τη στιγμή που γεννιέσαι. Μετά περνάς εννέα μήνες κολυμπώντας σ’ ένα πολυτελές σπα, με όλα τα κομφόρ, κεντρική θέρμανση και πλήρη εξυπηρέτηση, μεγαλύτερο χώρο κάθε μέρα και ΝΑΤΟ! Τελειώνεις σαν ένας οργασμός.

Κάτι ανάλογο πρέπει να φαντάστηκε η Σοφία Μαυροειδή Παπαδάκη, ποιήτρια από τη Φουρνή Λασιθίου, και έπλεξε το ποίημα με τον παππού και τον εγγονό, που  πηγαίνοντας χέρι – χέρι καθημερινά στο σχολείο και έτσι που κουβέντιαζαν λέει ο παππούς… Όταν μεγαλώσεις θα πηγαίνεις με τις παρέες σου να διασκεδάζεις, ενώ εγώ θα μένω μόνος στο σπίτι. Ξεσηκώνεται το παιδί, λέει: “Όχι, εγώ στην άμαξά μου, πάντα θα σε παίρνω”. Και διά μιάς σαν όνειρο, οπτασία … Ο παππούς βλέπει λιγάκι πως ξανάγινε παιδάκι. Τη χαρά του πού και πού, βλέπει ακόμη έναν παππού, που τονε κρατεί στα στήθια και του λέει παραμύθια.

Ουφ… Ο συνδυασμός του παράλογου με το χιούμορ.

*Ο Μανώλης Σπανάκης είναι συντ/χος καθηγητής