Μετά από ένα άρθρο που έγραψα για προβλήματα που παρουσιάζουν στην γενική πτώση μερικά ονόματα στην γλώσσα μας, ο Γιάννης, παλιός φίλος και συνάδελφος μαθηματικός, μου τηλεφώνησε και ειρωνευόμενος ή αστειευόμενος, με ρώτησε πώς πρέπει να είναι η γενική πληθυντικού των ονομάτων, ας πούμε, η αρκούδα ή η πισίνα. Των αρκουδών; Των πισινών; Του απάντησα ότι, ανάλογα με το τι θέλομε να πούμε, μπορούμε να χρησιμοποιήσομε, αντί γενικής, εμπρόθετο προσδιορισμό, π. χ. «νερό για τις πισίνες» ή «νερό από τις πισίνες».

Πάντως μερικοί τολμούν να γράψουν (δεν γίνεται αλλιώς) παράξενους τύπους, όπως «τα μωρά των αρκούδων» ή «το μέγεθος των πισίνων». Υπάρχει ασφαλώς πρόβλημα, αφού η γλώσσα μας απαιτεί, στην γενική πληθυντικού των ουσιαστικών θηλυκού γένους  σε –α, -η, που προέρχονται από την αρχαία πρώτη κλίση, ο τόνος να κατεβαίνει στην λήγουσα: η θάλασσα- των θαλασσών, η μάχη-των μαχών. Ενώ  τα προερχόμενα από την αρχαία τρίτη κλίση δεν παρουσιάζουν πρόβλημα: η πόλη (αρχαία «πόλις») των πόλεων, η δύναμη (αρχ. «δύναμις») των δυνάμεων κτλ.

Ύστερα με κατηγόρησε ότι στα άρθρα μου ασχολούμαι πολύ με τον θάνατο. Του απάντησα ότι ο θάνατος είναι κάτι συνταρακτικό. Και είναι αναπόφευκτος. Είμαστε όλοι μελλοθάνατοι.  Αφού γεννηθήκαμε, είμαστε καταδικασμένοι και να πεθάνομε. Μπορείς, ας πούμε, στην ζωή σου να μην παντρευτείς. Αλλά να μην πεθάνεις δεν μπορείς.  Έρχεται κάποια στιγμή που περιμένεις πια τον θάνατο. Μας τρομάζει η σκέψη του θανάτου. Η πίκρα του μας συγκλονίζει. Για να την απαλύνομε, φανταστήκαμε τον θάνατο, εμείς  τουλάχιστον οι Χριστιανοί, σαν μακρόχρονο αλλά προσωρινό ύπνο, μέχρι την «δευτέρα παρουσία», οπότε όλοι θα εγερθούμε εκ νεκρών προς «ζωήν αιωνίαν». «Τον κεκοιμημένον δούλον σου, Σώτερ, ανάπαυσον». Μάταιη παρηγοριά. Η θλίψη δεν απαλύνεται. Σε μερικούς μάλιστα ο θάνατος έρχεται πρόωρα. Πεθαίνουν νέοι. Και η δυστυχία γίνεται μεγαλύτερη.

Δυστυχώς τώρα που το σώμα μας γέρασε και έγινε αδύναμο, και βρισκόμαστε στα πρόθυρα του τέλους, παραμεριστήκαμε. Μας έχουν βάλει στην άκρη ως ανίκανους. Γίναμε συνταξιούχοι.  Άλλοι, νεότεροι, έχουν πάρει την εξουσία στην κοινωνία. Από την άλλη συχνά ακούμε ή βλέπουμε στις ειδήσεις παλιούς φίλους και γνωστούς μας, συνομηλίκους μας, ήδη ένας ένας να φεύγουν από την ζωή. Τους χάνομε και θλιβόμαστε. Θλίψη  για κάτι που και τους ίδιους μάς περιμένει. Κι αναπολούμε τα περασμένα. Όμοια η πορεία της ζωής από παλιά.

Κι εδώ θυμάμαι τους αρχαίους  Σπαρτιάτες, λαό πολεμικό, με αυστηρότατη οργάνωση ζωής. Στις γιορτές τους έστηναν χορό. Πρώτοι χόρευαν οι ηλικιωμένοι. Και τραγουδούσαν. «Άμμες ποκ’ ήμες άλκιμοι νεανίαι».  (Εμείς κάποτε ήμασταν ρωμαλέοι νέοι). Τα λόγια τους απηχούν την θλίψη των ανθρώπων της γεροντικής ηλικίας, οι οποίοι κατά κάποιο τρόπο αισθάνονταν σαν άχρηστοι. Σ’ αυτό οι νέοι απαντούσαν «Άμμες δε γ’ ειμέν, αι δε λης, πείραν  λάβε». (Εμείς όμως είμαστε κι αν θες, δοκίμασέ μας).  Ίδια πάντοτε τα αισθήματα. Τότεο Γιάννης, που μ’ άκουγε στο τηλέφωνο προσεκτικά, απάντησε «Δίκιο έχεις». Έκλεισα το   τηλέφωνο. Και η γυναίκα μου, που περίμενε να κάνει δικό της τηλεφώνημα, αναφώνησε «Επιτέλους!».