Πόσα παραμύθια με τρομακτικούς δράκους, με θηρία και τέρατα ήρεμα και ανήμερα έχω διαβάσει στα παιδιά!

Πόσες φορές έγινε τρομακτική η χροιά  της φωνής μου για να τα μιμηθώ στις περιπέτειες και στα κατορθώματά τους.

Μα στο τέλος, πάντα, πάντα στο τέλος το καλό θριαμβεύει, έρχεται η μεταμόρφωση  του κακού, η εξαφάνιση του, έρχεται η κάθαρση. Μπαίνει από τις γρίλιες  του παραμυθιού, ακουμπάει λέξεις, τελείες θαυμαστικά και… και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

Στα παραμύθια όλα αυτά που δεν είναι όλα  αλήθεια!

Μα εδώ, τώρα, στη δικιά μας αλήθεια σου κρατάω το χέρι, το χαϊδεύω, το ψηλαφίζω, την κάθε του γραμμή, την κάθε του κηλίδα  και ξέρω πως το θεριό ζει μέσα σου, έχει φύγει από τις ιλουστρασιόν  σελίδες  του παραμυθιού, έχει ζωντανέψει κι ας μην το βλέπω, το νιώθω, το μυρίζω, το ακουμπώ.

Επτά χρόνια κατοικεί στο σώμα σου…

Επτά χρόνια κοιμόταν.

Τώρα το βλέπω, έχει ξυπνήσει, τεντώνεται και βρυχάται.

Καρκίνο το λένε το θεριό.

Ξορκισμένο το έλεγες εσύ

Κακό  κάποιοι άλλοι.

Νόμιζα το νίκησες, το έδιωξες μετά το χειρουργείο, το κοίταξες  στα μάτια και το εξόρισες, το έβαλες στη σαΐτα του αργαλειού σου και το έκανες  υφάδι.

Το δίπλωσες, το τύλιξες με ναφθαλίνη και το διπλοκλείδωσες στην κασέλα με την βελούδινη  επένδυση.

Ποιος το ελευθέρωσε από εκεί  δεν ξέρω.

Ποιος το σκέπασε πάνω σου ξανά και δεν ξέρει ότι είναι άνοιξη;

Δεν βλέπει έξω στον κήπο μας την βερυκοκιά που άνθισε;

Τα υφάδια του χειμώνα  δεν ταιριάζουν στην άνοιξη.

Σε βλέπω  να το τυλίγεις πάνω σου κι αυτό να κολλάει στο δέρμα σου, να πίνει το αίμα σου, να σε κάνει να πονάς.

Σου φωνάζω να το διώξεις να το πετάξεις ξανά, να το τριπλοκλειδώσεις στην κασέλα με τα προικιά σου, μα δεν με ακούς.

Μου λες ότι… φεύγεις, θα το αφήσεις να σε νικήσει, δεν αντέχεις να το πολεμάς άλλο.

Κουράστηκες.

Έχεις βδομάδες να φας, σου δίνω νερό με τη σύριγγα και ψιθυρίζεις «κι άλλο».

Σε καίει το θεριό μαμά μου, έχει ανοίξει το στόμα του και βγάζει φωτιές, σού καίει τα σωθικά, σού πυρπολεί την σκέψη και εσύ δίψας, μόνο δίψας.

Πώς να σου σβήσω τις φωτιές με τις σταγόνες;

Πώς να δροσίσει μια σύριγγα  ένα θεριό;

Κοιτάζω το πρόσωπο σου, κάθε μέρα μια καινούρια ρυτίδα βλέπω εκεί ανάμεσα στα μάτια σου. Διπλώματα πόνου τις λέω.

Το δέρμα σου έχει γίνει τόσο λεπτό σαν μεμβράνη… Φοβάμαι ότι θα το σκίσω όπως το χαϊδεύω.

Πόσο αδυνάτισες μαμά μου.

Πού πήγαν οι όμορφές σου γάμπες που θαύμαζε ο μπαμπάς;

Τα χέρια  σου δεν μπορείς να τα σηκώσεις  πια ούτε για να κάνεις τον σταυρό σου. Πέφτουν στο κρεβάτι άψυχα χωρίς πνοή κι ας τα φιλάω κάθε στιγμή.

Δε θέλω να σε χάσω μαμά μου.

Δε θέλω να σταματήσω να είμαι το παιδί κάποιου.

Δε θέλω να επιστρέφω από το σχολείο  και να υπενθυμίζω  στον εαυτό μου να μην σε πάρω ούτε  σήμερα τηλέφωνο.

Δε θέλω να πονάει αυτό το Πάσχα που έρχεται…

Σήμερα ήρθες στον ύπνο μου, μεταμορφώθηκες σε όνειρο. Ήσουν ελεύθερη, ήρεμη και γλυκιά και δεν πονούσες, είχες νικήσει το θεριό.

Δεν είχες ρυτίδες στο πρόσωπο ούτε διπλώματα πόνου…

Ξέρω πού πήγες μαμά μου.

Εκεί στον Ουρανό υπάρχει ένας κήπος  που πηγαίνουν μόνο οι μανούλες. Ένας ουράνιος  μαμαδίστικος κήπος.

Εκεί οι μαμάδες φυτεύουν τριανταφυλλιές και βιόλες στα παρτέρια  του ουρανού, εκεί φοράνε το μπλε κρεπ σατέν φόρεμα τους, χρυσά σκουλαρίκια  στα αυτιά, έχουν καστανά  κυματιστά μαλλιά, ζυμώνουν γλυκό ψωμί και πλέκουν δαντελένια όνειρα για τα παιδιά που άφησαν στη γη…

Και πρέπει να είναι όμορφα πολύ εκεί μαμά μου… για να αντέχεις τόσες μέρες μακριά μου.