Σε σχέδιο νόμου του Υπουργείου Παιδείας για τη Σχολική Βία τίθεται ο φιλόδοξος στόχος της πρόληψης-αντιμετώπισης της ενδοσχολικής βίας και του εκφοβισμού «στη βάση της ενίσχυσης των σχέσεων εμπιστοσύνης μεταξύ των μελών της εκπαιδευτικής κοινότητας». Μεγάλη κουβέντα, πράγματι, αυτή η ενίσχυση της εμπιστοσύνης.
Η ενδοσχολική βία και ο εκφοβισμός, η κατά πάσαν πιθανότητα αυριανή μεταφορά τους στην κοινωνία με το πέρας του σχολικού βίου σε νέες μορφές, δεν είναι μεν φαινόμενα καινούργια αλλά έχουν όμως πολλές νέες πλευρές και αιτίες. Πάντα υπήρχαν, υπάρχουν και δυστυχώς θα συνεχίσουν να υπάρχουν. Είναι φλέγον και πολυσύνθετο πρόβλημα, χωρίς εύκολες λύσεις.
Πώς άραγε θα επιτευχθεί αυτή η εμπιστοσύνη; Κατά το νομοσχέδιο, με δράσεις και προγράμματα που περιλαμβάνουν επιμορφώσεις, εκπαιδευτικό υλικό, εκπόνηση επιστημονικών ερευνών, συνεργασίες με κάθε είδους φορείς και δομές. Ενδεικτικά, όπως λέγεται, οι δράσεις και τα προγράμματα περιλαμβάνουν αποτύπωση της υπάρχουσας κατάστασης, ανάπτυξη σχετικού υλικού για την ενημέρωση και επιμόρφωση της εκπαιδευτικής κοινότητας, δημιουργία και λειτουργία ειδικής ψηφιακής πλατφόρμας για καταγγελίες, αποτίμηση της εφαρμογής των δράσεων και προγραμμάτων, προώθηση καλών πρακτικών. Όντως, το μείζον είναι η πρόληψη. Όλοι μιλούν για ενθάρρυνση της επικοινωνίας στο σχολικό περιβάλλον, για ενημέρωση γύρω από το θέμα, για τρόπους αντιμετώπισης, για σχολείο ασφάλειας και αλληλεγγύης, για συμβουλές, για ψυχολόγους.
Είναι πολύ ωραίες διαδικασίες και τυποποιήσεις, με καλό σκοπό. Θα έχουν αποτέλεσμα; Φοβάμαι μάλλον ότι όλες αυτές οι καλές προθέσεις είναι δυστυχώς ευγενή ημίμετρα που καταλήγουν σε ένα είδος διαχείρισης της κατάστασης, χωρίς να αντιμετωπίζουν το πρόβλημα στην πηγή του. Πολύ δύσκολα επιδιορθώνονται οι υγρασίες στο σπίτι. Όσα στοκαρίσματα, βαψίματα και αν γίνουν, το υγρό περιβάλλον θα είναι πάντα εκεί, έτοιμο να διαπεράσει εις βάθος χρόνου ακόμα και την πιο ισχυρή μόνωση. Χρειάζεται ριζικότερη αντιμετώπιση. Το ίδιο συμβαίνει, κατά τη γνώμη μου, και με την αντικοινωνική συμπεριφορά στο σχολικό χώρο.
Θα επαναλάβω γνωστά ίσως πράγματα, όσο πιο σύντομα μπορώ. Σε τι περιβάλλοντα ζει και εκτίθεται σήμερα ο μαθητής; Εκτός σχολείου, ζει σε ένα γενικότερο κοινωνικό περιβάλλον άκρατου ανταγωνισμού, με μέγιστες επαγγελματικές και οικονομικές ανασφάλειες, όπου οι παντοίες σύγχρονες μηχανές μεγιστοποιούν την παγκόσμια πληροφορία, κάνοντάς την να φαίνεται κοντινή και πραγματοποιήσιμη συνταγή επιβεβλημένου τρόπου ζωής – η αγχωτική «αποτυχία» και η «απόρριψη» καραδοκούν πάντα στη θλιβερή τους γωνία, ενώ η τηλεοπτική, και βάλε, βία κάνει υπερωρίες.
Το όλον αυτού του κλίματος αντανακλά προφανώς και στην οικογένεια. Οι γονείς με τα παιδιά τους, ας μου επιτραπεί να πω, πιέζονται ως σάντουιτς στην πρέσα του απαιτητικού χρόνου, των αναπόφευκτων εξόδων για μια «καλή» σύγχρονη ζωή και στο άγχος της επαγγελματικής αποκατάστασης. Μα και η ενδοοικογενειακή βία είναι σοβαρή παράμετρος, που προφανώς και δεν αφήνει το παιδί ανεπηρέαστο.
Το σχολείο τι κάνει για όλα αυτά; Στη θεωρία τάζει πολλά πράγματα, θέτει υψιπετείς στόχους – όλα περιτυλιγμένα σε διεξοδικό σφαιρικό πλαίσιο. Στην πράξη όμως μεταφέρει εντός των τειχών τα δαιδαλώδη κοινωνικά αδιέξοδα, για να μην πω ότι τα αναπαράγει κιόλας. Ο σύγχρονος μαθητής θέλει να ακουστεί, αλλά πάντα παραπονείται ότι δεν ακούγεται. Το μοντέλο της «επιτυχίας» στις Πανελλαδικές εξετάσεις κατάντησε να περιφέρεται ως δαμόκλειος σπάθη πάνω από κεφάλια μαθητών και γονιών – πάνω και από τα βαλάντιά τους. Από την άλλη, δεν γνωρίζω να αναφέρεται πουθενά στα προγράμματα σπουδών ότι σκοπός της Παιδείας είναι η είσοδος στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση.
Πάνω απ’ όλα όμως το αγχώδες εξετασιοκεντρικό μας σύστημα προσφέρει, ευκαιρίας δοθείσης, το γλιστερό υπόβαθρο για να οπλιστούν χέρια, να φορτωθούν λόγια, να κακοποιηθούν ακοές. Αυτά, όσον αφορά το γενικότερο σχολικό κλίμα, στο Λύκειο τουλάχιστον. Τολμώ να πω ότι σήμερα υποχρεωνόμαστε, σε μεγάλο βαθμό, να εκφωνούμε στους μαθητές μας απαντήσεις, χωρίς να τους διδάσκουμε, πώς να θέτουν ερωτήσεις. Ενώ όμως η απαίτηση για κριτική σκέψη -δεν νομίζω να καλλιεργείται και πολύ στα σχολεία μας- είναι θέμα ανησυχίας, ερώτησης και απορίας, εν τούτοις δεν αρκεί.
Η λογική είναι μόνο η μία παράμετρος. Δεν λειτουργεί ο μαθητής με τη λογική πάντα, όπως άλλωστε και κανένας άνθρωπος. Κάθε άλλο. Θεωρώ ότι από την τρυφερή παιδική και εφηβική ηλικία θα πρέπει να καλλιεργείται συστηματικά και επίμονα το ήθος του συναισθήματος και το συναίσθημα του ήθους. Μία Παιδεία σεβασμού, κατανόησης και συγγνώμης θα έπρεπε να έχει πρωταρχικό ρόλο στο σχολείο. Είναι ανάγκη να διαπαιδαγωγείται κανείς από μικρός. Τέτοιου είδους διαπαιδαγώγηση θα πρέπει προφανώς να προσφέρεται από ένα άλλο πρόγραμμα Παιδείας, γενικής και καθολικής, χωρίς εκ των προτέρων προσανατολισμούς και ήδη προσανατολισμένους.
Θα προτιμήσω καλύτερα να πω, από ένα πρόγραμμα Παιδείας που θα έχει ως κέντρο του τον άνθρωπο, με έμφαση από τη μια στον μεγάκοσμο του αγώνα για την αποφυγή της βαρβαρότητας και την κατίσχυση του πολιτισμού και από την άλλη στην καθημερινή τριβή μέσα σε εκείνες τις ευγενικές σχέσεις συναλληλίας που κάνουν τη ζωή αξιοβίωτη. Για όλους χωρίς εξαιρέσεις. Το αγαθό συναίσθημα, εάν καλλιεργηθεί εξ απαλών ονύχων ώστε να αποτελέσει κατά κάποιο τρόπο την δεύτερη φύση του μαθητή, θα μάθει τους νέους ανθρώπους να σέβονται από συνειδητή επιλογή, όχι από φόβο σε τιμωρητικούς κανόνες.
Πώς θα γίνει κάτι τέτοιο; Αν γίνει καθημερινότητα μέσα στην τάξη, από το αναλυτικό πρόγραμμα και σε όλα τα διδακτικά αντικείμενα, η ενασχόληση με τον άνθρωπο. Υπάρχουν τα κατάλληλα κείμενα και διδάγματα από τους πολιτισμούς και τις χρονικές περιόδους της ανθρωπότητας, από τα λόγια του Ευαγγελίου για την αγάπη και τον πλησίον, από τις θρησκείες του κόσμου, πέρα από τη στυγνή τυπικότητα των επιστημών. Γιατί, η άδολη αγάπη για τον άλλον, που μπορεί να σπάσει ακόμα και την πιο «σκληρή» κρούστα των εφηβικών εγωισμών, δεν διδάσκεται σήμερα στο σχολείο.
Το βαθύτερο πρόβλημα λοιπόν είναι αλλού. Κατά δε την ταπεινή μου άποψη δεν θεραπεύεται με δράσεις και ενημερώσεις. Να δώσω ένα υποθετικό παράδειγμα. Είναι ως να παρακινείται ένα παιδί (από ποιους, από τι, γιατί;) να ανεβαίνει στην αφύλακτη ταράτσα για να πέφτει στο κενό, χωρίς καμία σκέψη για το τι κακό μπορεί να προξενήσει, τόσο στον εαυτό του όσο και στους συμμαθητές του. Και πώς το αντιμετωπίζουμε εμείς οι ειδήμονες; Θεωρούμε ότι τα μαξιλάρια που θα βάλουμε από κάτω θα κάνουν τη πτώση πιο ανώδυνη και θα αντιμετωπίσουν το απονενοημένο εγχείρημα της ανόδου στην ταράτσα!
Λέω, ως εκ τούτου, ότι προϋπόθεση, κατά την αντίληψη και πείρα μου, είναι η έμπρακτη αλλαγή στοχοθεσίας στην καθημερινότητα του αναλυτικού προγράμματος, για να σταματήσει η με τη βούλα της πολιτείας εξεταστική χρησιμοθηρία. Δεν είναι ώρα να πούμε το τι και το πώς, αλλά όταν υπάρχει βούληση υπάρχει πληθώρα διεξόδων και προτάσεων, ώστε να δημιουργηθεί ο κατάλληλος εκπαιδευτικός χωροχρόνος που θα φέρει τον συν-άνθρωπο και την κοινωνική του προοπτική στον πυρήνα της σχολικής ζωής.
Να προβάλει ο χρόνος, ώστε να γίνει γνωριμία του μαθητή με τους χώρους και της πιο «ταπεινής» πλην τίμιας εργασίας, εκεί που οι άνθρωποι του μόχθου και της προσπάθειας συνεργάζονται καθημερινά, με τους χώρους του πόνου, της χαράς και της συν-δημιουργίας. Δεν είναι μόνο τα Πανεπιστήμια και οι εκδρομές… Αυτό σημαίνει άνοιγμα του σχολείου στην κοινωνία, όχι με τη μοναδική φιλοδοξία να την αναπαράγει, αλλά με το ενθουσιώδες όραμα να την αλλάξει.
Με μία τέτοια φιλοδοξία για την Παιδεία, με μία αλλαγή εκπαιδευτικής πλεύσης, νομίζω ότι θα μπορούσε να γίνει κάτι συνολικά επιτυχές για τη σχολική βία και τον εκφοβισμό. Γνωρίζω βεβαίως ότι το καλό, ευχάριστο και εξωστρεφές κλίμα στο σχολείο είναι ευθύνη μεγάλη και καθημερινή προσπάθεια των εκπαιδευτικών. Από μόνο του δεν αρκεί. Ανεπαρκείς θεωρώ και τις αναγκαίες μεν αλλά αναποτελεσματικές, φοβάμαι, θεσμικές προσπάθειες των υπευθύνων. Για μένα, πρέπει να αλλάξει εκ βάθρων ο μπούσουλας του καθημερινού μαθήματος -σε όλα τα διδακτικά αντικείμενα- ώστε να τεθεί στην υπηρεσία του ανθρωπισμού, του ήθους και των αξιών.
Για να καταπολεμηθεί στη ρίζα του το λεγόμενο «μπούλιγκ». Όχι στα λόγια. Δεν είναι εύκολο. Υποστηρίζω, δηλαδή, ότι τότε θα έχουμε πολλές πιθανότητες θετικών αποτελεσμάτων, αφού με τη συνεχή καθημερινή τριβή μέσα στα πανανθρώπινα και διαχρονικά δοκιμασμένα θα καλλιεργηθεί στον μαθητή ήθος συμπόρευσης και πνεύμα αλληλοσεβασμού – ψυχικός εξοπλισμός που εκ των πραγμάτων αποστρέφεται αυτόματα τη βία και τον εκφοβισμό. Για την ηρεμία της σχολικής κοινότητας, κάτι τέτοιο δεν θα ήταν απλά μία ακόμα δραστηριότητα «καλών πρακτικών» αλλά έργο ελπιδοφόρας ευποιίας.
* Ο Κώστας Ν. Κωνσταντίνου είναι διευθυντής του 2ου Γενικού Λυκείου Ηρακλείου