Είναι φυσικό στον άνθρωπο, σε κάθε άνθρωπο, να έχει σύμφυτη την επιθυμία “του λαλείν”, να έχει γνώμη σε πράγματα που τον αφορούν προσωπικά, θέματα που άπτονται της ειδικότητάς του. Βεβαίως, λόγω της ελευθερίας της έκφρασης είναι αναφαίρετο δικαίωμα καθενός να κρίνει, να εγκρίνει ή να επικρίνει, με “λογισμό”, όμως, που λέει κι ο ποιητής.

Απαραίτητο, επίσης, είναι, όταν μιλά ή αναφέρεται σε θέματα  επιστημονικά, ειδικά ιστορικά, να τεκμηριώνει τις απόψεις του και όχι να εκφράζει τις επιθυμίες ή τους υποκειμενικούς, καθώς και τους στενά οικογενειακούς στόχους του.

Αναφέρομαι, εν προκειμένω, στην επιστολή της κυρίας Μπαντουβά-Μελά (εφημ. ΠΑΤΡΙΣ, 20-10-18), με τίτλο “Η απάντηση της κ. Μελά στο σχόλιο της κ. Μανουκάκη”. Προσωπικά, δεν με απασχολεί το σύνολο του δημοσιεύματός της ούτε η εγκυρότητα ή όχι των υπολοίπων γραφομένων της.

Κι αυτό, γιατί κάθε επίγονος έχει το δικαίωμα να ερμηνεύει όπως θέλει, ανάλογα με τα πιστεύω του, μια εποχή και τα πρόσωπά της, όπως νομίζει ότι τα έζησε ως παιδί. Να λέει,  βεβαίως, αυτά που έζησε και είδε ο ίδιος, αλλά να αφήνει τα υπόλοιπα στους ιστορικούς.

Επιθυμώ, όμως, απλώς, με σεβασμό να πω στην κ. Μελά να είναι πολύ πιο προσεκτική στα γραφόμενά της, για να μην εκτίθεται η ίδια και εκθέτει πρόσωπα και καταστάσεις.

Συγκεκριμένα, ενώ σε ένα σημείο του κειμένου της γράφει ότι: “Η ομάδα [εννοεί του καπετάν Μπαντουβά] είχε πάρει την ονομασία ΕΑΜ την Άνοιξη του 1942”, εν συνεχεία, αναφερόμενη στον καπετάν Μανώλη Μπαντουβά διερωτάται: “Πώς μπορούσε να είναι αρχηγός του ΕΑΜ αφού δεν είχε ιδεολογική συγγένεια, ούτε την ίδια νοοτροπία με το ΕΑΜ…”.

Δηλαδή, εκφράζει την παραδοξολογία η κ. Μελά, η ομάδα να είναι ΕΑΜ, ο Αρχηγός της, όμως, να μην είναι.

Αντιλαμβάνομαι ότι η κ. Μελά ήθελε να πει ότι ο καπετάν Μπαντουβάς δεν ήταν Κ.Κ.Ε., όμως, είναι εύλογο και κατανοητό ότι ηθελημένα, λόγω αντιπάθειας προς το Κ.Κ.Ε., παραπληροφορεί. Ως γνωστόν, όλο το ΕΑΜ και οι αγωνιστές του και μάλιστα όλοι οι Αρχηγοί του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ δεν ήταν κομμουνιστές. Ο Αρχηγός π.χ. των ομάδων Μακεδονίας του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, ο Ευριπίδης Μπακιρτζής, ήταν βενιζελικός, δεν συμμετείχε στον Εμφύλιο και αυτοκτόνησε τον  Μάη του 1947.

Το ίδιο, βενιζελικός ήταν και ο καπετάν Μπαντουβάς. Ήταν, αναμφισβήτητα και καθ’ ομολογίαν του, ο Αρχηγός του ένοπλου τμήματος, του ενιαίου αντάρτικου, από τις 2 Ιουνίου 1941 και Αρχηγός του ΕΑΜ, από τον Μάρτιο του 1942, ως τον Μάιο του 1943. Τότε, πανελλήνια, το Κ.Κ.Ε. έθεσε θέμα καθεστωτικό, με αποτέλεσμα ο Μπαντουβάς να διαχωρίσει εγκαίρως, εκείνος, τη θέση του.

Προς τιμήν του, κράτησε, όμως, την ενότητα του αντάρτικου μέχρι και την μάχη της Σύμης Βιάννου (12 Σεπτεμβρίου 1943), χωρίς ποτέ να προσχωρήσει στη διασπαστική κίνηση της ΕΟΚ, που ιδρύθηκε το 1942, από τον Λη Φέρμορ. Προτίμησε τον τίτλο των “Ελεύθερων Σκοπευτών”, ενώ ο στενός συνεργάτης του, για τρία χρόνια στο αντάρτικο, ίδρυσε τον ΕΛΑΣ.

Ως προς τις απόψεις της κ. Μελά περί της εγκυρότητας ή όχι των Απομνημονευμάτων Μπαντουβά, εκθέτει τον εαυτό της, δυστυχώς, γράφοντας ότι:  “Σχετικά με όσα αναφέρονται στο βιβλίο του Καπ. Μανώλη Μπαντουβά, ότι ήταν αρχηγός του ΕΑΜ έχει δοθεί μεγάλη έκταση από τον γράψαντα το βιβλίο για τους δικούς του λόγους”, δηλαδή εκ μέρους μου.

Η ως άνω άποψή της είναι κατ’ αρχήν προσβλητική για την ιδιότητά μου. Ερμηνεύεται, όμως, από τα αρνητικά αισθήματα του στενού περιβάλλοντός της για τα γραφόμενα στα Απομνημονεύματα Μπαντουβά. Εξάλλου, ήταν πρώτοι, οικογενειακά, που έδωσαν λαβή στους αμφισβητούντες την πρωταγωνιστική και ηγετική φυσιογνωμία του, κατά τις πολλές διώξεις και δίκες Μπαντουβά – Σανουδάκη – Χαλκιαδάκη, την περίοδο 1979-1985.

Αρνητικά αισθήματα και κείμενα, που έγιναν από συγγενείς για ίδιον όφελος, δηλαδή αμφισβήτηση της ηγετικής του μορφής.

Στην επιστολή της η κ. Μελά, για το ίδιο θέμα, συνεχίζει: “Έχω εκφράσει ήδη την αμφισβήτησή μου, αν έχει διηγηθεί το γεγονός αυτό με τον τρόπο που παρουσιάζεται και πιστεύω ότι είναι και αυτό αλλοιωμένο”.

Σε άλλο σημείο, επίσης, αναφέρει ότι: “Όσο για το βιβλίο του Καπ. Μαν. Μπαντουβά δεν έχω κρύψει ποτέ ότι αμφισβητώ, αν όντως, είπε έτσι κάποια απ’ όσα γράφονται εκεί, τα οποία διηγήθηκε αλλά κατά την μεταφορά τους στο βιβλίο αλλοιώθηκαν και υπάρχουν ενδείξεις γι’ αυτό…’’. Μ’ άλλα λόγια, “ελαφρά τη καρδία”, αποφαίνεται ότι έχω αλλοιώσει την ιστορική αφήγηση του καπετάν Μπαντουβά.

Μπορεί η κ. Μελά να συνεχίζει να εκφράζει διχαστικούς λόγους εκ παραδόσεως ή όχι, που βλάπτουν, όμως, εξακολουθητικά, οι όμοιοί τους λόγοι, απ’ όπου κι αν προέρχονται. Μπορεί, πιθανόν, να επιθυμεί να προβάλει άλλα πρόσωπα, αντί του καπετάν Μανώλη Μπαντουβά. Δικαίωμά της είναι. Θεωρώ, όμως, ότι δεν είναι τιμητικό για την ίδια να αμφισβητεί αστήρικτα και συκοφαντικά την εγκυρότητα των γραφομένων μου.

Γιατί πάει πολύς καιρός που τους έχω προσφέρει και είναι στα χέρια τους, ηλεκτρονικά σε CD-ROM, σε ψηφιακή μορφή, όλο το υλικό της επίπονης και μακράς καταγραφής των Απομνημονευμάτων Μπαντουβά, με το οποίο όφειλαν να έχουν κάνει αντιπαραβολή, για να βεβαιωθούν περί του λόγου το αληθές.

Θέλω να πιστεύω ότι τα ως άνω απαράδεκτα και προσβλητικά γράφηκαν “εν τη ρύμη του λόγου”.

Βέβαια, πάλι καλά που η κ. Μελά αμφισβητεί …εμένα και όχι τον ίδιο τον καπετάν Μπαντουβά, όπως έπραξαν δικαστικά και μετά θάνατον στενότεροί του συγγενείς, για αίτια ταπεινά, οικονομικά, ευτελή!! Οποία κατάπτωσις!

Για λόγους πολλούς, ειδικά των σχέσεών μας, σε πρόσωπα και πράγματα, που καλά γνωρίζει η κ. Μελά, η αναφορά της στη δουλειά μου, ας είναι πιο προσεκτική.

Γιατί, είναι σοφός ο λόγος των προγόνων μας, εκ των υστέρων κανείς να μην διερωτάται “ποίον έπος φύγεν έρκος οδόντων”.

Μια και είναι, επίσης, σοφόν, το ότι, κάποιες φορές, “το σιγάν κρείττον εστίν του λαλείν”.

 

* Ο Αντώνης Σανουδάκης είναι καθηγητής Ιστορίας της ΠΑΕΑΚ