Σαν σήμερα 19 Απριλίου, πριν ακριβώς 200 χρόνια, το πολιορκημένο Μεσολόγγι ήταν βουβό απ’ άκρη σ’ άκρη. Μέσα στο διώροφο μεγάλο σπίτι του προύχοντα Καψάλη, που δυο χρόνια αργότερα, στην τραγική νύχτα της Εξόδου θα ανατιναζόταν όλο στον αέρα μαζί με τον ιδιοκτήτη του, με τα γυναικόπαιδα, αλλά και με πολλούς Τούρκους που θα έχουν μπει μέσα αφού επίτηδες θα βάλει ο γέροντας κοπέλες στα παράθυρα, τώρα ακόμα στον επάνω όροφο περιστοιχισμένος από ξένους γιατρούς και ντόπιους αγωνιστές διαφόρων ειδών, ο Μπάυρον, ο Λόρδος Βύρων των Ελλήνων, παλεύει με τον θάνατο. Μες στο παραμιλητό του ψελλίζει λέξεις στα αγγλικά, στα ιταλικά, στα ελληνικά.Ανάμεσά τους θα πει «μάι ντότερ» (κόρη μου). Ήταν ο μεγάλος του καημός, αφού τού την είχε πάρει μαζί της η γυναίκα του, όταν είχαν χωρίσει για πάντα τότε στην Αγγλία.
Γεννημένη τον Δεκέμβριο του 1815, ήταν μόνο ενός χρονού μωρό το 1816. Τώρα, που ήταν Απρίλιος του 1824, πολύ μακρυά από το Μεσολόγγι εκεί πέρα στο Λονδίνο, ήταν ακόμα ένα μικρό κοριτσάκι που είχε κλείσει τα οκτώ του χρόνια και όδευε στα εννιά. Αυτό δεν εμπόδισε τον Σπυρίδωνα Τρικούπη, που έτυχε να βρίσκεται στην ιδιαίτερη γι’ αυτόν πατρίδα του εκείνες τις μέρες ερχόμενος από τη Ζάκυνθο, να απευθυνθεί ρητορικά σ’ αυτό το κοριτσάκι, στην κόρη του Λόρδου Βύρωνα, όταν τόνιζε λόγια στον επικήδειο λόγο του πάνω από τον νεκρό μεγάλο φιλέλληνα, που είχε σβήσει στα 36 του χρόνια στην αγωνιζόμενη Ελλάδα: «Μάθε, ευγενεστάτη κόρη, μάθε ότι στρατηγοί τον εβάσταξαν εις τους ώμους τους, χιλιάδες Έλληνες στρατιώται εσκέπαζαν τα δεξιά και αριστερά μέρη του δρόμου, όθεν τον εδιάβαιναν, και τα στόματα των τουφεκιών, οπού εκατάφαγαν τόσους και τόσους τυράννους, ήσαν όλα γυρμένα κατά την γην, ωσάν να ήθελαν να πολεμήσουν την γην οπού τους άρπαξε τον ειλικρινή φίλο τους».
Έχοντας υπ’ όψη του αυτά τα λόγια, ο Διονύσιος Σολωμός με δάκρυα στα μάτια για το αναπάντεχα χαμένο ίνδαλμά του, θα τα μεταφέρει σε ποίηση: «Λευτεριά, για λίγο πάψε | να χτυπάς με το σπαθί! | Τώρα σίμωσε και κλάψε | εις του Μπάυρον το κορμί. | Φλάμπουρα, όπλα τιμημένα | ας γυρθούν κατά τη γη, | καθώς ήτανε γυρμένα | εις του Μάρκου ( του Μπότσαρη εννοεί ) τη θανή. | Και κατόπι ας ακλουθούνε | όσοι επράξανε λαμπρά, | από πάνω του ας χτυπούνε | μόνο στήθια ηρωικά. | Άκου, Μπάυρον, πόσον θρήνον | κάνει ενώ σε χαιρετά | η πατρίδα των Ελλήνων. | Κλαίγε, κλαίγε, Ελευθεριά». Οι τελευταίοι αυτοί στίχοι έμειναν να απαθανατίζουν για πάντα την απογοήτευση, όπως την έλεγαν και τα επικήδεια λόγια του Τρικούπη: «Σήμερον, αλλοίμονον! Σήμερον ο πικρός τάφος καταπίνει και αυτόν και τες ελπίδες μας!». Ανοίγω να συμβουλευτώ τον τόμο για τον Βύρωνα στη γνωστή σειρά «Οι Μεγάλοι Όλων των Εποχών». Ανακαλύπτω ότι είναι «πολύ ελληνικά παρουσιασμένος» και αποκλείω την πιθανότητα οι ξένοι να γράφανε τόσο πολλά για την Ελλάδα και για τον Λόρδο Βύρωνα. Και πράγματι, έτσι είναι.
Γι’ αυτούς είναι ο Μπάυρον – που μόνο το τελευταίο κεφάλαιο της ζωής του γράφτηκε στην επαναστατημένη Ελλάδα. Όμως ο επίλογος, στην ελληνική έκδοση, σίγουρα ανήκει στον τόμο που γράφτηκε από τους ξένους. Και πριν μιλήσουμε περισσότερο για την κόρη του Λόρδου Βύρωνα, ας διαβάσουμε (μιας και είναι τα διακόσια χρόνια από τον θάνατό του) αυτόν τον επίλογο, που είναι ο ξένος – ο δικός τους: «Ο Ναπολέων και ο Μπάυρον είναι οι δυό μεγάλοι του 19ου Αιώνα. ( Παρεμβάλλω – αφού παρουσιάζονται οι δυό τους έτσι – τα λόγια ενός σύγχρονού τους: «Ο Κορσικανός κυρίευε χώρες, ο Βρετανός κυρίευε καρδιές»).
Αλλά για τον Χάινε, ο ποιητής στέκει πάνω από τον αυτοκράτορα: «Ο Κορσικανός ενσάρκωσε την επανάσταση αλλά τη στραγγάλισε, ενώ ο Μπάυρον τη λαμπάδιασε, έτσι που οι φλόγες της έλιωσαν τις αλυσίδες των σκλαβωμένων εθνών». Η βυρωνική ποίηση δεν θα επιβιώσει. Υπήρξε καρπός μιας ανήσυχης εποχής. Γεννήθηκε από την απογοήτευση που έφερε στην Ευρώπη ο βοναπαρτισμός. Στις αρχές του 20ού αιώνα ελάχιστοι διαβάζανε το τρίτο άσμα του «Τσάιλντ Χάρολντ», τα λυρικά του τραγούδια, και τα τελευταία άσματα του «Δον Ζουάν». Ωστόσο υπήρχαν τολμηρά πνεύματα, που τοποθετούσαν τον Μπάυρον πάνω από τον Κητς, τον Σέλλεϋ και τον Σουήμπερν. Ο Καρλάιλ θα αμφισβητήσει το πνευματικό του ανάστημα: «Ήταν ένα ηφαίστειο και τώρα απόμειναν οι στάχτες στον κρατήρα του». Εκείνο όμως που θα μείνει αθάνατο είναι η μεγαλοσύνη της προσωπικότητας του Μπάυρον. Αυτή η δύναμη και η φλόγα για ζωή έγινε σημαία εκατομμυρίων ανθρώπων στον αγώνα για την ελευθερία. Ήταν ένα φαινόμενο τόλμης και συνέπειας.
Υπήρξε ο μοναδικός στον Αιώνα του που θα πραγματώσει ό,τι έγραψε. Έζησε την ποίησή του, σμίγοντας τον λυρισμό και το δράμα με τα υψηλά ανθρώπινα ιδεώδη». Κι έχει στο τέλος του ο επίλογος αυτός λόγια, που φανερά γράφηκαν από δικούς μας: «Με τον θάνατό του στο Μεσολόγγι έγινε άνθρωπος του Μύθου, πέρασε στο Πάνθεον των τυραννοκτόνων. Και δίκαια η Ελλάδα τον θεωρεί τέκνο της». Αυτά δεν θα τα έλεγαν ποτέ οι ξένοι. Κοιτάζω την ταυτότητα του τόμου για τον Λόρδο Βύρωνα. «Κείμενο: Κυριάκος Σιμόπουλος». Α, μάλιστα, ο γνωστός ερευνητής των Φιλελλήνων! Μη ξέροντας πολλά στη δικιά του εποχή, το δείχνει αφιερώνοντας στην κόρη του Μπάυρον μόνο μια μικρή γωνία, αριστερά επάνω στη σελίδα 40, με μια εικόνα της όταν ήτανε μικρή κι ένα εξίσου μικρό κείμενο: «Άντα, κόρη του Βύρωνος και της Αναμπέλλας. Έγινε μια όμορφη και λίγο εκκεντρική, με μυαλό διόλου ποιητικό. Παντρεύτηκε σε ηλικία είκοσι χρόνων τον Λόρδο Κινγκ. Θα πεθάνει σε ηλικία 36 χρόνων, όπως ο πατέρας της». Αυτά τα ολίγα γι’ αυτήν, στη γνωστή σειρά «Οι Μεγάλοι Όλων των Εποχών».
Και τώρα πάμε να μάθουμε για την καταξίωσή της, που θα είναι διαφορετική από εκείνη του διάσημου πατέρα της, αλλά το ίδιο σημαντική, αφού – επιγραμματικά να το πούμε – συνέβη το εξής: Ένας μεγάλος ποιητής έβγαλε μια μεγάλη μαθηματικό! Τόσο σπουδαία, που στις μέρες μας θεωρείται μια από τις είκοσι κορυφαίες σε επιτεύγματα γυναικείες παρουσίες στον Κόσμο! Ας δούμε, λοιπόν, πώς πραγματικά έγινε αυτό. Το 1980 το Υπουργείο Άμυνας των Ηνωμένων Πολιτειών παρουσίασε ξαφνικά μια γλώσσα προγραμματισμού, που την ονόμαζε Ada προς τιμή της. Έκτοτε, η Βρετανική Εταιρεία Πληροφορικής απονέμει κάθε χρόνο μετάλλιο με το όνομά της. Ακόμα και η Google στις 10 Δεκεμβρίου του 2012 της αφιέρωσε το doodle της με την ευκαιρία της επετείου των 197 γενεθλίων της. Αυτά τα τρία μεγαθήρια ανέφεραν την Άντα σαν εκείνη που επινόησε το μέλλον.
Το μέλλον που μέσα σ’ αυτό ζούμε εμείς σήμερα, με τα κινητά μας, με τα λάπτοπ μας, και με όλα τα είδη πληροφορικής του αιώνα μας. Βέβαια πρέπει εδώ, στη μέθη της ευκολίας μας, να κάνουμε και μία αντιπαράθεση, αναφέροντας κάτι που είχε προηγηθεί στον καιρό της Άντας και φυσικά στην εποχή μας: Ο Μπάυρον ήταν ο μόνος που μειοψήφησε στην Βουλή των Λόρδων που είχαν αποφασίσει ποινή θάνατος σε όποιον σπάει τις μηχανές που είχαν αντικαταστήσει τους ανθρώπους στην Πρώτη Βιομηχανική Επανάσταση. Το σχόλιό του ήταν: «Δεν μπορώ να πω όχι στην πρόοδο – αλλά δεν μπορώ να βάλω μια μηχανή πάνω από τον άνθρωπο». Για να εξηγήσουμε τι εννοούμε, πρέπει να πάμε πίσω στην αρχή. Η κόρη του Λόρδου Βύρωνα γεννήθηκε, όπως είπαμε, στα τέλη του 1815 – στην ίδια χρονιά που έγινε το Βατερλώ και η ανατροπή του Ναπολέοντα, αλλά και η σύσταση της Ιεράς Συμμαχίας των βασιλιάδων της Ευρώπης (ακόμα και ο Τσάρος και ο Σουλτάνος βασιλιάδες ήτανε!), σαν μια συμφωνία μεταξύ τους.
Τι έλεγε αυτή η συμφωνία; Να αντιμετωπίζουν μόνοι τους τις επαναστάσεις στην επικράτειά τους, χωρίς να επεμβαίνουν οι άλλοι (π.χ. η Εξέγερση των Ιταλών Καρμπονάρων ενάντια στην Αυστρία και η Ελληνική Επανάσταση ενάντια στην Οθωμανική Τουρκία δεν είχαν επίσημη βοήθεια – θυμηθείτε τους στίχους του Σολωμού που λέει στην Ελευθερία «Μοναχή το δρόμο επήρες | κι εξανάλθες μοναχή, | δεν είναι εύκολες οι θύρες | εάν η χρεία τες κουρταλεί (δεν ανοίγουν εύκολα οι πόρτες της διπλωματίας εάν τις κτυπάει η ανάγκη)». Μια επαίσχυντη λοιπόν και οδυνηρή για όλη την Ευρώπη διπλωματική συμφωνία, που μάτι άγρυπνο για την τήρησή της ήταν ο καγκελάριος Μέτερνιχ. Εάν όμως ο Ναπολέων, που ξεψύχησε στη χρονιά μας στο 1821, ήταν μέχρι τότε το νούμερο ένα της Ευρώπης στα πολιτικά, στα στρατιωτικά και στα οικονομικά, ο Μπάυρον ήταν το νούμερο δύο της Ευρώπης στη μόδα, στα γράμματα, στις τέχνες.
Ο θάνατός του στο Μεσολόγγι έκανε την ονομασία του να ακουστεί και όταν, δυό χρόνια μετά, έπεσε το ίδιο το Μεσολόγγι, η κοινή γνώμη σε όλη την Ευρώπη ήξερε ακριβώς τι έπεσε. Την στιγμιαία εκείνη αντίδραση την εκμεταλλεύτηκε ο Λόρδος Κάννινγκ (Πλατεία Κάνιγγος) και ως πρωθυπουργός της Αγγλίας έστειλε τον στόλο της στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και τον ακολούθησαν οι στόλοι της Γαλλίας και της Ρωσίας. Το Ναβαρίνο, ως επέμβαση, σηματοδότησε το τέλος της Ιεράς Συμμαχίας και ο Μπάυρον – με τα λόγια της ζωής του «έζησα και δεν έζησα μάταια» και με τον θάνατό του – έλιωσε τις αλυσίδες των λαών της Ευρώπης.
Ύστερα απ’ όλα αυτά που έγιναν με τον άγνωστο σ’ αυτήν πατέρα της, η Άντα έκανε κι αυτή τη δικιά της επανάσταση, εξίσου απελευθερωτική. Πρώτα όμως να πούμε γιατί έγινε άγνωστος σ’ αυτήν ο πασίγνωστος πατέρας της. Αιτία γι’ αυτό που μοιάζει με λεκτικό παράδοξο, ήταν η πρόθεση της μητέρας της, της Αναμπέλλας Μίλμπανκ, που αν και μετά τον χωρισμό της εξακολουθούσαν να την αποκαλούν Λαίδη Μπάυρον, εκείνη όμως δεν ήθελε η κόρη τους να έχει καμιά επαφή με τα γνωρίσματα του πατέρα της. Κυρίως να διαβάσει στίχους του και να τον μάθει μέσα από την ξεσηκωτική ποίησή του. Την έστρεψε να σκέφτεται μόνο αριθμούς. Η Άντα μεγάλωσε να μαθαίνει και να εξασκεί το μυαλό της μόνο με τα Μαθηματικά. Η ίδια η Λαίδη Μπάυρον είχε έφεση στη Γεωμετρία και, όταν ζούσαν ακόμα μαζί, ο ποιητής την είχε ονομάσει «η πριγκίπισσα των παραλληλογράμμων».
Η αλήθεια είναι ότι κάτω από την κηδεμονία της, η μητέρα της έκανε ό,τι μπορούσε καλύτερο για την ανατροφή της, αν και η επίβλεψή της αυτή την είχε απομονώσει από το να σκέφτεται και να αναζητάει τον πατέρα της. Με αποτέλεσμα, να μείνει και το όνομά της Άντα Λάβλεης και όχι Άντα Μπάυρον όπως ήταν το αρχικό της. Το όνομα, που μ’ αυτό θα είναι πλέον γνωστή, θα το πάρει στα είκοσί της χρόνια, όταν το 1835 η Άντα θα παντρευτεί τον Γουίλιαμ Κινγκ, Ερλ του Λάβλεης ( Lovelace). Κι όμως, ένιωσε τον τρόπο να τιμήσει τον πατέρα της όταν έκανε τρία παιδιά – και το πρώτο της την επόμενη χρονιά του 1836 το ονόμασε Μπάυρον. Μπορεί να έδωσε στο επόμενό της παιδί το όνομα της μητέρας της, Αναμπέλλα (1837), αλλά – δύο χρόνια μετά – και στο τρίτο της παιδί, στον Ραλφ Γκόρντον (1839) θυμήθηκε τον άγνωστο λόγω μητρικής σκοπιμότητας φιλέλληνα πατέρα της, δίνοντας στο γιο της το όνομα του σκωτσέζικου γενεαλογικού του δένδρου – αφού το πλήρες όνομα του Λόρδου Βύρωνα ήταν Τζωρτζ Γκόρντον Λορντ Μπάυρον.
Ο δικός της Μπάυρον, ο πρωτότοκος γιος της, μπορεί να πέθανε νέος, στα είκοσι έξι του χρόνια, το 1862, όμως και η ίδια η Άντα είχε πεθάνει δέκα χρόνια νωρίτερα, το 1852, μάλλον από καρκίνο της μήτρας, στα 36 της χρόνια. Και ο πατέρας της ο Λόρδος Βύρων είχε πεθάνει 36 χρονών στο Μεσολόγγι το 1824, αλλά και ο πατέρας του πατέρα της 36 χρονών! Η ηλικία που πεθαίνουν οι Μπάυρον. Αριθμοί, αριθμοί, ναι αριθμοί. Ο κόσμος της Άντας από μικρή. Όμως αυτοί οι αριθμοί θα αντιπαραβάλλονται πάντα με τα αιώνια γράμματα σε στίχους σαν αυτούς, τους «οικογενειακούς» του, που ο ποιητής τούς είχε γράψει στην Ελβετία κι απευθυνόταν τότε στη γυναίκα του: «Fare thee well, and if forever, | then forever fare thee well» (Έχε γειά! Και αν για πάντα, | τότε για πάντα έχε γειά! | Σκληρή κι αν ήσουνα, ενάντια | δεν θα σου βγει αυτή η καρδιά». Έλεγε λοιπόν μετά στη γυναίκα του: «Κι αν κάποτε παρηγοριόσουν – | και το παιδί μας σαν μιλήσει, | να λέει «πατέρα» θα νοιαζόσουν | που τη στοργή του δεν θα ζήσει; | Σαν τα χεράκια του σε πιέσουν | και σαν το χείλι του σ’ αγγίξει, | σκέψου αυτόν που στον νου σ’ έχει, | που έχει η αγάπη σου ευλογήσει. | Κάθε μου νιώσιμο άδειο μένει. | Η περηφάνια η δυνατή μου | γέρνει σε σένα – μ’ αφημένη | μ’ αφήνει τώρα κι η ψυχή μου. | Αλλ’ έχε γειά! Κι αποκομμένος, | μακρυά από δέσιμο γλυκό, | μ’ άδεια καρδιά και συντριμμένος, | να σβήσω κι άλλο δεν μπορώ». Λεν πως το χειρόγραφο του «Έχε γειά» ήταν γεμάτο δάκρυα που έχυσε ο Λόρδος Βύρων, γράφοντας ένα βράδυ τις συγκινητικές στροφές του.
Κι όμως η κόρη του η Άντα, που θα το διάβαζε μετά τον θάνατό του, επηρεασμένη από την άγνοια που της είχε καλλιεργήσει η μητέρα της, θα το χαρακτήριζε «υπερβολικό και επιτηδευμένο». Εντούτοις θέλοντας, μεγαλύτερη σε ηλικία, να γνωρίσει επιτέλους τον πατέρα της, διάβασε την ποίησή του, τον κατάλαβε πολύ καλά και τον αγάπησε τόσο – που, όταν ήταν να πεθάνει ξαφνικά, νέα και ωραία σαν εκείνον, παρήγγειλε να την βάλουν δίπλα στον πατέρα της. Ο Μπάυρον βαλσαμωμένος και καλά διατηρημένος μέχρι σήμερα – αφού οι γιατροί του, που δεν μπόρεσαν να τον διατηρήσουνε στη ζωή τότε στο Μεσολόγγι, κατάφεραν και τον διατήρησαν στον θάνατο – βρίσκεται μέσα σε κρύπτη στο Χάκναλ Τόρκαρντ, τέσσερα χιλιόμετρα βόρεια του Νόττινγχαμ, πάνω από τα φέρετρα των προγόνων του, έχοντας στο πλάι του αυτήν που τού την στέρησε η ζωή – την κόρη του. Όμως αυτό δεν έχει να κάνει με την υστεροφημία που απέκτησε η κόρη του, η Άντα Λάβλεης. Ας δούμε εδώ επιτέλους πώς έγινε αυτό.
Στα 17 της χρόνια η Άντα γνωρίζει τη Μαίρη Σόμερβιλ (Mary Fairfax Sommerville), μια πολύ σημαντική γυναίκα με επιστημονικές ανησυχίες και επιτεύγματα, που αναλαμβάνει τη μόρφωση της Άντας, κυρίως στα Μαθηματικά. Σε ένα δείπνο στο σπίτι της Σόμερβιλ το 1834 η Άντα ακούει για πρώτη φορά τις ιδέες του Τσαρλς Μπάμπατζ (Charles Babbage) για την Αναλυτική Μηχανή. Ο Μπάμπατζ το 1841 δίνει μια διάλεξη στο Τορίνο και ο Ιταλός μαθηματικός Λουίτζι Μενάμπρεα, κρατώντας σημειώσεις από τη διάλεξη, δημοσιεύει σχετικό άρθρο στα γαλλικά. Η Άντα το μεταφράζει και το στέλνει στον Μπάμπατζ, που είχανε ήδη συχνή αλληλογραφία. Αυτός την ενθαρρύνει να γράψει – παράλληλα με τη μετάφραση του άρθρου – και τα δικά της σχόλια, πράγμα που η Άντα το κάνει, τριπλασιάζοντας την έκταση του άρθρου.
Εκτός από τις προβλέψεις της ότι μια παρόμοια μηχανή στο εγγύς μέλλον θα μπορεί όχι μόνο να επιλύει μαθηματικά προβλήματα, αλλά και να συνθέτει πολύπλοκη μουσική και να παράγει γραφικά, στο άρθρο περιλαμβάνει ένα «σχέδιο» σχετικά με το πώς η Αναλυτική Μηχανή θα μπορούσε να υπολογίσει αριθμούς της ακολουθίας Μπερνούλι. Αυτό ακριβώς το «σχέδιο» θεωρείται από τους ιστορικούς το πρώτο πρόγραμμα υπολογιστή. Το άρθρο δημοσιεύτηκε το 1843. Εκτός από τον Μπάμπατζ, η Άντα είχε διερευνητικές ανταλλαγές και σε άλλους τομείς και με άλλες γνωριμίες όπως με τον Τσαρλ Χουίτστοουν (Wheatstone), με τον Μάικλ Φάραντεϊ (Faraday), με τον Κάρολο Ντίκενς (Dickens), με τον Τσαρλ Ντάργουϊν (τον Δαρβίνο) και την θεωρία του της Εξέλιξης των Ειδών.
Κι όλα αυτά στην προσπάθειά της να δημιουργήσει την «Ποιητική Επιστήμη» όπως την έλεγε, που εκεί χρειαζότανε φαντασία και απόλυτη αυστηρότητα, ικανές να υπολογίσουν ό,τι είναι δυνατό να υπολογιστεί αλγοριθμικά. Η Ευθυμία Χασιώτου στο βιβλίο της «Άντα Λάβλεης» (που τα Περιεχόμενά του σκιαγραφούν τη ζωή της Άντας: Καταγωγή και παιδικά χρόνια – Η ζωή μετά τον θάνατο του Μπάυρον – Το πέρασμα στην εποχή της μηχανής – Γάμος και οι πρώτες απογοητεύσεις – Παρίσι, οικογενειακές αποκαλύψεις – Η Άντα εκδηλώνει τη μεγαλοφυΐα της – Αναζητώντας νέους στόχους – Η τελευταία διαδρομή) λέει τα εξής: «Η Ιστορία ανέδειξε πολλούς μεγαλοφυείς επιστήμονες. Άλλοι χάθηκαν στην ανυπαρξία της λήθης και άλλοι διατηρούνται στη σκέψη των ανθρώπων ως φωτεινοί φάροι στην αναζήτηση του έσχατου νοήματος της ζωής. Όμως το μέλλον του Ανθρώπου δεν υπάρχει στο Χρόνο, αλλά στην πνευματική υπέρβαση του Χρόνου.
Από όλους εκείνους που διαβάζουν, που στοχάζονται και που εμβαθύνουν με σκέψη και με καρδιά στο φαινόμενο της ανθρώπινης ύπαρξης, υπάρχει πάντα μια οφειλόμενη τιμή στους ώμους των γιγάντων πάνω στους οποίους στηρίχθηκαν. Η Άντα Λάβλεης ήταν η μόνη νόμιμη κόρη του φιλέλληνα ρομαντικού ποιητή Λόρδου Μπάυρον, που η φήμη της δεν οφείλεται στην καταγωγή της, αλλά στην καθοριστική, σημαντική και εντυπωσιακή συνεισφορά της στην επιστήμη της Πληροφορικής. Μέχρι πρόσφατα δεν ήταν παρά μια αφανής ηρωίδα, αν και ήταν από τους πρώτους ανθρώπους που προέβλεψαν τις δυνατότητες των υπολογιστών, 110 χρόνια πριν ο Άλαν Τιούρινγκ θέσει τα ερωτήματα που τον οδήγησαν στην κατασκευή της μηχανής του.
Η Άντα Λάβλεης οραματίστηκε τις μελλοντικές δυνατότητες του υπολογιστή και ο Άλαν Τιούρινγκ συνέλαβε την ιδέα της κατασκευής αυτής της μηχανής που θα μπορούσε να λειτουργήσει με τρόπο παρόμοιο με τη λειτουργία του ανθρώπινου εγκεφάλου. Η Άντα έχει χαρακτηριστεί ως η πρώτη προγραμματίστρια υπολογιστών στον Κόσμο, ενώ ο Τιούρινγκ ο πρώτος που συνέβαλε ουσιαστικά στην κατασκευή ενός υπολογιστή γενικής χρήσης που θα οδηγούσε στην Τεχνητή Νοημοσύνη. Το «αποτύπωμα της μεγαλοφυΐας» της Άντας Λάβλεης δεν έσβησε. Αντίθετα, επαναπροσδιορίζεται, επαναξιολογείται και τιμάται τα τελευταία χρόνια σε όλο τον Πλανήτη, με αναφορές στη δύσκολη ζωή της και στην εναγώνια δημιουργική της προσπάθεια να υλοποιήσει εκείνο που οραματίστηκε».
Τι οραματίστηκε; Θα το πω όχι στη γλώσσα της ανώτερης σύλληψης της δικιάς της – τότε που την αναζήτησε σαν Ποιητική Επιστήμη. Θα το πω με την απλή λαϊκή γλώσσα της κατώτερης αντίληψης που έχουμε σήμερα: «Γιατί να χρησιμοποιήσουμε τη Μηχανή για να κάνουμε αριθμητικούς υπολογισμούς και να μην την προγραμματίσουμε να βγάζει σουβλάκια, πασατέμπο, τραγούδια, ό,τι θέλουμε εμείς;» Τιμή και δόξα λοιπόν στην κόρη του Μπάυρον, αλλά και της Αναμπέλλας που την οδήγησε στα Μαθηματικά. Τόσο για το Μεσολόγγι, εκεί «που βγήκε η μεγάλη του Μπάυρον ψυχή» όπως μένει ο στίχος του Σολωμού στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους», όσο και για τον Λόρδο Βύρωνα, που πριν διακόσια χρόνια η τελευταία του πνοή έφερε την αρχή της ελευθερίας μας και που την ημέρα του θανάτου του, την 19η Απριλίου, η Ελληνική Βουλή την έχει ορίσει «Ημέρα Φιλελληνισμού και Διεθνούς Αλληλεγγύης», εγώ θα καταθέσω εδώ παραφρασμένο τον υπέροχο στίχο του ποιητή Γεωργίου Αθάνα: «Διακόσια χρόνια τώρα που δεν έχεις πεθάνει».