Πολλά περιστατικά και εκ πρώτης όψεως συνηθισμένα γεγονότα στην παιδική και εφηβική ηλικία ενός ανθρώπου σημαδεύουν την μετέπειτα ζωή του ανεξίτηλα. Η δική μου γενιά, και ειδικά εκείνη της πολύπαθης ελληνικής επαρχίας, σημαδεύτηκε από μια λέξη. Τη φτώχεια. Η δεκαετία του ’50 φάνταζε, την ίδια στιγμή, πολλά υποσχόμενη σε ολόκληρο τον πληθυσμό της χώρας και ειδικότερα στους νέους της.
Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος αποτελούσε παρελθόν, ενώ ταυτόχρονα έκλειναν σιγά-σιγά και οι πληγές του αδελφοκτόνου εμφυλίου πολέμου, μια άλλη δραματική μάστιγα για τα πάτρια χώματα της θεσσαλικής γης η οποία και αποτέλεσε ένα από τα κύρια πεδία της σκληρής αντιπαράθεσης των δύο αντιμαχόμενων κοινωνιών.
Για τον νεανικό πληθυσμό μοναδική ευκαιρία να ξεφύγουν απ’ όλα αυτά, και κυρίως από την έμφυτη και διάχυτη κακοδαιμονία της φυλής, ήταν τα γράμματα, οι σπουδές και η φυγή από τον γενέθλιο τόπο. Οι γονείς μας έσερναν μαζί τους καθημερινά το μεγάλο φορτίο του μίσους για τον αντίπαλο, που βρισκόταν δίπλα του, τον γείτονα, τους συγγενείς τους και κάποιες φορές, ναι, μέσα στο ίδιο τους το σπίτι!
Παρ’ όλα αυτά, υπήρχε διάχυτη στο περιβάλλον η φοβερή και αναντικατάστατη έννοια της αξίας στη ζωή, ο σεβασμός στους ηλικιακά μεγαλύτερους, στους δασκάλους μας. Παρά τη φτώχεια, επιπλέον, στις σχολικές αίθουσες υπήρχε καθαριότητα, σχεδόν όλοι οι μαθητές μπορεί να φορούσαν παλιά και χιλιομπαλωμένα ρούχα, αλλά ήταν, ω του θαύματος, στην πλειονότητα των περιπτώσεων καθαρά!
Οι δάσκαλοι, όλοι ανεξαιρέτως, με κοστούμι, πουκάμισο, γραβάτα και καθημερινά ξυρισμένοι. Κι’ όμως, αυτές οι άγραφες αξίες, κυριολεκτική προίκα για την μετέπειτα ζωή, δόθηκαν από ανθρώπους φτωχούς, ηλιοκαμένους, μεροκαματιάρηδες, οι πιο πολλοί αγράμματοι, κάποιοι μόνο με το απολυτήριο του δημοτικού σχολείου, που έσερναν στις πλάτες τους τον δικό τους, ο καθένας, Γολγοθά.
Λιγοστά τα εξωσχολικά βιβλία πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, το ίδιο και ο αριθμός των βιβλιοπωλείων στην επαρχία, όπως και οι εκδόσεις, άλλωστε. Για την δική μου περίπτωση μοναδική ευκαιρία για εξωσχολικό διάβασμα η στοιχειώδης βιβλιοθήκη του δάσκαλου πατέρα μου, αλλά και η ετήσια εμποροπανήγυρη που γινόταν κάθε Σεπτέμβριο, στα Τρίκαλα, όπου προσδοκούσα να αγοράσω κάποιο βιβλίο των εκδόσεων Δαρέμα, με κείνα τα φανταχτερά και πολύχρωμα εξώφυλλα, κάποια από τα οποία βρίσκονται ακόμα στην κατ’ όνομα πια βιβλιοθήκη μου.
Αλλού ανύπαρκτες, αλλού λιγοστές και δύσκολα προσβάσιμες δημοτικές βιβλιοθήκες για την πλειοψηφία των μαθητών, ήταν η εποχή όπου δεν υπήρχε διαδίκτυο, τα τηλέφωνα λιγοστά και η έννοια της επικοινωνίας όπως την γνωρίζουμε σήμερα ανέφικτη. Παρατηρώ στις μέρες μας την σταδιακή και αργή, έστω, εξάπλωση των ηλεκτρονικών βιβλίων (e-books), των ηχητικών βιβλίων (audio books), και φέρνω στο νου τη νοσταλγία του να κόβεις τις σελίδες του νεοαποκτηθέντος βιβλίου σου με μαχαίρι, κι αργότερα με χαρτοκόπτη, την αγωνία της εμφάνισης καινούργιων σελίδων, το τέλος της όλης προσπάθειας και το ξετίναγμα των μικρών τεμαχιδίων του χαρτιού από τη διαδικασία κοψίματος.
Οι καινούργιες γενιές, σκέφτομαι, που ανατέλλουν στον ορίζοντα ίσως να μην βιώσουν ποτέ εκείνη την θαυματουργή τελετουργία. Αναμφίβολα, όμως, θα περιπλανηθούν μέσα από τις σελίδες των σελίδων των ηλεκτρονικών σε κείμενα της αρεσκείας τους, σε τόπους που θα προγραμματίσουν να επισκεφτούν κάποτε και θα γνωρίσουν εκ των προτέρων τι συγκεκριμένα θα αντικρίσουν εκεί, αλλά δεν θα απολαύσουν την εμπειρία της πλάγιας γραφής, της καλλιγραφίας που μας δίδασκαν επίμονα, σε ειδικό μάθημα, στο δικό μας σχολείο. Ωστόσο, ας μην είμαστε μελαγχολικοί πάνω και σε αυτό το θέμα.
Οι καινούργιοι μαθητές, ποτέ δεν γνώρισαν όλα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, και γι’ αυτό και δεν θα παρουσιάσουν τα περίφημα στερητικά σύνδρομα από την έλλειψη αυτή. Έχουν τόσα άλλα μπροστά τους για να αγωνιούν και να αγωνίζονται! Αλλά όπως πολύ σωστά ελέχθη, το πιο θλιβερό πράγμα στη ζωή μας είναι ότι η γνώση συγκεντρώνεται πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι η κοινωνία καταφέρνει να αποκτήσει την απαραίτητη σοφία της!
* Ο Γιώργος Σχορετσανίτης είναι διευθυντής Χειρουργικής-συγγραφέας