Κύριε Υπουργέ,
Το Δημοτικό Σχολείο αποτελεί αναμφισβήτητα τη φυσική συνέπεια της οικογενειακής φροντίδας.
Τι σημαίνει το σχολείο στη ζωή ενός παιδιού και θα έλεγα και στη ζωή ενός λαού, είναι σε όλους γνωστό.
Σε παλαιότερες εποχές δεν υπήρχε καθόλου σχολείο. Ήταν αρκετή η οικογενειακή εκπαίδευση και φροντίδα.

Αργότερα άρχισαν να λειτουργούν τα λεγόμενα αριστοκρατικά ή πριγκιπικά σχολεία, όπου τα λίγα παιδιά που φοιτούσαν σε αυτά μάθαιναν αποκλειστικά την τέχνη της διακυβέρνησης και της διοίκησης. Στη συνέχεια η εκκλησία ήταν αυτή που ίδρυσε σχολεία για τους δικούς της λόγους, έργο των οποίων ήταν να διδάσκουν τα παιδιά έτσι ώστε οι γνώσεις που τους προσφέρονταν να επαρκούν για τις ανάγκες της εκκλησίας και του κράτους.

Το σχολείο αυτό βαθμιαία αναπτύχθηκε, έτσι που να είναι οργανικά δεμένο με τις ανάγκες του λαού. Τότε ακριβώς προέκυψε η ανάγκη ενός λαϊκού σχολείου, του δημοτικού, που από τότε μέχρι σήμερα έχει πάρει διάφορες μορφές, ανάλογα με τις ανάγκες της πολιτείας.
Ακόμη και σήμερα, το ερώτημα στο οποίο πρέπει να απαντήσουμε είναι: Ποια πρέπει να είναι η δομή και η λειτουργία ενός σύγχρονου δημοτικού σχολείου, επειδή το σχολείο αυτό πρέπει να θεωρηθεί η βάση ολόκληρης της εκπαίδευσης;

Πρέπει να γνωρίζουμε ότι αν η οικογένεια ήταν σε θέση να προσφέρει σωστή και υπεύθυνη διαπαιδαγώγηση, το σχολείο δεν θα είχε κανένα λόγο ύπαρξης. Από τη στιγμή όμως που η οικογένεια δεν είναι σε θέση να προσφέρει τις υπηρεσίες αυτές, πώς είναι δυνατόν να της ανατίθεται αυτός ο ρόλος;

Σήμερα, παρά τις τεράστιες προόδους στους τομείς της παιδοψυχολογίας και της παιδαγωγικής, που μόνο ειδικοί προς τούτο επιστήμονες, όπως είναι οι δάσκαλοι, μπορούν να γνωρίζουν, μεγάλο μέρος της εκπαίδευσης έχει αναλάβει η οικογένεια, με όλα τα αρνητικά επακόλουθα. Υπάρχει έστω και μια οικογένεια σήμερα που να μη φροντίζει στο σπίτι (ή τουλάχιστον να νομίζει ότι φροντίζει) για τη μελέτη και την εκπαίδευση του παιδιού της;

Το χειρότερο κακό που μπορούμε να κάνουμε σε ένα παιδί είναι να του λέμε συνέχεια διάβασε ή γράψε, όπως και να επιμένουμε να καθόμαστε δίπλα του όταν κάνει τη μελέτη και τις εργασίες του.

Γιατί θα πρέπει να αναλαμβάνει η οικογένεια το ρόλο της αγωγής και όχι ο φυσικός της φορέας που είναι το σχολείο; Πέρα από τα προβλήματα που δημιουργεί στο παιδί η άγνοια στη μεθοδολογία της διδακτικής πρακτικής, οι φωνές, οι εκνευρισμοί, οι τιμωρίες, οι απειλές αν δεν κάθεται να διαβάσει, ακόμη και οι υποσχέσεις για δώρα που θα λάβει αν ανταποκριθεί στις απαιτήσεις και στις προσδοκίες των γονέων, είναι στην ημερήσια διάταξη και δεν νομίζω ότι είναι το καλύτερο για ένα παιδί. Εκτός του ότι με μια τέτοια μεταχείριση δεν θα γίνει ποτέ υπεύθυνο και ενδοκατευθυνόμενο, και ως ενήλικας αργότερα δεν θα μπορεί να αναλάβει τις ευθύνες του και να ενεργήσει αυτόνομα, αλλά θα περιμένει πάντα κάποιον να τον βοηθήσει και να τον στηρίξει.

Επίσης, τις απογευματινές ώρες που τα παιδιά θέλουν να ασχοληθούν με διάφορες δραστηριότητες όπως μουσική, χορό, άθληση, ξένες γλώσσες, δεν θα τους μένει καθόλου χρόνος για παιχνίδι, που είναι τόσο απαραίτητο για τη σωστή ψυχοσωματική του ανάπτυξη.
Φανταστείτε ακόμη τον πατέρα και τη μητέρα τις ώρες που θα μπορούσαν να ξεκουραστούν και να χαλαρώσουν να πρέπει να τις αφιερώσουν στην όντως βασανιστική προσπάθεια να διαβάσουν όπως λένε το παιδί τους. Πού θα βρουν την απαραίτητη γαλήνη, ηρεμία και νηφαλιότητα, χωρίς να του προκαλέσουν ψυχικά τραύματα;

Μια άλλη διάσταση του θέματος είναι ότι διαφορετική προσέγγιση του γνωστικού αντικειμένου έχει ο δάσκαλος από το γονέα, με αποτέλεσμα πολλές φορές να δημιουργείται πολύ μεγάλη σύγχυση στο παιδί και η ψυχική γαλήνη και ηρεμία παιδιού και γονέα να δοκιμάζονται άγρια κάποιες φορές. Και κάτι ακόμη. Το σχολείο πρέπει να είναι φορέας άμβλυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων.
Πιστεύω λοιπόν ότι τα μαθήματα πρέπει να μαθαίνονται στο σχολείο και όχι στο σπίτι. Καμία μελέτη στο σπίτι. Ακόμη και η εμπέδωση και οι διάφορες επαναλήψεις πρέπει να γίνονται στο σχολείο, επειδή ο δάσκαλος είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει τρόπους και μεθόδους διδασκαλίας τέτοιες που και τις απαραίτητες γνώσεις να προσφέρει και διάρκεια στη μνήμη του να εξασφαλίσει, χωρίς να προκαλέσει παρενέργειες στο παιδί.

Υπάρχει επίσης κάτι ακόμα που έχει άμεση σχέση με το θέμα που μας απασχολεί και που προκαλεί αρκετές παρενέργειες: Οι εργασίες που δίνονται στο σπίτι από κάποιους δασκάλους (προφανώς για να ικανοποιήσουν τους γονείς) είναι πάρα πολλές, με αποτέλεσμα να κάνουν το παιδί να μισήσει το σχολείο.

Όταν ο δάσκαλος καταφέρει ώστε τα παιδιά να πηγαίνουν στο σχολείο με κέφι, με διάθεση, με χαρά, σίγουρα δεν θα αντιμετωπίσει πρόβλημα στο να μεταδώσει τη γνώση, την αλληλεγγύη, τη συνεργατικότητα.
Αν καταφέρει παράλληλα να διακρίνει και τη σχέση αιτίας – αποτελέσματος, όπως και τον τύπο και το στυλ του κάθε παιδιού, τότε η δουλειά του γίνεται καλλιτεχνική δημιουργία.

Τέλος, θα ήθελα να προσθέσω τούτο. Αν οι γονείς και το στενό οικογενειακό περιβάλλον του παιδιού, αντί να προσπαθούν να το «διαβάσουν», οπότε σίγουρα δεν θα αποφύγουν κάποια σύγκρουση μαζί του, κάνουν κάτι άλλο πιο εποικοδομητικό και ωφέλιμο, όπως να συζητούν μαζί του διάφορα θέματα, που έχουν σχέση με την οικογένεια, με το περιβάλλον, με την κοινωνία, με την καθημερινότητα και ζητούν τη γνώμη του για τα θέματα αυτά, για την επίλυση πολύ απλών προβλημάτων, που τυχόν παρουσιάζονται στην οικογένεια, τότε αυτό, εκτός από την ψυχική επαφή και τη σχέση εμπιστοσύνης που αναπτύσσεται μεταξύ τους, θα διαπιστώσουν ότι του αρέσει υπερβολικά (αρκεί να αποφεύγονται οι άκομψες παρεμβάσεις και διορθώσεις), τονώνει το ηθικό και την αυτοπεποίθησή του (αν κάθε φορά επαινούμε την προσπάθεια που καταβάλλει και δεν προσπαθούμε να βρίσκουμε τυχόν λάθος τοποθετήσεις και απόψεις του και να τις καυτηριάζουμε).

Στη συζήτηση μαζί του αν του προκαλούμε και κάποιο προβληματισμό θα βοηθήσει στην ανάπτυξη της κριτικής του σκέψης, στην καλλιέργεια του προφορικού λόγου και θα μαθαίνει να συνδιαλέγεται.