Ανάμεσα στις πολλές εκδόσεις που κυκλοφόρησαν τα τελευταία χρόνια για την επέτειο των 100 ετών από τη Μικρασιατική Καταστροφή και την έλευση των προσφύγων στην Ελλάδα ξεχωρίζει και το πρόσφατο βιβλίο της Άννας Μανουκάκη-Μεταξάκη με τίτλο: Από τη Μικρασία στην Κρήτη. Μικρασιάτες Πρόσφυγες στο Αρκαλοχώρι, το οποίο εκδόθηκε με την χρηματοδότηση του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού και την υποστήριξη της Ομοσπονδίας Προσφυγικών Σωματείων Ελλάδος και του Συλλόγου Αλατσατιανών Νομού Ηρακλείου. Για άλλη μια φορά η συγγραφέας παραδίδει στο αναγνωστικό κοινό ένα πολύ αξιόλογο κείμενο, απότοκο σημαντικής και πολυετούς ερευνητικής προσπάθειας.

Αυτή τη φορά επικεντρώνεται στον τρόπο με τον οποίο ενσωματώθηκαν στην τοπική κοινωνία του Αρκαλοχωρίου οι πρόσφυγες από τη Μικρα Aσία μετά την Καταστροφή του 1922 και τη Συνθήκη της Λωζάνης. Πρόκειται για ένα πολυεπίπεδο έργο που συντίθεται από ενδιαφέροντα και τεκμηριωμένα ιστορικά στοιχεία για τη Μικρασιατική Εκστρατεία, και, κυρίως, από μια σειρά προφορικών μαρτυριών από πρόσφυγες και ανθρώπους που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο εγκαταστάθηκαν στην ευρύτερη περιοχή Αρκαλοχωρίου στη διάρκεια του Μεσοπολέμου.

Η συγγραφέας τονίζει επανειλημμένα τις θετικές συνέπειες που είχε η εγκατάσταση των προσφύγων σε μια περιοχή που ούτως ή άλλως ανασυγκροτούνταν κοινωνικά και οικονομικά με ιδιαίτερους όρους. Σε γενικές γραμμές διαφαίνεται ότι η προσαρμογή του προσφυγικού πληθυσμού στο Αρκαλοχώρι υπήρξε ηπιότερη από ό,τι στη Βόρεια Ελλάδα (στην οποία και εγκαταστάθηκε το μεγαλύτερο ποσοστό των προσφύγων).

Όπως και στις υπόλοιπες περιοχές οι πρόσφυγες έφεραν μαζί τους θέληση για δημιουργία. Η συγγραφέας συνοψίζει τις αρετές της κοινωνικής αυτής κατηγορίας, η οποία μαζί με τους ντόπιους, συνέβαλε αποφασιστικά στη διαμόρφωση της σύγχρονης ταυτότητας της περιοχής, καθιστώντας σταδιακά το Αρκαλοχώρι μια ακμάζουσα δημογραφικά, κοινωνικά και οικονομικά πολιτεία. Βέβαια σε καμία περίπτωση δεν υποτιμώνται οι δυσκολίες που συνάντησαν αυτοί οι ταλαιπωρημένοι άνθρωποι, ούτε και τα φαινόμενα ρατσισμού και ξενοφοβίας με τα οποία βρέθηκαν αντιμέτωποι (που ήταν όμως πιο περιορισμένα από άλλες περιοχές).

Ουσιαστικά μέσα από τις προφορικές αυτές μαρτυρίες, που με κόπο αλλά και ενσυναίσθηση συνέλλεξε η Άννα Μανουκάκη-Μεταξάκη, προβάλλει ξεκάθαρα η τρομερή προσπάθεια των προσφύγων να ξεκινήσουν τη ζωή τους από την αρχή, σε ένα νέο τόπο, έχοντας, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, απωλέσει τα πάντα.

Όμως το νόμισμα έχει πάντα δυο όψεις και πρέπει κανείς να έχει κατά νου ότι η εγκατάσταση έγινε και σε χωριά που ήταν κατά την προηγούμενη περίοδο μουσουλμανικά, κατοικούμενα δηλαδή παλαιότερα από ανθρώπους που και αυτοί εξαναγκάστηκαν σε μετοικεσία. Όσον αφορά το λόγο των ανθρώπων, των κοινωνικών υποκειμένων δηλαδή, εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς τη σημασία της διάσωσης των μαρτυριών αυτών. Πρόκειται για τις αφηγήσεις ζωής μιας κατηγορίας που μέχρι πρόσφατα δεν τύγχανε της προσοχής των ιστορικών, οι οποίοι προτιμούσαν να ασχολούνται είτε με τις πράξεις των «μεγάλων ανδρών» είτε με τις εξελίξεις στα ανώτερα κλιμάκια του κράτους, της πολιτικής και της διπλωματίας.

Τα όσα αφηγούνται οι πρόσφυγες στην ερευνήτρια είναι τις περισσότερες φορές συγκινητικά. Δείχνουν ανάγλυφα τις δυσκολίες που συνάντησαν στη νέα τους πατρίδα, τον πόνο για όσα άφηναν οριστικά πίσω, την αγωνία για την προκοπή των ιδίων και των οικογενειών τους.

Είναι τελικά αυτοί, οι «αφανείς ήρωες της Ιστορίας», οι οποίοι μέσα από τιτάνιο αγώνα κατάφεραν να προσφέρουν τα μέγιστα στην προσπάθεια να ανασυγκροτηθεί εξ αρχής το έθνος-κράτος. Η περίοδος του Μεσοπολέμου, που δεν έχει αναδειχθεί ιδιαίτερα, ήταν μια εξαιρετικά γόνιμη κοινωνικά, οικονομικά και πολιτισμικά εποχή. Παρά τις πολιτικές περιπλοκές σε επίπεδο κορυφής, το ελληνικό κράτος για πρώτη φορά κλήθηκε να διεκπεραιώσει ένα τόσο μεγάλο έργο (αυτό της ενσωμάτωσης των προσφύγων), σε ένα πλαίσιο οριστικού τέλους της Μεγάλης Ιδέας.

Δεν ήταν εύκολη υπόθεση σε καμία περίπτωση. ΄Όπως αποδεικνύει και η περίπτωση του Αρκαλοχωρίου, κεντρικό ζήτημα ήταν η ιδιοκτησία της γης και η διαχείριση της. Στην κοσμογονία που επικρατεί πανελλαδικά στο αγροτικό ζήτημα κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, οι Μικρασιάτες εισέρχονται δυναμικά στην ανάπτυξη νέων καλλιεργειών και στην υιοθέτηση νέων μεθόδων παραγωγής, παρά το γεγονός της πίεσης από τις τράπεζες αλλά και της εκκρεμότητας γύρω από την κυριότητα και την απόδοση των εκτάσεων (η οποία σε αρκετές περιπτώσεις έληξε στη μεταπολεμική περίοδο). Η εργατικότητα του προσφυγικού πληθυσμού ήταν δεδομένη, όμως οι αντιλήψεις για τον κόσμο που τους περιβάλλει ήταν σφυρηλατημένες από άλλα βιώματα, και ως εκ τούτου η προσαρμογή δεν ήταν πάντα εύκολη.

Όπως και να έχει η Άννα Μανουκάκη-Μεταξάκη αφηγείται μια ιστορία με θετικό τέλος. Παρά τον πόνο για τις «χαμένες πατρίδες» οι πρόσφυγες, όπως καταδεικνύεται και από τις μαρτυρίες που παρατίθενται, βοήθησαν τα μέγιστα στην προκοπή του Αρκαλοχωρίου, καθιστώντας το πολιτικό και οικονομικό κέντρο μιας ολόκληρης περιοχής.

Η μετέπειτα συνεισφορά τους σε εθνικούς και κοινωνικούς αγώνες, αλλά και οι αγαθοεργίες στις οποίες προέβησαν, μαρτυρούν του λόγου το αληθές. Η παρουσία τους λοιπόν υπήρξε εξόχως ευεργετική, και η διαπίστωση αυτή αποτελεί εχέγγυο ότι και οι απόγονοι τους, μαζί με τους απογόνους των ντόπιων, είναι σε θέση να συνδράμουν στην ανασυγκρότηση του τόπου αυτού, που τόσο επλήγη από τον καταστροφικό σεισμό της 27ης Σεπτεμβρίου 2021. Σε κάθε περίπτωση το βιβλίο της Άννας Μανουκάκη-Μεταξάκη αξίζει να διαβαστεί από το ευρύ κοινό και αξίζουν συγχαρητήρια τόσο στην ίδια όσο και στους φορείς που στήριξαν τη συγκεκριμένη καλαίσθητη έκδοση.

Ειδικά σε μια εποχή απογυμνωμένη από πνευματικότητα, κυριαρχούμενη από την επιφάνεια της εικόνας και την ιστορική απαιδευσία, έργα όπως το συγκεκριμένο συμβάλλουν αποφασιστικά στην ενδυνάμωση της συλλογικής μνήμης και τη διατήρηση της ταυτότητάς μας.

* Ο Βαγγέλης Τζούκας είναι δρ. Κοινωνιολογίας – διδάσκων στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο