Οι σύγχρονες κοινωνίες των χωρών και ιδιαίτερα της Ευρωπαϊκής Ένωσης αντιμετωπίζουν το φάσμα του μεγάλου προβλήματος της ανεργίας, της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού.
Η δυσάρεστη αυτή κατάσταση αποτελεί άμεσο αποτέλεσμα του μοντέλου της οικονομικής ανάπτυξης που εφαρμόστηκε, από τη δεκαετία του ’80, στις χώρες της Ε.Ε. και στηρίχθηκε κύρια στη νομισματική σταθερότητα, στην τιθάσευση του τέρατος του πληθωρισμού και των δημοσίων ελλειμμάτων, που είχαν τις αυτονόητες δυσμενείς επιπτώσεις τους στον τομέα της εργασίας.
Μετά από 30 περίπου χρόνια εφαρμογής του θεσμού της πλήρους απασχόλησης και της οικονομικής ανάπτυξης οι περισσότερες χώρες του Ο.Ο.Σ.Α. παρουσιάζουν νοσηρά χαρακτηριστικά όπως είναι:
- Αύξηση του αριθμού των ανέργων και μάλιστα των μακροχρόνιων ανέργων.
- Αύξηση του αριθμού των κοινωνικά αποκλεισμένων.
- Μεγέθυνση των οικονομικών ανισοτήτων.
- Αύξηση της μερικής απασχόλησης και των πρόωρα συνταξιοδοτημένων ατόμων και
- Επαναπροσδιορισμός του Κράτους Πρόνοιας.
Μέσα στο περιβάλλον αυτό της αβεβαιότητας οι νέοι και οι νέες, που σπουδάζουν σήμερα, έχουν να αντιμετωπίσουν πιο αυξημένα προβλήματα στην αγορά εργασίας από εκείνους τους συναδέλφους τους της μεταπολεμικής περιόδου. Για να υπάρξουν αποτελεσματικές πολιτικές απασχόλησης, απαραίτητη είναι η εξεύρεση των πραγματικών παθολογικών αιτίων της ανεργίας.
Με την Παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, μπορούμε να πούμε ότι σε επίπεδο τουλάχιστον των χωρών της Ε.Ε. τα αίτια της ανεργίας είναι κοινά για όλες τις χώρες, λαμβάνοντας όμως υπ’ όψη παράλληλα και τις ιδιαιτερότητες κάθε χώρας και στη συγκεκριμένη περίπτωση της πατρίδας μας.
Σε διεθνές επίπεδο, κύριο αίτιο της ανεργίας είναι οι χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης των τελευταίων δεκαετιών (μέσος όρος 3%) που διαδέχθηκαν τη χρυσή μεταπολεμική περίοδο της οποίας, οι ρυθμοί ανάπτυξης ήταν ιδιαίτερα υψηλοί (μέσος όρος 15%).
Η άνοδος επίσης του οικονομικού και πολιτικού νεοφιλελευθερισμού, σε παγκόσμια κλίμακα, η άσκηση περιοριστικών οικονομικών πολιτικών, η αλλαγή του τρόπου οργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας, οδήγησαν στη ρήξη με το θεσμό της μισθωτής εργασίας της πλήρους απασχόλησης και αποδυνάμωσαν το Κράτος Πρόνοιας. Λόγω δε των ραγδαίων εξελίξεων των νέων τεχνολογιών, μεταβλήθηκε η σχέση χειρωνακτικής και διανοητικής εργασίας, υπέρ της δεύτερης, γεγονός που δημιούργησε αφενός απαιτήσεις ύπαρξης εξειδικευμένου προσωπικού και αφ’ ετέρου συνθήκες μαζικής ανεργίας. Υπάρχει βέβαια η αισιόδοξη πρόβλεψη ότι η σύγχρονη κοινωνία της Πληροφορίας θα δημιουργήσει νέες χιλιάδες θέσεις εργασίας, αρκεί να υπάρξει η κατάλληλη επαγγελματική κατάρτιση του σχολάζοντος εργατικού δυναμικού, ώστε να καταστεί “απασχολήσιμο” στο νέο εργασιακό περιβάλλον. Οι σημαντικές αλλαγές που επέφερε η παγκοσμιοποίηση των αγορών στην κινητικότητα του κεφαλαίου, των αγαθών και των υπηρεσιών, όξυνε τον ανταγωνισμό μεταξύ των κρατών και με την άνοδο του ρόλου του χρηματιστηριακού κεφαλαίου κατέστησε της εθνικές οικονομίες ευάλωτες στις διεθνείς οικονομικές κρίσεις.
Η διατήρηση επίσης των πραγματικών επιτοκίων σε υψηλά επίπεδα, οδήγησαν το κεφάλαιο σε μη παραγωγικές επενδύσεις, με αποτέλεσμα τη μείωση της απασχόλησης.
Η κατάσταση όμως της χώρας μας είναι κάπως διαφορετική, διότι στην Ελλάδα δεν εφαρμόστηκε το λεγόμενο “Φορντικό” μοντέλο ανάπτυξης της οικονομίας. Η μισθωτή εργασία παρέμεινε περιορισμένη στην Ελληνική οικονομία, που στις άλλες αναπτυγμένες χώρες αποτέλεσε την κυρίαρχη σχέση απασχόλησης του εργατικού δυναμικού, ενώ το Κράτος Πρόνοιας στη χώρα μας δεν είχε την ανάπτυξη εκείνη που είχε στις άλλες χώρες, που ήταν θεμελιακό στοιχείο αναπαραγωγής και διατήρησης των μισθωτών εργαζομένων και ταυτόχρονα παράγοντας σταθεροποίησης των οικονομιών.
Η έκταση της παραοικονομίας δε στην Ελλάδα είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ ότι στις άλλες χώρες της Ε.Ε. Οι ιδιαιτερότητες αυτές της χώρας μας οδήγησαν το κεφάλαιο σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο διαχείρισης των εργασιακών σχέσεων, με κύρια χαρακτηριστικά την εκτεταμένη αξιοποίηση των μορφών πρόσκαιρης απασχόλησης, τη δημιουργία μιας αγοράς με σχετικά φθηνή εργατική δύναμη και την επικράτηση του λεγόμενου σχήματος” σύνδεσης αμοιβής και παραγωγικότητας”.
Η δομή και ο τρόπος ανάπτυξης των σύγχρονων οικονομιών συμβάλλει στην οικονομική κρίση, η οποία είναι αποτέλεσμα πολλών άλλων παραγόντων, πέραν εκείνων της δυσλειτουργίας της αγοράς εργασίας.
Κρίσιμο στοιχείο στη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης είναι η σχέση ανάμεσα στις νέες τεχνολογίες και την ανεργία, καθώς και η σχέση ανάμεσα στην παραγωγικότητα της εργασίας και την ανεργία.
Πρέπει να αρχίσει ένας ειλικρινής και διαφανής διάλογος ανάμεσα στους Κοινωνικούς Εταίρους για την καλύτερη δυνατή αντιμετώπιση του μεγάλου προβλήματος της ανεργίας.
Ο διάλογος αυτός θα περιλάβει το επίκαιρο θέμα του 35άωρου εργασίας την εβδομάδα, τον καθορισμό του κατώτατου μισθού και του πλαφόν των ασφαλιστικών εισφορών καθώς και την άρση των νομοθετικών εμποδίων για την ευέλικτη αγορά εργασίας (μερική απασχόληση).
Παράλληλα πρέπει να εφαρμοστεί στην πράξη μια φιλόδοξη πολιτική εκπαίδευσης – κατάρτισης των εργαζομένων η οποία θα προετοιμάσει τον άνεργο να καταλάβει τις νέες θέσεις εργασίας που θα δημιουργηθούν από την εμφάνιση νέων αναγκών που θα προκύψουν από τον εκσυγχρονισμό των επιχειρήσεων, στα πλαίσια της κοινωνίας της πληροφορίας και του διεθνούς ανταγωνισμού.
*Ο Δημήτρης Σαρρής είναι π. υφυπουργός, ΓΓΑ, νομάρχης Ηρακλείου