Διότι ο αγώνας για μνήμη και δικαιοσύνη, έννοιες αλληλένδετες, αποτελεί δικαίωμα και χρέος της δημοκρατικής κοινωνίας, ασφαλιστική δικλείδα για το παρόν και εχέγγυο για το μέλλον της. Ενώ ο συμβιβασμός με τη λήθη, την πλαστογράφηση της Ιστορίας και την κατάλυση των εθνικών δικαίων, αποτελεί στοιχείο που χαρακτηρίζει χώρες και κοινωνίες χειραγωγούμενες, εξαρτημένες, χωρίς δημοκρατική και εθνική συνείδηση.

Α. Η ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΗΣ (ΕΝΩΜΕΝΗΣ) ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ (Ν. 1285/1982)

Στις 17 Αυγούστου 1982, στην 38η επέτειο του μπλόκου της Κοκκινιάς, ξεκίνησε στη Βουλή των Ελλήνων η συζήτηση για την ψήφιση του νομοσχεδίου για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης εναντίον των στρατευμάτων κατοχής κατά τα έτη 1941-1944 (με εισηγητή τον Γιώργο Γεννηματά).

Στην έναρξη της συζήτησης μίλησε ο Ανδρέας Παπανδρέου, οποίος τόνισε χαρακτηριστικά: «Η Ελλάδα, το ξέρουμε όλοι, υπήρξε η μόνη χώρα στην Ευρώπη, που δεν εκπλήρωσε έως σήμερα τα δικό της χρέος στην Αντίσταση. Παρ’ όλο που ήταν η μόνη χώρα που έκανε πραγματικά καθολική Αντίσταση ενάντια στην Κατοχή. Ήλθε τώρα η ώρα δίπλα στους ήρωες του 1821, να τοποθετήσουμε στην εθνική μας μνήμη ενωμένους αυτούς που έπεσαν στο 1940-1944.

Τα στρατευμένα παιδιά του λαού που έγραψαν σελίδες δόξας στον μεγάλο αμυντικό πόλεμο». (…) «Αυτούς επίσης που συνέχισαν τον αγώνα στα βουνά και στις πόλεις, φτιάχνοντας ένα μαζικό λαϊκό κίνημα με πολυβόλα και συλλαλητήρια με περιφρόνηση προς τον θάνατο, με πάθος για τη λευτεριά, με άμετρη αυτοθυσία, άνδρες και γυναίκες στην Πίνδο και στη Ρούμελη, στον Γοργοπόταμο, στην Αθήνα, στην Κοκκινιά, στο Χαϊδάρι, στην Καισαριανή, στα Καλάβρυτα, στο Δίστομο, στις πόλεις, στα χωριά, στην Ελλάδα, στη Μέση Ανατολή, στα γερμανικά στρατόπεδα». (…) «Η κυβέρνηση της Ελλάδας επιτελεί σήμερα με ευλάβεια το καθήκον της. Εγώ ως Έλληνας σήμερα αισθάνομαι υπερήφανος.».

Β. ΓΕΡΜΑΝΙΚΕΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΙΣ

1. Συνάντηση Α. Παπανδρέου με τον Καγκελάριο Λ. Έρχαρτ (Βόννη, 1965)

Τον Φεβρουάριο του 1965 ο Ανδρέας Παπανδρέου, ως αποσταλμένος της κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου συναντά στη Βόννη τον Καγκελάριο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας Λούντβιχ Έρχαρτ και του θέτει επίσημα το ζήτημα των γερμανικών οφειλών.

Όπως δήλωσε ο Ανδρέας Παπανδρέου σε συνέντευξή του στον Νίκο Φελέκη, στις 17.11.1995: «Πήγα στη Βόννη το 1965 και συνάντησα τον καγκελάριο Λούντβιχ Έρχαρτ προκειμένου να του θέσω, όπως είχα την εντολή από το Υπουργικό Συμβούλιο της κυβέρνησης του πατέρα μου, Γ. Παπανδρέου, το θέμα των επανορθώσεων και της επιστροφής του δανείου.

Ο Έρχαρτ αναγνώρισε το δίκαιο των αιτημάτων μας, αλλά μου είπε ότι δεν μπορούσε να γίνει τίποτε έως ότου υπάρξει συμφωνία ειρήνης. Δεν συμφώνησε ακριβώς να μας επιστραφεί το δάνειο, αλλά αναγνώρισε σαφώς το δίκαιο της απαίτησής μας, την ικανοποίηση της οποίας παρέπεμψε όμως σε μέλλοντα χρόνο, μετά την υπογραφή συμφωνίας ειρήνης, αφού η Γερμανία τότε ήταν χωρισμένη σε Δυτική και Ανατολική».

2. 1991: Ο Α. Παπανδρέου θέτει το θέμα των γερμανικών οφειλών στη Βουλή των Ελλήνων

Στις 29 Μαΐου 1991, λίγους μήνες μετά τη Συνθήκη της Μόσχας (Συνθήκη 2+4, Μόσχα Σεπτέμβριος 1990) για τη ρύθμιση του ζητήματος της Γερμανίας, o Αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης Ανδρέας Παπανδρέου θέτει το ζήτημα των γερμανικών οφειλών στη Βουλή των Ελλήνων: «Για το θέμα των αποζημιώσεων, νομίζω ότι είναι σαφές δικαίωμα κάθε λαού, ο οποίος υπέστη τη ναζιστική κατοχή.

Η καταβολή του δανείου είναι συμβατική υποχρέωση της Γερμανίας και σε μια τέτοια δύσκολη ώρα για τη χώρα μας, οικονομικά, η Γερμανία μπορούσε να βοηθήσει αποφασιστικά, κάνοντας το μόνο σωστό, ξεπληρώνοντας σε πρώτη φάση το δάνειο.

Και πραγματικά, καλούμε την κυβέρνηση… να ξεκαθαρίσει τη θέση της απολύτως και να προχωρήσει δυναμικά, αποτελεσματικά στη διαδικασία των αποζημιώσεων και του δανείου».

Μία δήλωση που έδινε ώθηση στο θέμα αλλά δεν στάθηκε ικανή να κινητοποιήσει στην κατεύθυνση της διεκδίκησης τον τότε Πρωθυπουργό Κώστα Μητσοτάκη…

3. 1995: Επίδοση ρηματικής διακοίνωσης στη Γερμανία

Συνεπής στην άποψή του, τέσσερα χρόνια μετά, ο Πρωθυπουργός, πλέον, Ανδρέας Παπανδρέου δεν δίστασε να θέσει επίσημα και με τον πλέον ρητό και κατηγορηματικό τρόπο το θέμα των γερμανικών οφειλών, ένα θέμα – αγκάθι στα πλευρά της πανίσχυρης Γερμανίας.

Στις 14 Νοεμβρίου 1995 η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου επιδίδει ρηματική διακοίνωση στη γερμανική κυβέρνηση για το ζήτημα των γερμανικών οφειλών. Μία πολύ σημαντική κίνηση σε διπλωματικό και νομικό επίπεδο, που κρατά ανοιχτό το ζήτημα των γερμανικών οφειλών. Λίγες μέρες μετά, σε συνεννόηση με τον Ανδρέα Παπανδρέου, ο Γιάννης Σταμούλης υποβάλλει αγωγή για την αποζημίωση των θυμάτων του Διστόμου, που γίνεται δεκτή από το Πολυμελές Πρωτοδικείο Λειβαδιάς με την υπ’ αριθμ. 137/1997 απόφασή του και επικυρώνεται και καθίσταται αμετάκλητη με την ιστορική απόφαση 11/2000 της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου.

Μια απόφαση που δεν έχει ακόμη υλοποιηθεί με ευθύνη των κυβερνήσεων από το 2000 έως σήμερα!

Γ. ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΗΣ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑΣ ΤΩΝ ΠΟΝΤΙΩΝ

Τέλος – και ιδιαίτερα σημαντικό: Στις 24.2.1994, επί Κυβέρνησης Ανδρέα Παπανδρέου και με βαρύνουσα τη συμβολή του Μιχάλη Χαραλαμπίδη, που έφυγε πριν λίγο καιρό από τη ζωή, η Βουλή των Ελλήνων αναγνωρίζει με ΟΜΟΦΩΝΗ απόφασή της τη Γενοκτονία των 353.000 Ποντίων που πραγματοποίησαν οι Τούρκοι από το 1916 έως το 1923 και καθιερώνει την 19η Μαΐου ως ημέρα μνήμης.

Δ. Ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ

Ο Ανδρέας ήταν ο πρώτος Έλληνας Πρωθυπουργός που επισκέφθηκε επίσημα την Κύπρο και ο πρώτος, ίσως και ο μοναδικός Πρωθυπουργός της Ελλάδας, που έθεσε ως προϋπόθεση της βελτίωσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων την αποχώρηση του τουρκικού στρατού από την Κύπρο.

Επίσης, υιοθέτησε την πολιτική του casus belli απέναντι στην Τουρκία σε οποιαδήποτε επεκτατική της προσπάθεια στην Κύπρο. Ο Ανδρέας Παπανδρέου εξήγγειλε και εφάρμοσε το δόγμα του ενιαίου αμυντικού χώρου Ελλάδας και Κύπρου θωρακίζοντας τη Μεγαλόνησο. Επιπλέον, ο Ανδρέας Παπανδρέου, ως Πρόεδρος της Συνόδου κορυφής της Ε.Ε. στην Κέρκυρα το 1994 απαίτησε και πέτυχε την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε.. Αναμφισβήτητα, ο Ανδρέας Παπανδρέου, παρά τα λάθη και τις αδυναμίες του, έως το τέλος της ζωής του δεν συμβιβάστηκε με το ασφυκτικό διεθνές πλαίσιο κι έθεσε ζητήματα, που συγκεντρώνουν και σήμερα την αντιπαλότητα των καθεστωτικών δυνάμεων.

Ας το έχουν, τουλάχιστον υπόψη τους, όσοι τον επικαλούνται, για να γνωρίζουν και τις δεσμεύσεις που αναλαμβάνουν.