Toυ Γιώργου Πανταγιά*
Ο δημόσιος λόγος στην εγχώρια πολιτική σκηνή απεικονίζει την γενικότερη υστέρηση της χώρας. Τα προβλήματα αναξιοπιστίας και αφερεγγυότητας που αντιμετωπίζει το κομματικό σύστημα κάθε άλλο παρά τυχαία είναι. Η έλλειψη πειστικότητας συντηρεί και επιτείνει την κρίση εμπιστοσύνης και εκπροσώπησης. Ο αχαλίνωτος βερμπαλισμός, η ασταμάτητη υποσχεσιολογία, η καλλιέργεια ψευδών συνειδήσεων είναι η μία όψη. Η άλλη είναι η ακραία καταγγελτική ρητορεία,η δημαγωγία, η αντιπαλότητα, η μισαλλοδοξία. Και οι δυο τους στηρίζονται, συνήθως, σε υπεραπλουστεύσεις, καθώς και σε μανιχαϊστικές αντιλήψεις.
Στην πραγματικότητα, ο πολιτικός λόγος στερείται σε μεγάλο βαθμό ουσιαστικού περιεχομένου. Δεν θεμελιώνεται πάνω στις υπαρκτές ανάγκες της χώρας και της οικονομίας. Αποφεύγει να διατυπώσει καθαρές και συγκεκριμένες προτάσεις. Περιορίζεται σε γενικολογίες και ανέξοδες υποσχέσεις. Επιπλέον, χρησιμοποιείται για αντιπαραθέσεις και αψιμαχίες ανάμεσα στους ανταγωνιστές.
Εξάλλου, τα κόμματα –δεξιόστροφα, αριστερόστροφα- προ πολλού έπαψαν να είναι Εργαστήρια Πολιτικής και Ιδεών. Αντιθέτως, λειτουργούν σαν διαμεσολαβητές μεταξύ των τεχνικών της εξουσίας και του εκλογικού σώματος. Η αποστέωση κι η αφυδάτωσή τους είναι ορατές δια γυμνού οφθαλμού. Η λεγομένη κομματοκρατία διατηρείται άθικτη, αφαιρώντας από την πολιτική την αναγκαία αίγλη.
Έτσι εξηγείται η επικράτηση της μικροπολιτικής, της ψηφοθηρίας, του παρασκηνίου της ίντριγκας και των εσωκομματικών μηχανισμών. Τα φαινόμενα αυτά κυριαρχούν σε όλα τα κομματικά σχήματα. Παρά τις απόπειρες εξωραϊσμού τους, οι οποίες έγιναν κατά καιρούς, η αναντιστοιχία τους με την εποχή τους παραμένει. Άλλωστε, πολύ συχνά επιχειρούμενες προσαρμογές , αποδείχθηκαν ατελέσφορες ακόμη κι αν ήταν επιταγή των ηγεσιών τους.
Η διάσταση της παράταξης της Ν.Δ με τον μεταρρυθμιστικό λόγο του Κυριάκου Μητσοτάκη δείχνει ότι ο κομματικός μηχανισμός της δεν έχει αποβάλλει τη συντηρητική του σκουριά. Η μετεξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ, την οποία υπόσχεται ο Αλέξης Τσίπρας, προκαλεί παροξυσμό στο αναχρονιστικό και ιδεοληπτικό εσωτερικό του σύστημα, συντηρώντας μια ανούσια ακόμη και μισαλλόδοξη ρητορική.
Η επιστροφή του ΚΙΝΑΛ στο αρχέγονο πολιτικό παρελθόν συνοδεύεται με στομφώδη και παρωχημένο λόγο.
Τα κρούσματα αυτά δεν είναι μόνο τωρινά. Υπήρξαν αρκετές περιπτώσεις που τα κομματικά κατεστημένα εμπόδιζαν -αν δεν ακύρωναν- τις επιλογές της ηγεσίας τους να εκσυγχρονίσουν τους πολιτικούς χώρους τους. Αρκεί να θυμηθούμε τον ανελέητο πόλεμο και την υπονόμευση που δέχθηκε ο Κώστας Σημίτης στην προσπάθειά του να σοσιαλδημοκρατικοποιήσει το ΠΑΣΟΚ. Το βαθύ τότε κόμμα έδωσε σκληρές μάχες χαρακωμάτων για να παρεμποδίσει και να ακυρώσει τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, με κορυφαία εκείνη του ασφαλιστικού.
Αν κάτι ανέδειξε η χρεοκοπία της χώρας ήταν το χρεοκοπημένο κομματικό σύστημα. Οι αλλαγές που μεσολάβησαν έως τώρα μπορεί να κρίνονται θετικές ωστόσο, το ζήτημα του εκσυγχρονισμού των κομμάτων και κατ’ επέκταση του πολιτικού τους λόγου παραμένει θεμελιώδες.
Η ιδεολογικοπολιτική και προγραμματική τους ξηρασία επιβεβαιώνει την αναγκαιότητα προσαρμογής τους στην τωρινή εποχή. Αν ο λόγος τους δεν γίνει γήινος, επίκαιρος, ουσιώδης και τεκμηριωμένος θα αδυνατούν να προσδώσουν στην πολιτική την παιδαγωγική της διάσταση.
Η κυριαρχία τους καθίσταται ευάλωτη και η απήχησή τους περιορισμένη. Αντί να διαμορφώνουν και να επηρεάζουν τις τάσεις της κοινής γνώμης θα αποτελούν υποχείριό της, επιρρεπή στον φτηνό λαϊκισμό, χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να καθορίζουν τη φορά των πολιτικών εξελίξεων.
Ωστόσο ευχάριστη έκπληξη και μάλιστα εν μέσω πανδημίας, είναι ο πολιτικός λόγος της Προέδρου της Δημοκρατίας Κατερίνας Σακελλαροπούλου. Ξεχωρίζει αισθητά γιατί είναι μεστός, ουσιαστικός και σύγχρονος. Υπερβαίνει τα κλισέ και στερεότυπα του ξύλινου , αφυδατωμένου και δημαγωγικού λόγου. Απέχει παρασάγγας από τις πομπώδεις και πομφόλυγες διακηρύξεις του προκατόχου της.
Επειδή στην πολιτική ο λόγος είναι εκδοχή της πράξης ο συγχρονισμός του με την εποχή μας, συνιστά ζωτική προτεραιότητα.