Με νοσταλγία και πολλή αγάπη θυμάμαι το παλιό σπίτι των παιδικών μου χρόνων στην οδό  Άνω Σκαλάκια, στο τέρμα  του συνοικισμού Ευαγγελιστρίας της Θεσσαλονίκης. Ήταν χτισμένο στην απέναντι από το βουνό όχθη της ρεματιάς που κατεβαίνει από το δάσος του Σέιχ-Σου (εμείς το λέγαμε Χίλια Δέντρα), η οποία κατόπιν στρίβοντας  περνά ως υπόνομος  μέσα από τον συνοικισμό της Ευαγγελιστρίας.

Στο σπίτι μας είχαμε ένα μεγάλο σκυλί. Θηλυκό ήτανε. Ίρμα το φωνάζαμε. Έπαιζα μαζί του. Το καβαλούσα σαν να ήταν άλογο. Τόσο μεγάλο ήτανε. Είχα και μια χελώνα και ένα σκαντζοχοιράκι, που όταν το πλησίαζα,κουλουριαζόταν και γινόταν ένα κουβάρι αγκάθια. Τα είχα βρει στο βουνό, το Σέιχ-Σου.

Τα κουβάλησα και τα έπαιζα στην πίσω αυλή μας, ανάμεσα στο σπίτι μας και τον Βράχο του Μάνου  των Σαράντα Εκκλησιών, που ορθωνόταν απότομος, πελώριος, πίσω από το σπίτι μας. Είχα και μια καρδερίνα σε κλουβί, η οποία ποτέ της δεν κελάηδησε. Ήταν, λέει, θηλυκιά.

Την φωνάζαμε μπαρμπα-Γιώργη, γιατί όταν της  βάζαμε φαΐ (ασπούρι), το κοίταζε λοξά, με το ένα της μάτι, γέρνοντας το κεφάλι της, όπως ακριβώς, όταν ψωνίζαμε,  κοίταζε τα λεφτά ο μπακάλης της γειτονιάς μας, ο μπαρμπα-Γιώργης που έβλεπε μόνο από το ένα του μάτι.

Σ’ αυτή  την πίσω αυλή είχα φυτέψει και μια ακακία, που ξερίζωσα (παραφυάδα  ρίζας) από το Σέιχ-Σου. Αυτή με τον καιρό μεγάλωσε και έγινε πανύψηλο δέντρο. Παιδιά των Σαράντα Εκκλησιών έρχονταν μερικές φορές και μας πετούσαν πέτρες  από πάνω. Εγώ και οι φίλοι μου από κάτω κάναμε τότε πετροπόλεμο. Αλλά μειονεκτούσαμε,  γιατί πέτρες προς τα επάνω πολύ δύσκολα μπορούσαμε να πετάξουμε.

Πόσο αργά κυλούσε τότε ο χρόνος! Πόσο μεγάλη χρονική περίοδος  μου φαινόταν ο ένας χρόνος!  Ενώ τώρα πόσο γρήγορα περνούν τα χρόνια! Οι  φίλοι μου τότε:  ο Κωστάκης, ο Μιχάλης, ο Παναγιωτάκης… Μόνο ο Κωστάκης  σήμερα ζει. Οι άλλοι έχουν πεθάνει.

Στον ευρύτερο κύκλο των φίλων μου ήταν και κάποιοι Αρμένιοι και Εβραίοι. Θυμάμαι τον Ντικράν, την αδερφή του την Ναζελί, όμορφη κοπέλα, τον Γέγ-για… συνομήλικοί μου περίπου.  Αυτοί μετά την λήξη του πολέμου έφυγαν για τις χώρες τους. Ο Γέγ-για ήταν Αρμένης. Μου παραπονιόταν ότι ο δάσκαλός του  του έλεγε ότι στα ελληνικά δεν είναι δυνατό να γραφεί το όνομά του. Κι εγώ, μαθητής δευτέρας δημοτικού, σκέφτηκα και του είπα να βάζει μια παύλα ανάμεσα στις δυο συλλαβές. Ο Γέγ-για το είπε στον δάσκαλό του και πήρε ένα μεγάλο μπράβο. Δικιά μου ήταν η ιδέα, αλλά το μπράβο το πήρε αυτός.

Στον πόλεμο ο πατέρας μου πολεμούσε στην Αλβανία. Μια μέρα ο ταχυδρόμος μάς  έφερε μιαν «επιστολή». Ήταν γραμμένη από χέρι γραμματιζούμενου, ενός αξιωματικού. Δυσανάγνωστη.  Η θεία μου η Θοδώρα (έμενε μερικά σπίτια πιο πέρα από εμάς), που ήξερε περισσότερα γράμματα, την άνοιξε (μέσα είχε ένα παράσημο) και άρχισε να την διαβάζει. «Αξιότιμη κυρία Ψαθά. Πρέπει να είσθε υπερήφανη δια τον γενναίον  σύζυγόν  σας. Τέτοια παλικάρια τιμούν  τον ελληνικόν στρατόν…»  Παρακάτω δεν διάβασε. Όλες οι γυναίκες  τότε, οι θείες μου και η μητέρα μου, άρχισαν να κλαίνε και να φωνάζουν. «Πάει ο Βασίλης  (ο πατέρας μου). Σκοτώθηκε στην Αλβανία…» Η μητέρα μου με κοίταζε και μονολογούσε. «Τώρα έμεινες πια ορφανό». Δυο μέρες κλαίγαμε όλοι. Την τρίτη μέρα η θεία μου η Θοδώρα είπε. «Μωρέ, ας διαβάσουμε να δούμε  τι λέει το γράμμα παρακάτω». Και διαβάζοντας καταλάβαμε ότι ο πατέρας μου δεν είχε σκοτωθεί, αλλά είχε ανδραγαθήσει  και παρασημοφορήθηκε. Το γράμμα ήταν «συγχαρητήριος  επιστολή».

Στο μεταξύ ο πόλεμος συνεχιζόταν. Κάθε μέρα ιταλικά αεροπλάνα έρχονταν και μας βομβάρδιζαν. Μόλις καλούσαν οι σειρήνες  συναγερμό, τρέχαμε στο σπίτι της  Κουφής, που ήταν παράμερο, και κρυβόμασταν εκεί. Κουφή  την ονόμαζαν στις συζητήσεις τους  όλοι στην γειτονιά μας, γιατί πραγματικά ήταν κουφή. Δεν θυμάμαι το πραγματικό όνομά της, γιατί  ίσως ποτέ να μην το είχα ακούσει.

Αυτή δεν άκουγε τον κρότο από τις μπόμπες. Αισθανόταν μόνο  το τράνταγμα. Μας έφερνε εικόνισμα της Παναγίας και το φιλούσαμε και προσευχόμασταν να μας φυλάξει να μην πέσει επάνω μας καμιά ιταλική μπόμπα και μας σκοτώσει. Όταν οι σειρήνες σφύριζαν λήξη, φεύγαμε ανακουφισμένοι. Την είχαμε γλιτώσει και αυτήν την φορά.

Μια μέρα δυο τρεις οικογένειες  αποφασίσαμε να πάμε να κατοικήσουμε στο βουνό, για να μην κινδυνεύουμε από τους καθημερινούς βομβαρδισμούς των Ιταλών. Εγώ αποφάσισα να ελευθερώσω την καρδερίνα μας, τον μπαμπα- Γιώργη.  Γιατί μέσα στο κλουβί, χωρίς φαΐ και νερό, θα ψοφούσε. Την έπιασα και την αμόλησα με ορμή, για να φύγει. Εκείνη όμως πέταξε λίγο και ξαναγύρισε και κάθισε επάνω στο κλουβί.

Στο βουνό, ανάμεσα στα πυκνά πεύκα, μείναμε μόνο ένα βράδυ. Ξαπλώσαμε σε κουρελούδες. Όμως αν και καλοκαίρι, την νύχτα παγώσαμε. Και ξαναγυρίσαμε στα σπίτια μας. Και βρήκα την καρδερίνα μας καθισμένη επάνω στο κλουβί. Μας περίμενε.

Και όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν την Θεσσαλονίκη, άρχισαν να την βομβαρδίζουν  οι Εγγλέζοι, για να καταστρέψουν τις στρατιωτικές βάσεις  των Γερμανών. Φουκαριάρα πόλη. Την μια οι Ιταλοί, την άλλη οι Εγγλέζοι… Στάχτη σε είχαν κάνει.

Πέρασαν τα χρόνια. Φύγαμε από τα Άνω Σκαλάκια και εγκατασταθήκαμε αλλού. Ο πατέρας μου, η μητέρα μου,  ο αδερφός μου, οι θείες και οι θείοι μου, τα ξαδέρφια μου στην γειτονιά μας… είναι τώρα πεθαμένοι.

Πώς να είναι άραγε σήμερα το παλιό μου σπίτι στα Άνω Σκαλάκια στην Θεσσαλονίκη… Τι να γίνεται η πανύψηλη ακακία…  Πώς θα ήθελα να ξαναβρεθώ στον συνοικισμό των παιδικών μου χρόνων, να ξαναπερπατήσω  στους δρόμους της παλιάς μου γειτονιάς…