Ο παππούς μου, από την μεριά της μητέρας μου, ζούσε στην Προύσα της Μικράς Ασίας. Ήταν πολύ περήφανος που ήταν Έλληνας. Στις τέσσερις κόρες που απέκτησε – γιο δεν είχε – έδωσε ελληνοπρεπή ονόματα: Πελοπία, Κεκροπία, Θεοδώρα (η μεγαλύτερη), Αθανασία (η μικρότερη, η μητέρα μου). Το 1922, με την υποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων, όλη η οικογένεια- τρομοκρατημένη, γιατί ακουγόταν ότι γίνονται σφαγές – ξεκίνησε από την Προύσα για την Σμύρνη. Στον δρόμο τούρκοι στρατιώτες άρπαξαν τον παππού μου.

Και εξαφανίστηκε. Οι πέντε γυναίκες, με την μητέρα μου στην αγκαλιά (ήταν τότε τεσσάρων ετών), περπατώντας, μετά από πολλές ταλαιπωρίες, έφτασαν τελικά στην Σμύρνη. Εκεί, στην προσπάθειά τους να επιβιβασθούν σε πλοίο για την Ελλάδα, η Πελοπία, από το σπρώξιμο, έπεσε στην θάλασσα. Παραλίγο να πνιγεί. Ναύτες βούτηξαν και ευτυχώς την έσωσαν.

Με το πλοίο έφτασαν αρχικά στην Καβάλα. Αργότερα τις μετέφεραν στην Θεσσαλονίκη. Προσωρινά έμεναν σε σκηνή και οι πέντε μαζί, σε στρατόπεδο, δίπλα σε σκηνές στρατιωτών. Τρέφονταν από το συσσίτιό τους και κοιμόνταν κατάχαμα επάνω σε μια στρατιωτική κουβέρτα. Στην σκηνή πέθανε από τις κακουχίες η μητέρα τους. Δεν άντεξε. Οι κόρες, όταν ξύπνησαν το πρωί, την βρήκαν πεθαμένη, επάνω στην κουβέρτα. Κρατούσε ακόμη την μητέρα μου στην αγκαλιά της. Ένας αξιωματικός, ειδοποιημένος από φαντάρους που ξύπνησαν από τα κλάματα των κοριτσιών, ήρθε καβάλα επάνω σε άλογο και διέταξε να πάρουν την πεθαμένη.

Τελικά οι τέσσερις αδερφές εγκαταστάθηκαν σε μιαν άκρη του συνοικισμού Ευαγγελιστρίας, στους πρόποδες του βουνού Σέιχ-σου, σε σπίτι που παλαιότερα χρησιμοποιούνταν, όπως φαίνεται, από προσωπικό λατομείου. Η μεγαλύτερη αδερφή, η Θεοδώρα, ανέλαβε την συντήρηση όλων. Απέκτησε μια ραπτομηχανή ρωσικής κατασκευής (πού την βρήκε, δεν ξέρω) και έκανε την μοδίστρα (μάλλον ράφτρα) στην γειτονιά. Πού έμαθε την ραπτική, ούτε αυτό το ξέρω. Και έτσι ζούσαν. Με πολλές στερήσεις. Και χώρισαν μόνο όταν πια παντρεύτηκαν. Κατοικούσαν όμως και τότε γειτόνισσες, η μια κοντά στην άλλη, και κάνανε συχνές επισκέψεις.

Εγώ, όταν πήγαινα ακόμη στην δευτέρα τάξη του δημοτικού, είχα ζωάκια στην πίσω αυλή του σπιτιού μας, ένα σκαντζοχοιράκι και μια χελώνα. Τα είχα βρει στο Σέιχ-σου. Και έπαιζα μαζί τους. Στην αρχή με φοβόνταν. Όταν τα πλησίαζα, το σκαντζοχοιράκι κουλουριαζόταν και γινόταν μια αγκαθωτή μπαλίτσα, που δεν μπορούσα να την αγγίξω , και η χελώνα κρυβόταν στο καβούκι της. Τους έφερνα φρεσκοκομμένο χόρτο απ’ το βουνό, και άλλη τροφή, για να φάνε. Και με συνήθισαν. Και πια δεν με φοβόνταν. Ο εξάδερφός μου ο Ευθύμης, γιος της Θεοδώρας μεγαλύτερος από εμένα, είχε ένα μεγάλο σκύλο, τον Ντικ. Με έβαζε να τον καβαλήσω, σαν να ήταν άλογο. Εγώ φοβόμουν.

Μια μέρα βρήκαμε στο βουνό έναν κρεμασμένο από κλαδί ενός πελώριου πεύκου. Είχε  αυτοκτονήσει. Τα πιτσιρίκια πηγαίναμε και τον βλέπαμε από μακριά, μέχρι που ήρθε η αστυνομία και τον ξεκρέμασε. Από τότε οι μητέρες μας  απαγόρευσαν να απομακρυνόμαστε μέσα στο δάσος.

Κάθε Κυριακή φορούσαμε τα καλά ρούχα μας και πηγαίναμε στην εκκλησία. Ο άντρας της  θείας Θεοδώρας, ένας μεγαλόσωμος παλιός καπετάνιος, είχε ράψει τελευταία ένα ωραίο ακριβό κοστούμι. Ήθελε στον εκκλησιασμό να ξεχωρίζει από τους άλλους. Μια φορά μόνο αξιώθηκε να το φορέσει. Αρρώστησε από καρκίνο και πέθανε. Ο γιος της Πελοπίας, ο Αντώνης, δεκαεννιά ετών, ψηλός και σωματώδης και αυτός, είχε τις ίδιες περίπου διαστάσεις με τον πεθαμένο θείο Τριαντάφυλλο. Οι μητέρα του Πελοπία και η θεία μας Θεοδώρα του έλεγαν να πάρει αυτός το κοστούμι και να το φοράει , τις Κυριακές τουλάχιστον για τον εκκλησιασμό.

Η θεία Θεοδώρα ήταν πρόθυμη να μακρύνει λίγο τα μπατζάκια – ρεβέρ υπήρχε – ώστε να μη φαίνονται οι αστράγαλοί του. Ο Αντώνης ήταν λίγο ψηλότερος από τον μακαρίτη θείο. Ο Αντώνης όμως με κανένα τρόπο δεν συμβιβαζόταν να φορέσει το κοστούμι του πεθαμένου. Τελικά το δώρισαν σ’ έναν πολύτεκνο τσιγγάνο γανωτή, ο οποίος από τότε ερχόταν κάθε λίγο και μας γάνωνε κουτάλια και πιρούνια, και ακόνιζε τα μαχαίρια μας.  Όλων μας. Από ό,τι  αργότερα μάθαμε, αυτός  την  επόμενη κιόλας μέρα πούλησε το κοστούμι στα παλιατζίδικα.

– Μυαλό δεν είχες και το χάρισες… κατηγορούσε αργότερα η θεία Πελοπία την Θεοδώρα.

– Κρίμα στο κοστούμι, έλεγε και η Κεκροπία.

-Πού να το σκεφτώ… Δεν ήξερα… μονολογούσε και η Θεοδώρα.

Ακόμη και παντρεμένες οι αδερφές έμεναν αχώριστες, με συχνές επισκέψεις, η μια στο σπίτι της άλλης.