Γράφει η Κλεάνθη Κυπριωτάκη

“Καινούργιος χρόνος πάλι ξημερώνει
και σβήνεται και χάνετ’ ο παλιός·
μ’ ελπίδες ο Θεός να τον χρυσώνει
και να ‘ναι ευτυχισμένος και καλός…”

Την ώρα που το ρολόι του χρόνου δείχνει ώρα “μηδέν”, τη στιγμή της εναλλαγής του χρόνου, που το σύμπαν βρίσκεται μετέωρο ανάμεσα στο χθες και στο αύριο, στο παρελθόν και στο μέλλον, ο άνθρωπος ετοιμάζεται με μελωδίες και ηχοχρώματα να υποδεχθεί το νέο έτος.

Αυτή την απειροελάχιστη χρονοστιγμή, νιώθουμε όλοι επιτακτική την ανάγκη να ρίξουμε μια ύστατη, βιαστική ματιά στη θαμπωμένη από τα λάθη και τις αβλεψίες μας σφαίρα του χθες, προτού η φανταχτερή αυλαία  του αύριο, ακτινοβολούσα κι ελπιδοφόρα, ανοίξει μπροστά μας.

Είναι η στιγμή του απολογισμού, που με ταχύτητα αστραπής ανακαλεί στη μνήμη μας όνειρα και σκέψεις, σχέδια και αποφάσεις, προγράμματα κι επιθυμίες ανεκπλήρωτες για να σταθεί προβληματισμένη στα εσκεμμένα ή αθέλητα λάθη μας. Στα ανεπίλυτα προβλήματα, στις ανεξόφλητες ηθικές επιταγές και υποχρεώσεις, στις υποσχέσεις που αθετήθηκαν, στο χρέος που αναβλήθηκε επ’ αόριστον.

Είναι η στιγμή του καθενός ξεχωριστά αλλά και του συνόλου γενικότερα. Η στιγμή των ταπεινών και αδυνάτων, που αποτελούν την πλειονότητα αλλά πρωτίστως, των ισχυρών και των ταγών, από τη θέληση και τις αποφάσεις των οποίων εξαρτάται εν πολλοίς η ισορροπία και η τύχη του κόσμου.

Μια προσωπική εντελώς στιγμή, που αν και φευγαλέα, αφήνει πάντα ανεξίτηλη τη σφραγίδα της κάτω από τη λίστα των πεπραγμένων μας.

Και καθώς η πολύχρωμη πλημμυρίδα των πυροτεχνημάτων και των βεγγαλικών ξεχύνεται στο στερέωμα, δημιουργώντας μια ονειρεμένη ατμόσφαιρα και μας απογειώνουν σε έναν φανταστικό, εφήμερο παράδεισο, η σκέψη μας καλπάζοντας διασχίζει, με οδηγό το αστέρι της καρδιάς μας, το χρονοχώρο που οδηγεί στο ταπεινό λίκνο της Βηθλεέμ, αναζητώντας τη λύτρωση της ψυχής, που δεν της εξασφάλισε ο απατηλός παράδεισος των γήινων φανταχτερών αγαθών.

Αναζητά ένα άλλο σκηνικό, απλό και απέριττο, με ένα μοναδικό αστέρι πάνω στον άναστρο χειμωνιάτικο ουρανό, που διαγράφει τη λαμπερή τροχιά του, στιλβώνοντας με το αναλυτό χρυσάφι του τη γήινη αγκαλιά, που υποδέχτηκε στους κόλπους της την πηγή της ζωής.

Και κάτω στον επίγειο ουρανό της θεϊκής νύχτας, δύο αείφωτους πνευματικούς πυρσούς. Δύο ακένωτες πηγές θεϊκής ακτινοβολίας. Δύο ανέσπερους φάρους, μέσα από τα πάναγνα μάτια του Θείου Βρέφους, που κατευθύνουν και καθοδηγούν  την πορεία του σύμπαντος κόσμου, καταυγάζουν στους αιώνες την ανθρωπότητα και αγκαλιάζουν με μακροθυμία την ανθρώπινη ματαιοδοξία.

Και μαγεμένη η ψυχή μας από την πάνσεπτη ουράνια μελωδία, γονατίζει και αποθέτει το δικό της ταπεινό θυμίαμα, μπροστά στον “τεχθέντα Βασιλέα” και ικετεύει για το θαύμα.

Ένα θαύμα που θα φωτίσει τις καρδιές με το ανέσπερο ουράνιο φως, θα ελευθερώσει τις εγκλωβισμένες ψυχές μας από τα δεσμά του φόβου και θα σπάσει την παγωνία του “εγώ”, που οδηγεί στην απομόνωση και την ψυχοφθόρα μοναξιά.

Θα συντρίψει το φράγμα της αδιαφορίας, της αναλγησίας και της απληστίας των ισχυρών της Γης. Θα ξεκλειδώσει τους κρουνούς με τα αιθάρια σμύρνα της ανθρώπινης φύσης και θα θεμελιώσει την ψυχή του καθενός μια ολόθερμη φάτνη, γεμάτη θαλπωρή για τον πάσχοντα συνάνθρωπο.

Θα σιγήσει τις κλαγγές των φονικών όπλων για να ηχήσουν απ’ άκρου εις άκρον της Γης οι χαρμόσυνες σάλπιγγες με το θείο μήνυμα της συναδέλφωσης και της αλληλεγγύης των λαών, να γίνει συνειδητή ανθρώπινη ευδοκία η θεία εντολή, μέσα από τον θεσπέσιο χειρουβικό ύμνο ”…και επί γης ειρήνη….”.

“Χριστέ, μεγαλοδύναμε Θεέ μας
Χριστέ, γεμάτε αγάπη και στοργή,
χαρούμενο το χρόνο χάριζέ μας
και στείλε την ειρήνη Σου στη Γη”

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ