Με τον καιρό
Φεύγουν, τελειώνουν όλα
Ξεχνάς το πρόσωπο και τη φωνή
Δεν νοιάζεσαι γι’ αυτήν που κυνη-
γούσες στη βροχή
Γι’ αυτήν που μάντευες από ένα βλέμμα.
Με τον καιρό
Φεύγουν, τελειώνουν όλα
Και εσύ εξαγνίζεσαι σαν το κατάκο-
πο άλογο
Κι εσύ παγώνεις πια σε ένα τυχαίο
Κρεβάτι
Ίσως μοναχός σου νηφάλιος όμως
Για τα κλεμμένα, τα χαμένα χρόνια
Αν ναι, με τον καιρό
Δεν αγαπάς
Κανένα πια και τίποτε
Δεν αγαπάς
Leo Ferre
Δεν θα ήθελα κάποτε να έρθει η στιγμή που θα συμφωνούσα με τον Ιταλο-Γάλλο αναρχικό ποιητή. Ο χρόνος μάς διαβρώνει, μας καταστρέφει. Αφήνει ρυτιδιασμένο το κορμί, ρουφά τη δροσιά του.
Φαίνεται όμως ότι η διάβρωση αυτή κατατρώει σαν το βιτριόλι και την ψυχή μας. Ζαρώνει κι εκείνη, ξεραίνεται, ξεχασμένο κυδώνι στο υπόγειο. Χάνεται η ευωδιά που πλημμύριζε τον χώρο, το ζωηρό κίτρινο χρώμα γίνεται μουντό, σκούρο.
Προδίδουν οι μνήμες, θολώνει ο καθρέπτης, όπου ανακαλούσες κάποτε το χαμογελαστό πρόσωπο που αγάπησες και η φωνή, το τραγούδι της, απομένει σκόρπιες νότες που ηχούν, λάμπουν ξαφνικά χωρίς να γίνονται φράσεις, αρμονικές μελωδίες.
Φαίνεται ότι έτσι συμβαίνει με τον καιρό, γιατί πολλοί δίδουν την ίδια συμβουλή σε εκείνους που προσπαθούν να πνίξουν μέσα τους τον βαρύ πόνο σε πένθιμες ώρες.
Λυτρώνει ο χρόνος τις ψυχές, γι’ αυτό τις θεωρεί και ο δικός μας ποιητής καλότυχες και ζητεί να τις αφήσουμε ήσυχες, χωρίς θρήνους που ταράσσουν τη μακαριότητά τους.
Έστω όμως κι αν συμβαίνει, έστω κι αν είμαστε καταδικασμένοι να πληρώσουμε με το στέγνωμα της αγάπης και το μαύρο πέπλο της αμνησίας το πολύχρωμο σήμερα, έστω κι αν ο αγώνας να ζωντανέψουμε τις ευδαίμονες ώρες που μας χαρίζονται είναι μάταιος, θα έλεγα ίσα ίσα γι’ αυτό είναι ακόμη πιο όμορφο και γοητευτικό το παιχνίδι της αγάπης και δικαιωμένη η ζωή μας.
Δεν είναι μόνο το παιχνίδι της φλόγας στο τζάκι, η λάμψη και τα χρώματα όμορφα. Είναι γλυκιά και η σπίθα που λαμπυρίζει στη στάχτη, οι ώρες που απομένεις με φρόνηση και περισυλλογή να απολαμβάνεις τη γαλήνη, τα χειμωνιάτικα απέραντα βράδια. Πλούσιος και ευτυχισμένος με όσα σου χαρίστηκαν.
Δεν είναι δυνατόν να μην αγαπάς κανένα πια και τίποτε. Εκτός κι αν δεν αγάπησες ποτέ αληθινά κανένα παρά μόνο τον εαυτό σου. Άδειος τότε και κενός δεν απομένει παρά να σωριαστείς στο χώμα, άδειο τσουβάλι για πέταμα.