1965

Κάποτε τσακώθηκε η μάνα μου με τον πατέρα μου, άγριος καβγάς. Ο γέρος ήταν ζόρικος τύπος, δυνατός. Νόμισα ότι θα την κτυπήσει. Ήμουν δυο χρονών.  Τότε, δεν γνώριζα για Θεό, δεν είχα Θεό. Φοβήθηκα πολύ. Το θυμάμαι κι ας μοιάζει απίστευτο. Μ’ έπιασε ή πιάστηκα από κάτι, θαρρώ πέρα των δυνάμεών μου. Μπήκα στη μέση, άρπαξα το γόνατο του πατέρα μου με την άγνοια, τη δύναμη και την τρυφερότητα του παιδιού, το αγκάλιασα. Φοβήθηκε, με σεβάστηκε, δεν ξέρω. Ηρέμησε.

1974

Επιστράτευση. Δεν ήξερα τι ήταν. Έβλεπα τον κόσμο να τρέχει φοβισμένος. Η δεύτερη γυναίκα του πατέρα μου έκλαιγε. «Παίρνουν τον πατέρα σου στρατιώτη» είπε. Ήμουν έντεκα  χρονών. Στεκόμουν στην πόρτα του μαγαζιού. Σήκωσα το κεφάλι ψηλά. Είχα μάθει για Θεό. Δεν ξέρω αν παρακάλεσα ή κάτι τέτοιο. Τον πήραν στην πολιτική προστασία της πόλης. Ήταν 41 χρονών. Δεν έφυγε από το Ηράκλειο.

1986

Θεσσαλονίκη, Ιούνιος. Για λόγους που δεν ξέρω, στη Σχολή Φυσικοθεραπείας δεν είχαν καταγραφεί οι βαθμολογίες της πρακτικής μου στα νοσοκομεία όπου έτρεχα όλο   τον χειμώνα. Την άλλη μέρα πετούσα για Ηράκλειο. Συνέβαινε κάτι αδιανόητο. Κανείς δεν ήξερε. Με ύφος μάλλον υπεροπτικό, η διευθύντρια μού είπε: «Βρες τους καθηγητές να μας δώσουν βαθμολογίες. Αν δεν τους βρεις, χάνεις το εξάμηνο». Λες και η Σχολή δεν είχε καμιά σχέση μαζί τους κι έπρεπε να ψάξω εγώ να τους βρω. Πού να τους βρω; Η πρακτική του χειμώνα είχε τελειώσει κι αυτοί δεν ήταν  άνθρωποι της Σχολής αλλά υπάλληλοι των νοσοκομείων, επιτηρητές του τομέα μου. Τη μάνα μου και την κοπελιά μου σκέφτηκα, με περίμεναν. Πήγε το «μέσα» μου να γονατίσει. Κοίταξα έξω απ’ το παράθυρο της Σχολής τον ουρανό, χωρίς να   σκέφτομαι. Γύρεψα μια δύναμη στο γαλάζιο του να με επαναφέρει. Μόνο που δεν έκλαψα. Με είδε στο πουθενά ένας καθηγητής, απλός, καλός άνθρωπος, Κώστα Παπαδόπουλο τον λέγαν, μου είχε κάνει μια-δυο φορές μάθημα. Μου είπε χωρίς να έχει καμιά υποχρέωση: «Εγώ θα σε βοηθήσω». Μας πήρε τρεις ώρες στο τηλέφωνο του διαδρόμου. Τους βρήκαμε όλους. Την άλλη μέρα πέταξα για Ηράκλειο. Ήμουν 23 ετών.

1998

Είχα παραιτηθεί ήδη από την υπηρεσία όπου ήμουν δημόσιος   υπάλληλος-φυσικοθεραπευτής και μόλις είχα ανοίξει το δικό μου εργαστήριο. Τρελός, θαρραλέος ή ρομαντικός; Ο νεαρός φίλος μπήκε μέσα. Πριν προλάβω να πω λέξη, σήκωσε πολύ ψηλά το χέρι του: «Ρε παιδί μου, ακούω ένα «κλακ» όταν το κάνω αυτό…». Ο ώμος του, το στρογγυλό μέρος του βγήκε, κατέβηκε ξαφνικά στη μεσότητα του μπράτσου του. Δεν κιτρίνισε, άσπρισε… Είναι φορές που δεν προλαβαίνεις να ψάξεις τον Θεό ούτε σαν λέξη. Αιωρείται όπως κι εσύ κάπου εκεί και χωρίς να το καταλάβεις, ασυνείδητα, ψάχνεις στο δευτερόλεπτο Αυτόν κι ό,τι σου έχει δανείσει. Αυτόματα, χωρίς να αφορά άμεσα η ανάταξη άκρων τη δουλειά μου, τον ξάπλωσα στο πάτωμα για να μην λιποθυμήσει. Σκέφτηκα την «κίνηση του Ιπποκράτη» που δεν κάναμε στην πρακτική και είχα μόνο στα βιβλία διαβάσει. Έβαλα το γόνατό μου στη μασχάλη του κι έσπρωξα επάνω. Ανατάχτηκε. Πόνεσε αλλά συνήλθε. Του έδεσα το χέρι, του έδωσα νερό και του είπα αυτό που ήξερα, ότι χρειαζόταν επέμβαση. Όπως κι έγινε. Ήμουν 35 χρονών.

2016

Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ηρακλείου, Νευρολογική κλινική, Απρίλιος.

Ήταν νομίζω η τρίτη φορά που έπρεπε να πάρω κατ’ ανάγκη το ισχυρότερο αντιφλεγμονώδες του κόσμου, την κορτιζόνη. Τη συμπαθούσα και την αντιπαθούσα. Ήταν αδιάκριτη, επικίνδυνη αλλά αναγκαία και, κυρίως, αποτελεσματική. Δεν είχαν κρεβάτι σε δωμάτιο γιατί είχε πέσει πολλή δουλειά.

Με έβαλαν στο διάδρομο σε κρεβάτι κανονικό, φάτσα στο βορινό παράθυρο. Ο μακρύς διάδρομος του νοσοκομείου ήταν μάλλον μια συμπαθητική, ευάερη και ευήλια κατάσταση, παρ’ όλα αυτά που λένε για τους διαδρόμους των νοσοκομείων. Άσε που είχε μια κινητικότητα του τύπου   «είμαστε όλοι μαζί» που σ’ έκανε να εκνευρίζεσαι αλλά και να νιώθεις περιέργως ανθρώπινα και κυρίως όχι μοναχικά. Οι νοσοκόμες και οι γιατροί ευγενικοί όπως πάντα, εκτός εξαιρέσεων έντασης.

Όταν είσαι μόνος και στο έλεος μιας κατάστασης  που γνωρίζεις έστω καλά, κάνεις συνειρμούς περί ματαιότητας, τέλους και άλλων τινών. Εκ των πραγμάτων, σου φεύγει με αξιοπρεπή τρόπο η μαγκιά και το μόνο που σου μένει είναι ο καθρέπτης απέναντι   στον   εαυτό   σου. Ένα μεσημέρι  που κοιμόμουν πολύ ζαλισμένος απ’ την κορτιζόνη, πέρασε ο Θεός έξω απ’ το παράθυρο.

Ξυπνούσα εκείνη την ώρα, πρόλαβα του ‘πιασα το μπράτσο και πρόσεξα να μην γκρεμοτσακιστώ απ’ τον τέταρτο όροφο. «Τι κάνεις» του λέω «μ’ έχεις στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου ξαπλωμένο, αδύναμο και παροπλισμένο; Τόσα καλά έχω κάνει βάσει των αρχών Σου, ρώτα τους ασθενείς μου… και να  μην  πω για τα  γραψίματα, τις ζωγραφικές κι  όλα τα υπόλοιπα, τα καλά  και ειρηνικά που έχεις δώσει να κυνηγάμε, να επιδιώκουμε.

Τα τήρησα… Τι κάνεις; Γιατί μ’ έχεις εδώ; Σου τέλειωσα; Τέλειωσα;». «Εσύ θα μου πεις…» μου απάντησε. «Τέλειωσες;». Δεν είπα τίποτα. Έσκυψε και κοίταξε ήρεμα το χέρι μου όπως Του κρατούσα το μπράτσο. Τον άφησα. Γύρισε, περπάτησε στον αέρα κι έφυγε. Επέστρεψα στο κρεβάτι μου. Δεν σκέφτηκα τίποτε άλλο. Ο καιρός τραβούσε ακάθεκτος μέσα στην Άνοιξη. Τέλειωσαν οι τρεις μέρες, έφυγα.

2020

Απρίλιος

Χτες, έβαλα το μήνυμα «2» στο κινητό  μου  και  κατέβηκα στην αγορά. Η πόλη   κενή. Φοβήθηκα τη μοναξιά της και χωρίς εμάς, την στεναχώρια της. Το κατάλαβε. Μου είπε: «Μα δεν έχετε φύγει, είστε μέσα μου. Σε λίγο θα σας δω όλους πάλι». Ελευθερώθηκα, άρχισε να μου αρέσει αυτή η πρωινή μοναξιά, οι λίγοι άνθρωποι. Ήταν σαν να συναντούσα την πόλη προσωρινά γυμνή, χωρίς ντροπές. Πλησιάζει   Πάσχα.   Όλοι ξέρουν ότι δεν θα είναι όπως τα άλλα χρόνια. Δεν καταλαβαίνουν ότι ίσως να είναι καλύτερα. Για πρώτη φορά θα συναντηθούν οι ψυχές χωρίς να αγγίζονται.

Για πρώτη φορά  θα δούμε πόσο ανάγκη έχουμε ένα φιλί, ένα άγγιγμα. Για πρώτη φορά ίσως, θα  καταλάβουμε τη Χριστιανική Αλήθεια κι όχι  την εμπορική που συνήθως επικρατεί. Για πρώτη φορά, ίσως καταλάβουμε ότι η Εκκλησία είμαστε εμείς, οι ψυχές μας που μπορούν να συναντηθούν κι ας μην βλέπονται.

Για πρώτη   φορά   θα   «πράξουμε» με ευθύνη δική μας και χωρίς τη μουσική της Θείας Λειτουργίας γιατί απλά, είμαστε στο «Εμείς» και κοντά, κι ας είμαστε μακριά. Φέτος στις 12 το βράδυ, το Μεγάλο Σάββατο, θα βγω στο μπαλκόνι μου μ’ ένα κερί που θ’ ανάψω εγώ και δεν θα είναι το Άγιο Φως αλλά σίγουρα θα είναι ένα άγιο φως. Τα πάντα στο σπίτι μου θα γίνουν όπως τις άλλες χρονιές.

Αν έχω ένα χρέος σε Κάποιον που μου πρόσφερε την ευκαιρία μιας αναπνοής και μιας σιωπηλής  βοήθειας σε κάποιες σημαντικές μου στιγμές, όπως και σ’ όλους εσάς, είναι αυτό. Μα και για κάτι άλλο. Γιατί ο ιός με μια κίνησή του μας φέρνει κοντά στον θάνατο και στην άρνηση  ενός φιλιού κι ενός αγγίγματος.

Ας κάνουμε κι εμείς οι άνθρωποι την κίνησή μας, ας έρθουμε κοντά στη  ζωή  και  την Ανάσταση με τον τρόπο μας κι ας μην επιτρέψουμε σε οτιδήποτε να μειώσει την αξία και τη σημασία της.

Καλή Ανάσταση σε όλους μας!