εποχούμενος περιπατητής

Ο Παντελής είναι εργολάβος. Βρίσκεται στην Αίγινα με το συνεργάτη του, τον Άγη. Βρισκόμαστε στο 1950. Μόλις έχει λήξει ο εμφύλιος… Ο Παντελής βρίσκεται εκεί, για την κατασκευή της προβλήτας του λιμανιού. Εκεί γνωρίστηκαν με τη Ρόη, μια κοπέλα ορφανή, που δούλευε για να βγάλει το ψωμί της, στην ταβέρνα του Τζίμη.

Το έργο δεν θα είχε κανένα ενδιαφέρον, αν δεν αναπτυσσόταν ένας δυνατός έρωτας ανάμεσα στη νεαρή, τότε, Ρόη και στον Άγη. Όμως, επαγγελματικές υποχρεώσεις κάνουν τον Άγη να εγκαταλείψει το νησί (και τη Ρόη) και να επιστρέψει στην Αθήνα, χωρίς να γνωρίζει ότι η Ρόη είχε, ήδη, μείνει έγκυος.

Από εδώ, αρχίζει η δραματική πλοκή της ταινίας… Από τη μια, η εγκατάλειψη της Ρόης από την Άγη κι από την άλλη η κοινωνική αναλγησία και η έλλειψη προστασίας του εργαζόμενου από το κράτος, …τότε! Ο Τζίμης διώχνει (χωρίς καμία αποζημίωση) τη Ρόη από τη δουλειά. Η έλλειψη επόπτη εργασίας και κοινωνικής υποδομής, … τότε, αναγκάζει τη Ρόη να καταφύγει στην Αθήνα, όπου πιστεύει ότι θα βρει μια καλύτερη τύχη. Εκεί θα γεννήσει και το παιδί της, την Τζούλια.

«Αμάρτησα, για το παιδί μου…»

Όμως, μια γυναίκα μόνη, που έχει κι ένα παιδί, δεν έχει πάντα πολλές επιλογές. Ιδιαίτερα …τότε, στα πρώτα σκληρά μεταπολεμικά χρόνια. Εργάζεται σε ένα νυχτερινό κέντρο. Εκεί, μια γυναίκα νέα, …τότε και παρά τη σεμνή της αμφίεση, δεν μπορεί να κρύψει τα όχι και τόσο ευκαταφρόνητα σωματικά της προσόντα. Μοιραίο είναι, λοιπόν, (και αποφασιστικό για την πλοκή του έργου), να «μπλέξει» με το Βάγγο, χαρακτηριστικό τύπο του υποκόσμου.

Έτσι, μοιραία, όπως εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς, ο νέος εραστής θα προχωρήσει στην «εκμετάλλευση και αξιοποίηση» της νέας του κατάκτησης… Κάποτε, η νεαρή μητέρα (που είναι σκληρά εργαζόμενη, σε ένα κανάλι μαύρης εργασίας, χωρίς ένσημα, χωρίς ΙΚΑ και χωρίς ταμείο ανεργίας – αυτές ήταν οι συνθήκες εργασίας, … τότε), βρίσκει το θάρρος να επαναστατήσει.

Επειδή οι εργατικοί νόμοι ήταν ανύπαρκτοι και οι διαμαρτυρίες και τα συλλαλητήρια δεν είχαν ακόμη ανακαλυφθεί, ούτε και οι τηλεφωνικές γραμμές επειγούσης ανάγκης (αφού και αυτά τα σταθερά τηλέφωνα ήταν προνόμιο των πλουσίων), σε μια δραματική στιγμή απόγνωσης, πυροβολεί και σκοτώνει τον άκαρδο και εξουσιαστικό εραστή της.

Ήταν ένα τέλος, που του άξιζε κι ένα τέλος που θύμιζε κάθαρση αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Όμως … το έργο έχει και περαιτέρω πλοκή. Η Ρόη συλλαμβάνεται, δικάζεται και καταδικάζεται σε πολυετή φυλάκιση, ενώ την κόρη της, τη Τζούλια, παίρνει και μεγαλώνει σαν παιδί του … ο εργολάβος Παντελής.

Όμως, τα χρόνια περνούν, η Τζούλια μεγαλώνει και γίνεται μια πανέμορφη κοπέλα. Κάποτε, λήγει και η ποινή της μητέρας της και ο Παντελής, για να προετοιμάσει τη Τζούλια, προτίθεται να της αποκαλύψει το παρελθόν και το ποιόν της Ρόης. Όμως, στο διάστημα που η Τζούλια περιμένει την αποφυλάκιση της μητέρας της και τη συνάντησή τους, ένα μοιραίο αυτοκινητιστικό δυστύχημα την τραυματίζει θανάσιμα. Η αποκορύφωση του έργου συμβαίνει όταν ο Άγης (ο πραγματικός, αλλά άγνωστός της, πατέρας), μαζί με τη μνηστή του, βρίσκουν τη Τζούλια στο δρόμο, ημιθανή και τη μεταφέρουν στο σπίτι τους. Εκεί, η νέα θα ξεψυχήσει στην αγκαλιά τους!

Το έργο αυτό, με τίτλο «Αμάρτησα για το παιδί μου», ήταν από τα πρώτα μεταπολεμικά (ίσως και να ήταν το πρώτο) από τα δακρύβρεκτα ελληνικά μελό. Αυτό σημάδεψε ανεξίτηλα και την καριέρα της Ελένης Χατζηαργύρη, η οποία στη συνέχεια ταυτίστηκε με ρόλους πονεμένων μανάδων. Μαζί της, συμπρωταγωνίστησαν ο Θεόδωρος Μορίδης, η εξάχρονη, τότε, Ελένη Ανουσάκη και άλλοι ηθοποιοί της εποχής.

Στην ταινία, εμφανίζεται ο Βασίλης Τσιτσάνης, που τραγουδά το «Φτώχεια που με κουρέλιασες», σε στίχους Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, καθώς και το «Απόψε μες το καπηλιό», σε στίχους Κώστα Μάνεση, με την πρωτοεμφανιζόμενη Μαρίκα Νίνου. Τη μουσική επένδυση είχε ο Μενέλαος Παλλάντιος, μουσικός με μεγάλη κλασική παιδεία και έργο, που αργότερα έγινε και Ακαδημαϊκός. Φυσικά, η ταινία ήταν του ’50, ασπρόμαυρη, υποχρεωτικά. Οι έγχρωμες άρχισαν να εμφανίζονται μετά το ’55.

Η ιστορία μιας γυναίκας, που αναγκάστηκε να ζήσει τις συνθήκες του υποκόσμου και τελικά να εγκληματήσει, για να ζήσει το παιδί της, δεν είναι ούτε καινούργια, ούτε παλιά. Είναι διαχρονική. «Η δουλειά δεν είναι ντροπή» λέει ο λαός. Έτσι, το ταπεινό επάγγελμα της καθαρίστριας έχει αποκτήσει, στις μέρες μας, ξεχωριστό κύρος. Ιδιαίτερα με την πρόσκληση της ομάδας των απολυμένων σχολικών καθαριστριών, να παρευρίσκονται στην εναρκτήρια σύγκλιση της Βουλής μας.

Έτσι και η ταλαιπωρία της 53χρονης καθαρίστριας από το Βόλο, δεν θα μπορούσε να περάσει «στα ψιλά  γράμματα». Παρουσίασε πλαστό απολυτήριο δημοτικού, απαραίτητο δικαιολογητικό για την πρόσληψή της σε δημόσιο παιδικό σταθμό, … τότε.  Άλλη μια μητέρα που αμάρτησε, (δηλ. πλαστογράφησε), για το παιδί της!

Καταδικάστηκε με το νόμο 1608/1950 σε 10ετή φυλάκιση. Η ποινή εξοργιστικά βαριά, η κρίση του δικαστή, ανελαστική, ο νόμος του 1950 (σύμπτωση με το έτος παραγωγής της ταινίας;), παρωχημένος, η δημοσιότητα μεγάλη… Τελικά, η καθαρίστρια αποφυλακίστηκε, εν αναμονή της απόφασης του Αρείου Πάγου. Αυτό είναι το καλό.

Το κακό είναι ότι η μεγάλη δημοσιότητα και η δημοσιογραφική προσέγγιση σε ένα τέτοιο γεγονός, με ανθρωπιστικές προεκτάσεις, οδηγούν πολλούς στο λάθος συμπέρασμα, ότι «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Ότι δηλ. δεν βλάπτει κανένα μία μικρή (ή μεγάλη) παρανομία, πότε – πότε, προκειμένου να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας. Έτσι, αντιπαρερχόμαστε μια κολάσιμη πράξη με την ατιμωρησία.

Το κακό είναι ότι η μητέρα, που πλαστογράφησε «για να ζήσει τα παιδιά της», μπορεί να άφησε απ’ έξω κάποια άλλη, που κι εκείνη ήθελε να εργαστεί για τα παιδιά της και εξαιτίας της έχασε την ευκαιρία. Άλλο κακό: Για άλλους με απείρως βαρύτερα παραπτώματα, οι ποινές είναι –συγκριτικά- … γελοίες.

Δικαιολογημένα γράφει ο Δημ. Τριχάς: «Πλαστογραφία, φίλοι μου … παράβαση μεγάλη!… και όσοι την μετέρχονται, σαφώς θα δικαστούν. Καμιά αντίρρηση, λοιπόν, μα … φυλακή και άλλοι! Δυο μέτρα, βλέπω, δυο σταθμά … κι αυτά μ’ ανησυχούν!»…

[email protected]