Ήταν η πρώτη ταινία από εκείνη την κλασσική  και αλησμόνητη ‘Τριλογία του Δολαρίου’ του Σέρτζιο Λεόνε. Ο τίτλος της ‘Για μια χούφτα δολάρια’ ένα σπαγγέτι γουέστερν του 1964. Οι άλλες δύο που ακολούθησαν, επιγράφονταν   ‘Μονομαχία στο Ελ Πάσο’ (1965), και  ‘Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος’ (1966). Στο ‘Για μια χούφτα δολάρια’, λοιπόν, ένας από τους βασικούς πρωταγωνιστές ήταν ο νεαρός και αρκετά φιλόδοξος, όπως έδειξε η πορεία του, υπέργηρος σήμερα, Κλιντ Ίστγουντ. Στην υπόθεση, ένας γρήγορος πιστολάς σε μια μικρή πόλη της  μακρυνής Δύσης, στα σύνορα Μεξικού- Ηνωμένων Πολιτειών, προσπαθεί να κερδίσει κάποια χρήματα μπαίνοντας ανάμεσα σε δύο οικογένειες λαθρεμπόρων οι οποίες προσπαθούσαν διακαώς να αποκτήσουν τον πολύπλευρο έλεγχο της πόλης.

Τα όσα ακολούθησαν τα κατέγραψε η ιστορία. Θυμήθηκα την εν λόγω ταινία με την ανάλογη νοσταλγία, αφού ήταν από τις πρώτες ταινίες του είδους που είχα απολαύσει στη μακρυνή  εφηβική μου ηλικία, με αφορμή την ανάγνωση της είδησης ότι κάποιος σε  χωριό της  Μεσσηνίας, στην Πελοπόννησο,   επικήρυξε με το ποσό των χιλίων ευρώ, τους αγνώστους που του έκλεψαν τριάντα έξι μεγάλα τσουβάλια με ελιές μέσα από το χωράφι του, τα οποία κατά τα λεγόμενά του, αντιστοιχούσαν σε μισό τόνο, περίπου,  λάδι. Η είδηση ίσως να μην αποκτούσε τέτοια δημοσιότητα λίγα χρόνια πριν, αλλά σήμερα με την κατακόρυφη δραματική αύξηση της τιμής του, πολλά άλλαξαν! Βεβαίως δεν είναι μόνο το συγκεκριμένο προϊόν τον τελευταίο καιρό που γίνεται αντικείμενο κερδοσκοπίας πλήττοντας τα οικονομικά των περισσότερων νοικοκυριών. Πριν λίγο καιρό πάλι, άλλοι έκοψαν τους κορμούς των ελιών σε ξένο λιόφυτο, προφανώς λόγω προσωπικών ή οικογενειακών διαφορών, ενώ δεν έλειψαν και οι κλοπές λαδιού από τάφους  νεκροταφείων.

Όμως, φαινόμενα σαν τα παραπάνω  είναι σε γενικές γραμμές σπάνια  στην μακραίωνα ιστορία της ελιάς και του λαδιού. Η ελιά και το λάδι είναι ιδιαίτερα στοιχεία του πολιτισμού ετούτης της χώρας και αναφέρονται και απεικονίζονται πολλάκις και με τα πιο όμορφα λόγια στην ιστορία, τη λογοτεχνία, την ποίηση και τη ζωγραφική. Είναι πάνω απ’ όλα, διαχρονικό σύμβολο ειρήνης. Για το νησί της Κρήτης, η παρουσία της ελιάς είναι συνυφασμένη με την παράδοση, όλη την ιστορία της, αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο όλων των δημιουργικών εκφάνσεων των κατοίκων της. «…Όταν πεθάνω να φυτέψεις μιαν ελιά καταμεσής στο μνήμα μου, να με ρουφήξει με τις ρίζες της. Κι’ απ’ τον καρπό που θα κάνει κάθε χρόνο, να μου ανάβεις ένα καντηλάκι… Σαν ξέρω πως από τα κόκαλα μου θ’ ανάψει ένα φωτάκι, δε φοβούμαι το θάνατο..», έγραφε κάποιες δεκαετίες πριν ο Παντελής Πρεβελάκης, υπαινισσόμενος ότι η ελιά είναι συνοδός στην πορεία της αιωνιότητας του ανθρώπου.

ΑΜΑ ΤΟΥΣ ΒΑΣΤΑ ΝΑ ΣΙΜΩΣΟΥΝ ΕΛΑΙΟΔΕΝΤΡΑ
Έτσι λοιπόν σήμερα φτάσαμε στο σημείο το λάδι να γίνει ο ‘πράσινος’  χρυσός για τους καλλιεργητές των ελιών, όπως είναι και ο ‘μαύρος’ χρυσός για την περιοχή της  Μέσης Ανατολής.  Στα τελευταία δελτία ειδήσεων ακούσαμε για τοποθέτηση καμερών στα λιόφυτα, για εικοσιτετράωρη φύλαξη των κτημάτων, για διαρκές κυνήγι των κλεφτών, για χειροδικία εναντίον τους,  και πολλά άλλα πρωτόγνωρα, σε βαθμό που αν ζούσαμε κάποια χρόνια πριν η ιστορία θα ακολουθούσε την πορεία ενός σπαγγέτι γουέστερν! Είναι πασιφανές πια,  και παραδεκτό, ότι και η ζωή αντιγράφει την τέχνη, όπως και η τέχνη τη ζωή, άλλωστε.

Κάθε εποχή έχει τις ξεχωριστές ιδιορρυθμίες της, τις οποίες η τέχνη δεν διανοείται να αφήσει ανεκμετάλλευτες. Αλλά όλα σε τούτη τη ζωή αλλάζουν, έτσι είναι προγραμματισμένα από τον δημιουργό μας, και σε οποιαδήποτε τελικά  κατεύθυνση.  Λίγο οι τελευταίοι πόλεμοι δίπλα μας, λίγο η ακόρεστη δίψα των μεσαζόντων, λίγο η ανικανότητα της κυβέρνησης να τιθασέψει την αγορά, δεν είναι ικανές προϋποθέσεις να στερήσουν το άναμμα του καντηλιού στα σπίτια μας ή στα μνήματα για εκείνους που έφυγαν για το μακρύ, της ζωής τους,  ταξίδι. «Αν αποσυνθέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι», έγραφε κάποτε ο βραβευμένος μας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης.