Το φαινόμενο είναι όντως αξιοπρόσεκτο. Στην πόλη μας οι υποψήφιοι για το δημαρχιακό θώκο δεν είναι ούτε ένας ούτε δύο ούτε τρεις. Είναι έντεκα! (Μαθαίνω ότι και στα Χανιά οι υποψήφιοι είναι εννιά!). Πώς ερμηνεύεται άραγε αυτή η πληθώρα των υποψηφίων;  Ποιο είναι το κίνητρό τους, πού αποβλέπουν;

Αν ρωτήσει κανείς έναν- έναν τους υποψήφιους δημάρχους τι τους ωθεί να ζητήσουν την ψήφο των συμπολιτών τους, υποψιάζομαι ότι η απάντηση που θα λάβει θα είναι περίπου η εξής:  «Επιθυμώ να γίνω δήμαρχος, επειδή θέλω να προσφέρω στην πόλη μου και στους συμπολίτες μου, επειδή μπορώ να αλλάξω προς το καλύτερο την πόλη και τη ζωή των κατοίκων της.

Μάλιστα, έχω και τη γνώση και τη θέληση να λειτουργήσω ως δήμαρχος πιο αποδοτικά και πιο αποτελεσματικά από τους συνυποψηφίους μου.

Εξάλλου, έχω και μια πολύ καλή ομάδα συνεργατών, που είναι έτοιμοι να δουλέψουν από την πρώτη μέρα με όρεξη, με ανιδιοτέλεια, με όραμα και με γνώση». Αυτή θα είναι η πιο πιθανή απάντηση των υποψηφίων στο ερώτημά μας.

Αν, όμως, το ίδιο ερώτημα το απευθύνουμε στους απλούς πολίτες, οι απαντήσεις που θα λάβουμε θα είναι μάλλον εντελώς διαφορετικές. Υπάρχουν πολίτες που θα πουν πως οι υποψήφιοι είναι τόσο πολλοί, γιατί όλα γίνονται με κίνητρο το ατομικό συμφέρον(«όλα γίνονται για τα λεφτά», έχω ακούσει να λένε πολλοί).

Άλλοι θα πουν πως οι υποψήφιοι είναι  φιλόδοξοι που αποσκοπούν στην εξουσία και τη δημοσιότητα, άλλοι πως δεν έχουν μάθει άλλη δουλειά και γι’  αυτό μπαίνουν σ’ αυτό το χώρο. Έχουμε, λοιπόν, μια εξιδανικευτική απάντηση από τη μεριά των υποψηφίων και πολλές πιο ρεαλιστικές απαντήσεις από τη μεριά των πολιτών. Πού βρίσκεται άραγε η αλήθεια;

Οι υποψήφιοι είναι υποχρεωμένοι, προκειμένου να αποσπάσουν την ψήφο των πολιτών, να παρουσιάσουν μια εικόνα ιδανική τόσο για τον εαυτό τους, όσο και για το κίνητρό τους. Ο πολίτης πρέπει να πειστεί πως ο υποψήφιος είναι πρόσωπο που και τη θέληση και τις δυνατότητες έχει, ώστε να φέρει σε πέρας ένα έργο που θα βελτιώσει τη ζωή του. Ωστόσο, ο υποψιασμένος πολίτης, αυτός που εδώ και αρκετά χρόνια μέχρι και σήμερα έχει ζήσει στο «πετσί» του τα ψέματα των ανθρώπων που κατέχουν εξουσιαστικούς θώκους, γνωρίζει πως πολλά από όσα λέγονται, και κυρίως τα μεγάλα λόγια των υποψηφίων, μπορεί να είναι «λόγια του αέρα».

Αυτός που ακούει καθημερινά για σκάνδαλα, που μαθαίνει για την αφερεγγυότητα των προσώπων που κατέχουν θέσεις εξουσίας, που υποφέρει λόγω της ανικανότητάς τους και βλέπει πως η ζωή του, αντί να βελτιώνεται, χειροτερεύει, αυτός ο πολίτης προσλαμβάνει τα πράγματα πολύ διαφορετικά και δεν δέχεται εύκολα τον ιδανική εικόνα που του παρουσιάζουν. Εντέλει, ζούμε όλοι μας σε μια κατάσταση όπου ο ένας δεν έχει εμπιστοσύνη στον άλλο:  ο μεν πολίτης δεν εμπιστεύεται εύκολα τον υποψήφιο, ο δε υποψήφιος είναι αναγκασμένος να κατασκευάζει μια ιδανική  εικόνα σε ό, τι αφορά τις ικανότητές του και το πρόγραμμά του, για να κερδίσει την ψήφο του πολίτη.

Αν έτσι έχουν τα πράγματα, ας σκεφτούμε πόσο εγκλωβισμένος είναι ο πολίτης, όταν μάλιστα έχει να διαλέξει μέσα από ένα μεγάλο πλήθος υποψηφίων «αναμορφωτών» της πόλης του, πολλοί από τους οποίους μάλιστα προέρχονται και από τον ίδιο πολιτικό χώρο.

Ας δεχτούμε, όμως, ότι οι υποψήφιοι έχουν τις ικανότητες και τη θέληση να προσφέρουν στην πόλη τους από τη θέση του δημάρχου. Επομένως, θα έλεγε κάποιος, καλώς υπάρχει τόσο μεγάλη προσφορά από υποψηφίους. Σύμφωνα, όμως, με το νόμο της αγοράς, όταν υπάρχει υπερπροσφορά ενός προϊόντος, τότε η τιμή του πέφτει κατακόρυφα, όσο καλό κι αν είναι αυτό.

Στην περίπτωση των έντεκα υποψηφίων δημάρχων αυτό σημαίνει ότι το ίδιο το προσφερόμενο από τη μεριά τους ως «προϊόν» χάνει την αξία του. Και ποιο είναι το προϊόν; Είναι η ποιότητα του προγραμματικού λόγου και η φερεγγυότητα του προσώπου τους ως υποψηφίων δημάρχων. Το ίδιο, δηλαδή το γεγονός των πολλών υποψηφιοτήτων, θέλοντας και μη, υποβαθμίζει την ποιότητα του λόγου τους (διότι η συνθηματολογία κινδυνεύει να καλύψει τα επιχειρήματα), ενώ εκ μέρους του πολίτη αμφισβητούνται τα κίνητρα και, συνεπώς, το ήθος των υποψηφίων.

Βεβαίως, υπάρχει (και δικαιολογημένα) η αντίρρηση ότι η υποψηφιότητα είναι δημοκρατικό δικαίωμα και ότι η πληθώρα των υποψηφίων δείχνει πως η δημοκρατία λειτουργεί. Κανείς δεν το αρνείται. Αλλά στη δημοκρατία, πέρα από τα ποσοτικά μεγέθη, υπάρχουν και τα ποιοτικά. Να γνωρίζουν, λοιπόν, οι υποψήφιοι ότι ο μεταξύ τους διαγκωνισμός για τον δημαρχιακό θώκο δίνει στους δημότες την εντύπωση πως όλα γίνονται από φιλοδοξία και ματαιοδοξία (δεν θα πω για το χρήμα).

Στη δημοκρατία όλοι έχουν τα ίδια δικαιώματα ενώπιον του νόμου, δεν έχουν όμως όλοι τις ίδιες δυνατότητες, δεν είναι όλοι το ίδιο άξιοι. Και είναι σίγουρο πως η αξιοσύνη του καθενός θα κριθεί, και θα κριθεί αυστηρά, και τώρα και, προπάντων, όταν δοκιμαστεί στην άσκηση της εξουσίας. «Αρχή άνδρα δείκνυσι», είχε πει ο Βίας από την Πριήνη, ένας από τους επτά σοφούς της αρχαίας Ελλάδας.

Κι εκείνος που ζήτησε και έλαβε την ψήφο των δημοτών και ανέβηκε στο δημαρχιακό θώκο χωρίς να το αξίζει, αυτός θα κριθεί με μεγάλη αυστηρότητα και θα δοκιμάσει την «μήνιν» των συμπολιτών του. Γι’  αυτό ο κάθε υποψήφιος ας είναι τουλάχιστον αληθινός ενώπιον όλων εκείνων από τους οποίους θα ζητήσει να τον ψηφίσουν. Πάντα η αήθεια και ελευθερώνει και σώζει.