Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος είναι από τους πιο καταξιωμένους πεζογράφους της γενιάς του ’80. Έχει εκδώσει πάνω από είκοσι μυθιστορήματα, αρκετά διηγήματα και δοκίμια.

Όπως ομολογεί ο ίδιος, αγάπησε τον Καζαντζάκη και το έργο του τον επηρέασε, ώστε να γίνει συγγραφέας. Αυτή η αγάπη τον ώθησε να γράψει πριν από λίγα χρόνια ένα μυθιστόρημα, όπου η Γαλάτεια εμφανίζεται να αναθεωρεί όσα είχε καταλογίσει στον Καζαντζάκη στο βιβλίο της «Άνθρωποι και Υπεράνθρωποι».

Η παλινωδία αυτή είναι δοσμένη με αρκετή τέχνη και ενσωματώνει κάποτε σχεδόν αυτολεξεί αποσπάσματα από το έργο του συγγραφέα. Φυσικά χρησιμοποιεί άλλα ονόματα, αλλά τα γεγονότα είναι απολύτως αληθινά. Η πολύ καλή γνώση του καζαντζακικού έργου φαίνεται και στο νέο του βιβλίο που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «ΚΕΔΡΟΣ».

Τίτλος του «Ο ΘΕΟΣ ΦΤΑΙΕΙ, ΠΟΥ ΕΚΑΝΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΟΣΟ ΩΡΑΙΟ. Αλληγορίες από τον Καζαντζάκη». Ξαναδιαβάζοντας όλα τα μυθιστορήματα και τα ταξιδιωτικά έργα εντοπίζει 259 σημεία όπου εμφανίζονται με αλληγορικό τρόπο διάλογοι και απόψεις που συγκροτούν τη βιοθεωρία του, που κάποτε εκπλήττει και φυσικά αποδέχεται ο Καζαντζάκης.

Είναι γνωστός ο αγώνας και η θυσία του να γίνει μεγάλος ποιητής. Αν δεν το κατόρθωσε, είναι γιατί, όπως έχει ειπωθεί, η ποίηση γράφεται με λέξεις και όχι με ιδέες. Είναι ένας λόγος που χορεύει.

Στην πεζογραφία του όμως πέτυχε απόλυτα να μετατρέψει τις φιλοσοφικές του απόψεις σε τέχνη, να γίνει παγκόσμια γνωστός και σήμερα εξήντα πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του να διαβάζεται σε όλο τον κόσμο.

Αυτή είναι η μεγάλη δικαίωσή του από τον χρόνο που τελικά είναι ο κύριος κριτής της αξίας, γιατί σημαίνει ότι ο λόγος του δεν είναι επικαιρικός, αλλά αποκαλύπτει την αγωνία της ψυχής του παγκόσμιου ανθρώπου.

Είναι ο μόνος νεοέλληνας συγγραφέας που γνώρισε σε βάθος τη φιλοσοφία και την τέχνη όλης της Ευρώπης, αλλά και της Ανατολής που ακόμα και σήμερα παραμένει άγνωστη στη χώρα μας.

Η κυρίαρχη Δύση ίσως θα έπρεπε να γονιμοποιηθεί από τις μεγάλες φιλοσοφίες και θρησκείες της Ανατολής για να υπερβεί τον στεγνό ορθολογισμό της τεχνοκρατίας, να βρει την ισορροπία και να κατανοήσει, γιατί οι Έλληνες πολέμησαν για την ομορφιά, για μιαν Ελένη.

Δεν είμαι βέβαιος αν είναι όλες αλληγορίες όσες αφηγήσεις εντάσσονται στο έργο του Ραπτόπουλου.

Ορισμένες θα τις ονόμαζα μυθοπλασίες ή αποφθέγματα. Δεν καταγράφει αυτούσιο τον λόγο του Καζαντζάκη. Επεξεργάζεται τη γλώσσα, προσθέτει και περιγράφει τη στιγμή και τον χρόνο που λέγεται κάθε απόσπασμα. Πάντοτε βέβαια συμμετέχει ο Κ.

Γι’ αυτό ίσως πρόκειται όχι για μια ανθολογία, αλλά για ένα μεταμοντέρνο μυθιστόρημα που με την ποικιλία, την ομορφιά, το φιλοσοφικό βάθος των αποσπασμάτων μάς χαρίζει την ουσία και την αγωνία της αξεδίψαστης ψυχής του Καζαντζάκη να κατακτήσει την ελευθερία, να ανέβει τον ανήφορο της ζωής μετατρέποντάς τη σάρκα σε πνεύμα.

Να γίνει ένας ασκητής ή άγιος των γραμμάτων. Το βιβλίο του Ραπτόπουλου για τον μεγάλο μας συγγραφέα θα είναι ένας πολύτιμος σύντροφος όχι μόνο σε όσους γνωρίζουν το έργο του, αλλά ιδιαίτερα σε όσους θέλουν να αισθανθούν τη φλόγα που έκαιγε την ψυχή του.

Την αγωνία του να βρει τα μεγάλα μυστικά της ζωής και τελικά να στηρίξει τον άνθρωπο που αναζητά την ελευθερία και την ανθρωπιά. Εκείνον που δεν παραδίδεται, αλλά πολεμά να σώσει τον θεό.

Αναγκαστικά αδυνατώ να μεταφέρω εδώ και να σχολιάσω όλες τις σκέψεις που τόσο έντεχνα παρουσιάζονται στο βιβλίο. Θα περιοριστώ σε μερικές.

«Δηλαδή; Τι σημαίνει άνθρωπος; Nα, ελεύθερος». «Να σε φωνάξει μωρέ μια γυναίκα στο στρώμα της και να μην πας, χάθηκε η ψυχή σου! Η γυναίκα αυτή θα αναστενάξει στη μεγάλη κρίση του θεού και ο στεναγμός της θα σε γκρεμίσει, όποιος και να ‘σαι, όσα καλά κι αν έχεις καμωμένα, στην κόλαση».

«Όλη η τέχνη του δημιουργού είναι να στριμώχνει μαγικά μέσα στα γράμματα του αλφαβήτου ανθρώπινη ουσία. Κι όλη η τέχνη του αναγνώστη, να ανοίγει τις μαγικές αυτές παγίδες και να ελευθερώνει το φλογερό ή γλυκύτατο περιεχόμενό τους». «Πού να ξέρουν οι Δυτικοί!» μουρμούρισε ο Κινέζος.

«Εσείς ξέρετε μόνο από μηχανές, σιδηρόδρομους και κανόνια. Έχετε τη δύναμη του νου, αλλά σας λείπει η δύναμη της ψυχής. Τούλπα είναι το πλάσμα που μπορεί να δημιουργήσει ένας ασκητής στον αέρα, μετά από πολλή συγκέντρωση της σκέψης. Αναγκάζει τον αέρα να πάρει το σχήμα που εκείνος έχει στο μυαλό του».

Ο Κ. είπε στη μυγδαλιά «Αδελφή, μίλησέ μου για τον θεό». Και η μυγδαλιά άνθισε. «Αν είσαι στους εφτά ουρανούς και σου ζητήσει ένας διαβάτης ένα ποτήρι νερό, κατέβα από τους εφτά ουρανούς να του το δώσεις.

Αν είσαι άγιος ασκητής και σου ζητήσει μια γυναίκα ένα φιλί, κατέβα από την αγιοσύνη σου να της το δώσεις. Αλλιώς δε σώζεσαι».

Πιστεύω ότι το βιβλίο αυτό δεν είναι από εκείνα που διαβάζουμε και αφήνουμε στη βιβλιοθήκη μας. Είναι σύντροφος ζωής που σε δύσκολες ώρες θα ερεθίζει και θα ξυπνά τη σκέψη μας ανοίγοντάς μας έναν ορίζοντα ομορφιάς και χαράς, δικαιώνοντας όλους εκείνους που χρόνια τώρα πρωτοστατούν στην αποκατάσταση του Νίκου Καζαντζάκη, στη διάδοση της σκέψης του και του λόγου του, γιατί παραμένει πάντοτε διαχρονικός και πανανθρώπινος.

Παρηγορεί και τέρπει όλους εκείνους που αναζητούν να συμβιβάσουν το χρέος με το πάθος, την επιθυμία με τη γαλήνη και την κατάκτηση μιας υψηλής κορυφής, όπου ο δούλος του θεού γίνεται σωτήρας του θεού και συνομιλεί με το αύριο.