Ένα κεντρικό στοιχείο της ψυχοσύνθεσης, όχι μόνο των ανθρώπων, αλλά κι όλων των έμβιων οργανισμών, είναι η αποστροφή για οτιδήποτε προκαλεί πόνο, σωματικό ή ψυχολογικό.
Αυτό μεγενθύνεται ακόμα περισσότερο από πολιτισμικούς παράγοντες, αφού στην κουλτούρα μας έχει επικρατήσει μία άρρητη αντίληψη ότι τα αρνητικά συναισθήματα είναι κακά και θα πρέπει να περιοριστούν όσο το δυνατόν περισσότερο, αν όχι και να εξαλειφθούν ολοκληρωτικά.
Όσο κι αν θα θέλαμε, όμως, να είμαστε χαρούμενοι (ή έστω μη λυπημένοι) 365 μέρες το χρόνο, η ζωή έρχεται, πολύ συχνά, με προβλήματα και δυσάρεστα γεγονότα, να μας υπενθυμίσει ότι η επιθυμία μας αυτή είναι μη ρεαλιστική, έως και αφελής.
Το ερώτημα που προκύπτει λοιπόν, αναπόφευκτα, κι αποτελεί τον πυρήνα της ψυχοθεραπείας, είναι το πώς πρέπει να τα διαχειριζόμαστε αυτά.
Ξεκινώντας να πραγματεύομαι το παραπάνω ζήτημα, θεωρώ ύψιστη ανάγκη να δανειστώ τα λόγια ενός σπουδαίου ανθρώπου, από έναν άλλο χώρο, εκείνον της φιλοσοφίας. Ο άνθρωπος αυτός είναι ο Επίκτητος κι είχε πει: «Θεέ μου, δώσε μου τη δύναμη να αλλάξω αυτά που μπορώ, τη δύναμη να αντέξω αυτά που δεν μπορώ να αλλάξω και τη σοφία να καταλαβαίνω τη διαφορά».
Θα μπορούσε η ουσία όλου του σημερινού μου κειμένου, αλλά και της ψυχοθεραπείας εν γένει, να συνοψιστεί σε αυτές τις 28 λέξεις. Ή, διαφορετικά, στις 3 που ουσιαστικά προκύπτουν από αυτά τα λόγια: αλλαγή, αποδοχή, κρίση.
Ας αρχίσω με την πρώτη λοιπόν, που είναι κι η δυσκολότερη, θεωρώ. Η αλλαγή, όσων επιδέχονται αυτής, που συνεπάγεται τη στάση: «αυτό δεν μου αρέσει, είναι στο χέρι μου να το αλλάξω όμως και θα το κάνω». Η αλλαγή είναι πάντα μια δύσκολη, έως κι επίπονη διαδικασία (όταν τουλάχιστον είναι μεγάλη & ουσιαστική).
Προϋποθέτει να αναλάβουμε τις (όποιες, μικρές ή μεγάλες) ευθύνες μας για κάποια κακώς κείμενα, να κάτσουμε να σκεφτούμε τι κάναμε λανθασμένα/ανεπαρκώς, να διαμορφώσουμε ένα νέο-βελτιωμένο σχέδιο δράσης, να το εφαρμόσουμε και, αν αυτό επίσης δεν πετύχει, όλα αυτά από την αρχή ξανά, έως ότου υπάρξει το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Όλα αυτά αφενός απαιτούν πολύ χρόνο κι ενέργεια και αφετέρου συνεπάγονται ένα πλήγμα στον εγωισμό (εφόσον αποδεχόμαστε ότι έχουμε ευθύνη για κάποιο πρόβλημα/αποτυχία). Και, καθώς οι άνθρωποι είμαστε φτιαγμένοι να μην θέλουμε να καταναλώνουμε πολλή ενέργεια και να θέλουμε να διατηρούμε υψηλά επίπεδα αυτοεκτίμησης, είναι μάλλον εμφανές γιατί η αλλαγή είναι μια πολύ δύσκολη διαδικασία.
Η εναλλακτική της αλλαγής είναι η αποδοχή. Η «δύναμη να αντέξω», όπως την περιγράφει ο Επίκτητος, που (ορθότατα) την περιορίζει ως λύση στις περιπτώσεις που δεν μπορεί να αλλάξει τα πράγματα. Η αποδοχή είναι η στάση: «τα πράγματα είναι έτσι, δε μου αρέσει, αλλά δεν μπορώ και να αλλάξω κάτι, οπότε μαθαίνω να ζω με αυτό».
Όταν πράγματι μιλάμε για μια μη αναστρέψιμη κατάσταση, αυτή η στάση είναι όχι μόνο θεμιτή, αλλά κι ιδιαίτερα υγιής. Παράλληλα, είναι κι αρκετά ευκολότερη από την αλλαγή, ούσα πιο παθητική. Αυτό δε σημαίνει βέβαια ότι δεν έχει και κείνη τις δικές της δυσκολίες.
Η βασική εξ’ αυτών είναι να δεχτούμε ότι η ζωή μας (ένα μέρος της έστω) δεν είναι στο χέρι μας και, σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα, είναι και στο χέρι άλλων ανθρώπων (αυτό είναι ακόμα δυσκολότερο). Αυτό είναι κάτι που μπορεί να μας προκαλέσει αισθήματα αβοηθησίας και ματαιότητας, τα οποία μπορεί να οδηγήσουν στην παραίτηση ή/και στην κατάθλιψη.
Ο τρίτος θεματικός άξονας που θίγει ο Επίκτητος είναι η κρίση (:«η σοφία να διακρίνει τη διαφορά»). Η ικανότητα δηλαδή να κρίνουμε αν κάποιο πρόβλημα ανήκει στην κατηγορία όσων μπορούμε (και, συνεπώς, πρέπει) να αλλάξουμε ή σε εκείνη όσων δεν μπορούμε (και, συνεπώς, πρέπει να αποδεχτούμε, όσο κι αν δεν μας αρέσουν).
Αυτό είναι μάλλον το ευκολότερο από τα τρία, αφού οι περισσότεροι άνθρωποι μπορούμε να το κάνουμε σε έναν ικανοποιητικό βαθμό-αρκεί να σκεφτόμαστε καθαρά κι όχι υπό συναισθηματική φόρτιση. Είναι όμως εξαιρετικά σημαντικό, αφού λειτουργεί σαν ιατρική διάγνωση. Προκειμένου να δοθεί το κατάλληλο φάρμακο (αλλαγή ή αποδοχή), πρέπει να υπάρξει πρώτα μια σωστή κατανόηση της κατάστασης (αν μπορεί να αλλάξει ή όχι).
Συνοψίζοντας, όταν προκύπτει κάτι δυσάρεστο, πρέπει σε ένα πρώτο επίπεδο να αξιολογούμε, ψύχραιμα, αν είναι στο χέρι μας να αλλάξει. Έπειτα, σε ένα δεύτερο επίπεδο, θα πρέπει να πορευόμαστε ανάλογα με το αποτέλεσμα της εκτίμησής μας.
Αν μπορούμε να το αλλάξουμε, έστω και σε κάποιο βαθμό, θα πρέπει να κάνουμε την απαιτούμενη προσπάθεια (ή τις απαιτούμενες προσπάθειες, καθώς συχνά δεν πετυχαίνουμε με την πρώτη) για να το πετύχουμε.
Ναι, δεν θα είναι εύκολο, θα χρειαστεί να «πιούμε τα πικρά ποτήρια» της κούρασης και της πληγής του εγωισμού μας, αλλά σκεφτείτε: δεν είναι προτιμότερο αυτό από το να ζούμε μια άσχημη κατάσταση που μπορούμε να διορθώσουμε; Δεν είναι κρίμα να αφήνουμε να διαιωνίζεται αυτή; Θέλω να το τονίσω ιδιαίτερα αυτό, γιατί βλέπω αρκετούς ανθρώπους να επιλέγουν, έστω και ασυνείδητα, το δρόμο της αποδοχής ακόμα και για πράγματα που μπορούν να διορθώσουν, αν προσπαθήσουν (αρκετά).
Κάτι που τελικά συνιστά απλά μεμψιμοιρία και αποτελεί μια διόλου λειτουργική προσέγγιση. Η αποδοχή πρέπει να εφαρμόζεται μόνο όταν χρειάζεται, στις περιπτώσεις που πραγματικά δεν μπορούμε να διορθώσουμε κάποια κατάσταση.
Τότε ναι, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να το αντιληφθούμε και να το αποδεχτούμε, ειδάλλως θα είναι σαν να βαράμε, ξανά και ξανά, το κεφάλι μας στον τοίχο, έχοντας μια αφελή πίστη ότι αυτό που θα σπάσει τελικά θα είναι ο τοίχος. Κι όσο κι αν μας δυσαρεστεί η αίσθηση ότι συμβαίνει κάτι κακό και αδυνατούμε να το αποτρέψουμε, είναι χρήσιμο να μάθουμε ότι κάποιες φορές τα πράγματα είναι έτσι.
Το γεγονός ότι τα αρνητικά συμβάντα είναι, κι εκείνα, μέρος της ζωής, σε συνδυασμό με τη δυσκολία των τριών θεματικών αξόνων που αναλύθηκαν, είναι μάλλον ο σημαντικότερος λόγος που καθιστά απαραίτητη, κατά τη γνώμη μου, για όλους μας, την ψυχοθεραπεία, η οποία μπορεί να βοηθήσει δραστικά και στους τρεις.
Ο Γεώργιος Σφακιανάκης είναι πτυχιούχος Ψυχολογίας-κάτοχος του μεταπτυχιακού τίτλου «Συνθετική Ψυχοθεραπεία & Συμβουλευτική» και διατηρεί ιδιωτικό γραφείο στο Ηράκλειο.