Πριν περίπου τριάντα πέντε χρόνια, ήμουν στην αρχή μιας καλής καριέρας ως φυσιοθεραπευτής. Ένιωθα διαπραγματευτής μεταξύ του πόνου και του ασθενούς, της άνοιας και της λογικής, της παράλυσης και της κινητικότητας, της υγείας και της πάθησης, κρατώντας στα χέρια μου τα ηνία μιας σχέσης ισορροπιών. Δεν ήταν εύκολο. Σαν μεθυσμένος, αγωνιζόμενος θεραπευτής και παρατηρητής, ένιωθα τυχερός που μπορούσα να απαλύνω τους πόνους στις παθήσεις των ανθρώπων. Ήταν μία θεόσταλτη δουλειά που δεν την ένιωθα πρωτίστως σαν επάγγελμα, αλλά ως λειτούργημα.
Θεραπευτής λοιπόν και ξαφνικά το 2007… σκλήρυνση κατά πλάκας. Μου λες Θεέ μου: «Δοκίμασε κι εσύ μια μερίδα από δαύτην, να μου πεις τη γνώμη σου».
Αστεία κάνεις Μεγαλοδύναμε; Εγώ, ασθενείς με σκλήρυνση, τους έκανα καλά ή τέλος πάντων καλύτερα (και όχι, δεν είναι μεταδοτική ή κληρονομική πάθηση). Οκ, καλά έκανες «δόξα σε Σένα», όπως με ειλικρίνεια λέω πάντα και χωρίς ειρωνείες. Αφού Εσύ, έτσι αποφάσισες, εγώ και η γνώμη μου περιττεύουμε. Θεϊκά αυτά και λόγο να πω δεν έχω. Στα ανθρώπινα όμως έχω, κι εκεί θα καταθέσω δυο δράμια λέξεις για την τωρινή κατάσταση έλλειψης προσβασιμότητας σε ιδιωτικούς επαγγελματικούς, αλλά και δημόσιους χώρους και για μια πιθανή για όλους, εκδοχή παιχνιδιού ζαριών.
Ας ξεκαθαρίσω, όμως, πρώτα κάτι. Κάποτε, σε ένα βιβλίο μου, σ’ ένα διήγημα, είχα πει: «Αυτό που μένει πίσω μας όταν φεύγουμε, είναι ο λόγος και η αξιοπρέπειά μας». Αρνούμαι λοιπόν να ζητήσω, να προκαλέσω ή να παρακαλέσω, έστω και ως θεραπευτής, την καλοσύνη των άλλων για οποιοδήποτε πρόβλημά μου. Μπορώ, όμως, να σκαλώσω πάνω του και να πω κάτι για την καλύτερη αντίληψη των προβλημάτων ή των πιθανών προβλημάτων τωρινών ή μελλοντικών όλων μας.
Απευθύνομαι σε σένα επιχειρηματία, σε σένα πολίτη και φυσικά στις Αρχές της πόλης και του κράτους, αφού εξαρχής κι από ψυχής ευχηθώ σε όλους να είστε πάντα υγιείς. Όμως: «Όλα είναι πιθανά για όλους μας, ανά πάσα στιγμή, γι’ αυτό ας φερθούμε συλλογικά, ψύχραιμα κι έξυπνα στα θέματα καθημερινής προσβασιμότητας».
Είναι τουλάχιστον αφελές να περιμένουμε ή να πιθανολογούμε τον ερχομό κάποιου προβλήματος και όταν αυτό έρθει, τότε να το κατανοούμε, να ευαισθητοποιούμαστε και να γυρεύουμε άμεσες λύσεις και διευκολύνσεις μαζί με ένοχους κι αίτιους. Το πρόβλημα της κακής προσβασιμότητας είναι αποκλειστικά επάνω μας, ατομικά και συλλογικά. Κατά την άποψή μου, δεν είναι πρωτίστως θέμα παιδείας, αλλά θέμα δημοκρατίας, μα και ταυτόχρονα αδιαφορίας. Όταν τα περισσότερα καταστήματα στο Ηράκλειο, πολλά απ’ αυτά ακόμα και της εστίασης, δεν διαθέτουν μία σταθερή ή κινητή ράμπα για τη διευκόλυνση ενός ανθρώπου με κινητικό πρόβλημα, και κανείς δεν διαμαρτύρεται ή ευαισθητοποιείται, τότε είναι επόμενο αυτός ο κινητικά αδύναμος, να βιώνει όχι μόνο απανθρωπιά, αλλά και απελπιστική μοναξιά. Όσο για την καθυστερημένη λύπη μας σ’ ένα πρόβλημα μετά τον ερχομό του…, δεν υπάρχει χώρος. Αυτό που πρέπει να υπάρχει νωρίτερα, είναι η γνήσια αντίληψη, η ενσυναίσθηση και η αντιμετώπιση των παραλήψεων πρόσβασης σε ιδιωτικούς επαγγελματικούς και δημόσιους χώρους, με ανάληψη ευθύνης από τους υπεύθυνους.
Ας συνεργαστούμε όλοι για να νικήσουμε έναν κοινό εχθρό, την άγνοια, την αδιαφορία και τη μη πρόληψη που είναι συνεχώς απέναντί μας και μας απειλεί.
Κάποιος ίσως πει: «Μα τι μας λες; Αυτά εμάς δεν μας νοιάζουν. Εμείς είμαστε υγιείς».
Έχω να απαντήσω: Είναι πολύ εύκολο να κρυβόμαστε κάποιες φορές πίσω από την τωρινή, προσωπική, υγιή κατάσταση, την έλλειψη τάχα μου παιδείας ή κρατικής αδιαφορίας. Στην ουσία, η αδιαφορία και η δυσλειτουργία αντίληψης και ενσυναίσθησης μιας δύσκολης κατάστασης, οφείλεται σε προσωπική αδυναμία ή ανασφάλεια και σε μια κακή, παράλογη και άδικη κι αθέατη άποψη ανισότητας προς τον αδύναμο άνθρωπο, που ίσως είναι βαθιά ριζωμένη μέσα μας.
Ο Θεός, συνυφασμένος με την τελειότητα, σίγουρα δεν παίζει ζάρια, όπως είπε και ο Αϊνστάιν για την επιστήμη της κβαντικής. Η ζωή όμως ίσως παίζει ζάρια και το έχουμε δει σε όλους μας, γι’ αυτό καλό είναι οι προτεραιότητες, η πρόληψη, οι λύσεις και οι διευκολύνσεις σε θέματα ανθρωπιάς, προσβασιμότητας, ιδιωτικά και δημόσια, να είναι πριν και πάνω απ’ όλα, βάζοντας όλοι λίγο νερό στο κρασί και την «ευαισθησία» μας.