Συνάντησα αυτή τη φράση, διαβάζοντας το τελευταίο βιβλίο του Λευτέρη Ζούρου με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Όταν ο Χότζας συνάντησε τον Αϊνστάιν», που κυκλοφόρησε από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης (σ. 137). Ο συγγραφέας στο Β’ κεφάλαιο του βιβλίου αναφέρεται στα κύματα που κατακλύζουν το Σύμπαν, τα οποία, όπως γράφει, «αποτελούν ανοιχτές καμπυλώσεις της ευθείας, τις περισσότερες φορές με θαυμαστή ρυθμικότητα» (σ. 132).

Πρόκειται για την ταλάντωση σωμάτων ή συστημάτων, μια κυματοειδή πορεία όπου  το κύμα δεν πρέπει ποτέ να συμπέσει με την ευθεία, επειδή τότε το κύμα θα σβήσει. Το ίδιο ισχύει και για τις κοινωνίες:  όταν οι κοινωνίες σταματήσουν να πάλλονται, τότε έχουν σβήσει, όπως τα συστήματα που δεν πάλλονται.

Υπ΄ αυτή την έννοια θα λέγαμε ότι έχουμε δυο ειδών κοινωνίες:   αυτές που πάλλονται κι αυτές που δεν πάλλονται. Ας ξεκινήσουμε από τις δεύτερες, τις μη παλλόμενες. Πρόκειται για κοινωνίες αρτηριοσκληρωτικές, κοινωνίες που στρέφονται γύρω από τον άξονά τους, κοινωνίες κλειστές και εσωστρεφείς, «αυτάρκεις», ολοκληρωτικές.

Στις κοινωνίες  αυτές όλα θεωρούνται δεδομένα, ακολουθείται είτε μια άτεγκτη ιδεολογία ή ένας πάνσοφος και παντοδύναμος ηγέτης‧κάθε πολιτική αλλαγή, όπως και κάθε κριτική, θεωρείται επικίνδυνη και αποτρέπεται με κάθε τρόπο. Οι αποφάσεις λαμβάνονται από τον ηγέτη ή από μια ομάδα «σοφών» ή από το παντοδύναμο, μοναδικό κόμμα, βάσει μιας ιδεολογίας με μεταφυσικές διαστάσεις.

Επικρατεί η ντετερμινιστική αντίληψη ότι τα πράγματα συμβαίνουν κατά μία άτεγκτη αναγκαιότητα, οπότε οι άνθρωποι (πρέπει να) παραιτούνται από τον αγώνα να τα αποτρέψουν. Ως ιδεολογικά αυτάρκης η κοινωνία αυτή δεν νιώθει την ανάγκη επικοινωνίας με άλλες κοινωνίες, αφού οι θεσμοί της έχουν είτε μυθική και θεϊκή είτε «επιστημονική» προέλευση.  Αυτό σημαίνει πως από τις κοινωνίες αυτές λείπει η ορθολογιστική κριτική, αφού όλα υπαγορεύονται από κάποια αλάνθαστη «αυθεντία».

Η ορθολογιστική κριτική προϋποθέτει ασφαλώς τη διάλυση της κοινωνικής οργάνωσης που έχει επενδυθεί με μεταφυσικό δέος ή με «επιστημονικό» ένδυμα ή με την  πανσοφία του αλάνθαστου ηγέτη. Κάτι τέτοιο, βέβαια, σημαίνει την έναρξη μιας επαναστατικής κοινωνικής αλλαγής πολύ οδυνηρής. Οι κοινωνίες αυτές, όπως είπαμε, είναι μη παλλόμενες,  βρίσκονται σε κατάσταση ακινησίας, στασιμότητας και αδυναμίας αλλαγής βάσει των ιστορικών δεδομένων και των συνθηκών.

Δεν δέχονται το νέο, γι’  αυτό δεν δοκιμάζουν καινούργια πράγματα. Χαρακτηριστικά δείγματα τέτοιων μη παλλόμενων κοινωνιών υπήρξαν η κοινωνία που περιγράφει ο Πλάτων στην Πολιτεία του, οι κομμουνιστικές κοινωνίες, οι κοινωνίες του φασισμού και του ναζισμού, με όλες βέβαια τις διαφοροποιήσεις τους. Αλλά και στη δημοκρατία μπορεί να συναντήσει κανείς περιπτώσεις μικρών κοινωνικών ταλαντώσεων, να δει δηλαδή κοινωνίες που πάλλονται ελάχιστα.

Τούτο συμβαίνει, όταν οι πολιτικές ηγεσίες  ενδιαφέρονται πρωτίστως για την εξουσία και όχι για την κοινωνική πρόοδο, όταν ο επικρατεί ο λαϊκισμός  στην πολιτική, στην εκπαίδευση, στην τήρηση των νόμων, στην ενημέρωση, καθόσον «ο λαϊκισμός είναι εχθρός κάθε αλλαγής σε συλλογικό επίπεδο, όσες φορές την επαγγέλλεται, είναι για να την διαστρεβλώσει. Να την αλλοιώσει.

Να τη συκοφαντήσει. Να την καταστρέψει.» (Δημήτρης Καραγιάννης, Αλλάζει ο άνθρωπος;  Εκδ. ΑΡΜΟΣ,  σ. 205). Οι κοινωνίες του λαϊκισμού είναι μη παλλόμενες κοινωνίες, δηλαδή κοινωνίες συντηρητικές και ανορθολογικές, διότι «προοδευτικό είναι να ανατρέπεις τα δεδομένα» (Δημ. Καραγιάννης, ό.π. σ. 202), όχι να μένεις κολλημένος σ’  αυτά.

Στους αντίποδες βρίσκονται οι παλλόμενες κοινωνίες. Πρόκειται για κοινωνίες ανοικτές, δημοκρατικές, όπου δεν υπάρχουν αλάνθαστα πολιτικά δόγματα ούτε κλειστές ιδεολογίες ούτε πάνσοφοι ηγέτες. Κυρίαρχο στοιχείο είναι ο λόγος, που καθίσταται βάση της ανθρώπινης συνεννόησης. Στις κοινωνίες αυτές προϋποτίθεται και λειτουργεί η αρχή της διαψευσιμότητας ή σφαλερότητας, που έχει διατυπώσει ο Καρλ Πόππερ, σύμφωνα με την οποία:  «Ίσως εγώ να έχω λάθος κι εσύ δίκιο και ίσως με κοινή προσπάθεια να μπορέσουμε να προσεγγίσουμε περισσότερο την αλήθεια».

Πρόκειται για κοινωνίες όπου λειτουργεί η κριτική και η δοκιμή, η οποία αποτελεί κύριο εργαλείο στην πράξη της επιστήμης (Λευτέρης Ζούρος, ό.π. σ. 175) αλλά και της διάκρισης ανάμεσα στα δημοκρατικά και ολοκληρωτικά πολιτεύματα, ανάμεσα στις παλλόμενες και μη κοινωνίες, όπως γράφει και πάλι ο Λ. Ζούρος (ό.π. σ. 176).

Και συνεχίζει:  «πολιτεύματα τα οποία στηρίζονται στη δοκιμή είναι πολιτεύματα που περικλείουν όλες τις δυνατότητες-την αλλαγή, τον συντηρητισμό, την ελεγχόμενη αλλά και επαναστατική πρόοδο και ό, τι σχετικό. Μια δημοκρατία πλήρης με τα δικαιώματα της ισότητας και της ελευθερίας, αλλά χωρίς τη δυνατότητα της δοκιμής και της συλλογικής επανεξέτασης, δεν έχει μέσα το σπόρο της ανέλιξης.» (ο.π. σ. 176-177).

Οι παλλόμενες κοινωνίες είναι κοινωνίες που τολμούν τις αλλαγές, που ρισκάρουν, που δοκιμάζουν νέα πράγματα, που στο πλαίσιό τους λειτουργεί η αξιολόγηση και η κριτική, που είναι ανοικτές στο μέλλον, που δεν είναι δέσμιες του ιστορικού ντετερμινισμού. Στις κοινωνίες αυτές αποκλείεται, στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, η δυνατότητα επιβολής μιας δογματικής ιδεολογίας από μια εξουσία με αυθαίρετο τρόπο

. Έτσι, τη θέση του λαϊκισμού παίρνει η αλήθεια, τη θέση της λαϊκίστικης ισοπέδωσης η αξιολογημένη διάκριση του αρίστου, τη θέση της εσωστρέφειας η λελογισμένη εξωστρέφεια, τη θέση της ιδεοληπτικκής εμμονής η αντιφατική και ρέουσα πραγματικότητα. Οι παλλόμενες κοινωνίες είναι κοινωνίες ζωντανές, κοινωνίες όπου λειτουργούν οι μηχανισμοί ελέγχου της εξουσίας, κοινωνίες που μπορούν να μεταβάλλονται και γι’  αυτό επιβιώνουν.

Ως σκεπτόμενοι πολίτες έχουμε χρέος να σταθμίζουμε τα πράγματα και να αποφασίζουμε, ως όντα «λόγον έχοντα», σε ποια κοινωνίας θέλουμε να ζήσουμε:  σε μια αναπτυσσόμενη και παλλόμενη  ανοικτή κοινωνία ή σε μια κοινωνία που τη διαπερνά μια νομοτελειακή αντίληψη για την πορεία της και μένει στην αυτάρκη ακινησία της, ικανοποιημένη από τη λαϊκίστικη συμπεριφορά των ηγετών της; Οι αποφάσεις όπως και η ευθύνη μάς ανήκουν.