Ο Αλέξης Παπαχελάς, διευθυντής της Καθημερινής και καταξιωμένος δημοσιογράφος με πλούσιο δημοσιογραφικό και συγγραφικό έργο μας περιγράφει στο βιβλίο του ‘’Ένα Σκοτεινό Δωμάτιο 1967-1974’’ με εξόχως γλαφυρό και συνάμα ρεαλιστικό τρόπο την επταετία, που τόσο πολύ πλήγωσε την Ελλάδα και οι συνέπειες της οποίας καθορίζουν τη ζωή μας, σε μεγάλο βαθμό ακόμη και σήμερα. Το έργο του, αποτέλεσμα συστηματικής έρευνας 25ετίας, συγκεντρώνει και παρουσιάζει τεκμηριωμένα στοιχεία για την πολιτική του Ιωαννίδη το τραγικό για τον Ελληνισμό καλοκαίρι του 1974 αλλά και για τη δράση των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών καθ’ όλη την περίοδο της επταετίας.
Το βιβλίο του όμως παρουσιάζει ταυτοχρόνως ένα ζηλευτό πρωτοποριακό χαρακτηριστικό. Ο αναγνώστης μέσα από την αποκρυπτογράφηση κωδικών QR που βρίσκει στις σελίδες του βιβλίου μπορεί να ακούσει αποκαλυπτικές συνομιλίες που αφορούν την συγκεκριμένη περίοδο τεκμηριώνοντας έτσι πέραν κάθε αμφιβολίας ο συγγραφέας την πολυετή του έρευνα και καθιστώντας παράλληλα την ανάγνωση ζωντανότερη και απολαυστικότερη.
Προκαλεί σχεδόν τρόμο στον αναγνώστη η συγκλονιστική αποκάλυψη του τρόπου της διοίκησης της Ελλάδας από τους συνταγματάρχες την περίοδο της επταετίας. Η ανεπάρκεια, η αδεξιότητα, η ατολμία και η έλλειψη πολιτικής και στρατηγικής χάραξης χαρακτηρίζει αυτούς τους ανθρώπους που με δικτατορικό τρόπο κατέλαβαν την εξουσία.
Το βιβλίο διαιρείται ουσιαστικά από το συγγραφέα σε δύο κύρια μέρη. Το πρώτο μέρος ξεκινά περιγράφοντας την αρχή της χούντας αλλά και τις αντιφάσεις, τις διαφορές και τις αντιθέσεις μεταξύ των πρωτεργατών της δικτατορίας. Κορύφωση αυτού του μέρους αποτελεί η απομάκρυνση του Παπαδόπουλου από την εξουσία και η επικράτηση του Ιωαννίδη, ενός ακραίου μονόχνοτου εθνικιστή πολύ διαφορετικού από τον προκάτοχό του. Στο δεύτερο μέρος ο Αλέξης Παπαχελάς σκιαγραφεί την πολιτική του κυνικού ρεαλισμού των ΗΠΑ που με κύριο εκφραστή της τον Υπουργό Εξωτερικών Χένρι Κίσινγκερ κατέληξε στην γνωστή σε όλους μας τραγωδία του 1974.
Το βιβλίο επιχειρεί να δώσει απαντήσεις σε πιεστικά, βασανιστικά ερωτήματα που έχουμε όλοι οι Έλληνες για την επταετία, για τον ρόλο των Αμερικάνων, για την τραγωδία του Κυπριακού το 1974, για το ποιος έδωσε πράσινο φως στον Ιωαννίδη να ανατρέψει τον Μακάριο, γιατί επιβλήθηκε η «σιγή των ελληνικών όπλων» τις πρώτες κρίσιμες ώρες της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο και ποιος αποφάσισε να αποτρέψει την τελευταία στιγμή την επίθεση στο τουρκικό αποβατικό δια θαλάσσης και αέρος στις 22 Ιουλίου. Ακούγοντας ο αναγνώστης-ακροατής το ανατριχιαστικό ηχητικό ντοκουμέντο τα λόγια του Ιωαννίδη από το Πολεμικό Συμβούλιο στις 20 Ιουλίου του ’74: «Μα δεν την ξέρουμε τη λύση; Την ξέρουμε κ. Πρωθυπουργέ. Αυτοί θα βγούνε στην Κυρήνεια, κι αφού βγούνε τότε θα μπουν.
Αυτό που θέλουν οι Τούρκοι το κάνουν. Θα τους σταματήσουμε μετά, αφού πάρουν το λιμάνι την Κυρήνεια και ενώσουν τη Λευκωσία τότε θα σταματήσουν. Γι’ αυτό είμαστε σίγουροι». Τα τρομακτικά αυτά λόγια προκαλούν ακόμη και σήμερα 50 χρόνια μετά, βαθιά ανεπούλωτα τραύματα. Πώς να ξεπεραστεί από ένα ολόκληρο λαό η εσχάτη προδοσία του πραξικοπήματος και της τρίωρης τουλάχιστον σιωπής των ελληνικών όπλων το πρωί της 20ης Ιουλίου;
Στα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου ο συγγραφέας περιγράφει τα γεγονότα μετά την πρώτη φάση της τουρκικής εισβολής και την πτώση της χούντας καταθέτοντας τα στοιχεία που συνέλεξε μέσα από τις συνεντεύξεις του με τους πρωταγωνιστές της Γενεύης. Γίνεται λόγος για το «Σχέδιο Γκιουνές» το οποίο δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό όπως δήλωσε στον Αλέξη Παπαχελά ο Γλαύκος Κληρίδης που ως προεδρεύων της Δημοκρατίας εκπροσωπούσε την Κύπρο στη Γενεύη εκείνη την περίοδο.
Ο Γλαύκος Κληρίδης καταθέτει επίσης ότι μετά τη δήλωση του Έλληνα Υπουργού Εξωτερικών Γεώργιου Μαύρου ότι «η Ελλάς μεταξύ της ατιμώσεως και πολέμου θα προτιμούσε τον πόλεμο», του τηλεφώνησε ο Καραμανλής και του είπε να έχει υπόψη ότι υπάρχουν φοβερά προβλήματα και δεν μπορεί η Ελλάς στην κατάσταση που είναι να επέμβει.
Ενώ αποκαλυπτικά είναι τα πρακτικά της σύσκεψη των αρχηγών των Ενόπλων Δυνάμεων μετά την κατάρρευση των συνομιλιών στη Γενεύη στις 13 Αυγούστου σύμφωνα με τα οποία η απάντηση των στρατιωτικών προς τον Καραμανλή, όταν ρώτησε αν μπορούσαν να σταλούν ενισχύσεις, ήταν ότι η ενίσχυση των δυνάμεων στην Κύπρο θα ήταν «ανθρωποκτονία άνευ ανταλλάγματος».
Οι αναλυτές της CIA εκείνη την περίοδο ωμά έγραφαν ότι «η Κύπρος βρίσκεται στα απώτερα όρια της ακτίνας επιχειρησιακής δράσης των ελληνικών αεροσκαφών», ενώ λίγο πριν από τον δεύτερο γύρο της τουρκικής εισβολής ο Κίσινγκερ ενημέρωνε τον μόλις 4 ημερών Πρόεδρο Φορντ που αντικατέστησε τον Νίξον ότι σε περίπτωση ελληνοτουρκικού πολέμου, η Τουρκία ήταν πιο σημαντική για τις ΗΠΑ. Ιδιαίτερη αίσθηση προκαλεί και η κυνική παραδοχή του υπεύθυνου των επιχειρήσεων της CIA στην Αθήνα Ρον Έστες σε συνέντευξη που παραχώρησε στον Παπαχελά: «Ξέραμε ότι δεν υπήρχε περίπτωση η Ελλάδα να πήγαινε σε πόλεμο, θα ήταν αυτοκτονία, η εκτίμησή μας ήταν ότι θα έχανε μέσα σε λίγες μέρες. Δεν δίναμε πάντως μια δεκάρα για την Κύπρο. Μας ένοιαζε το ΝΑΤΟ και να μην ξεσπάσει ελληνοτουρκικός πόλεμος. Η έγνοια των ΗΠΑ για την Ελλάδα και για την ανατολική Μεσόγειο ήταν μία: η προστασία της Αμερικής και του Ισραήλ από την Αίγυπτο και τη Συρία κατά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών. Το βιβλίο καταγράφει επίσης τον ρόλο της ομογένειας στις μετέπειτα εξελίξεις. Στις 18 Αυγούστου πάνω από 30 χιλιάδες ομογενείς είχαν συγκεντρωθεί κοντά στον Λευκό Οίκο και φώναζαν: «Δολοφόνε Κίσινγκερ».
Στον επίλογο του βιβλίου του ο Αλέξης Παπαχελάς υπενθυμίζει ότι η Κύπρος σήμερα παραμένει υπό τουρκική κατοχή, οι πρόσφυγες δεν έχουν επιστρέψει στα σπίτια τους και η Τουρκία κατέχει ακόμη το 37% του νησιού. Η Ελλάδα περιμένει ακόμη να συμφωνήσει η Τουρκία στην παραπομπή του ζητήματος της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Κλείνοντας θέλω να επισημάνω ότι το βιβλίο πέρα από την καθαρά ιστορική παράθεση των τραγικών για τον Ελληνισμό γεγονότων του 1974 “ώστε να μαθαίνουν οι νέοι και να θυμούνται οι παλαιότεροι” περνά στον αναγνώστη πολλά μηνύματα και διδάγματα. Κάποια φανερά και κάποια που προκύπτουν έμμεσα ίσως για πρώτη φορά.
Διδάγματα που 50 χρόνια μετά έχουν να προσφέρουν μια και τα δεδομένα γίνονται σαφώς πιο δύσκολα λόγω και της άνευ προηγουμένου αναθεωρητικής πολιτικής της Τουρκίας όχι μόνο έναντι της Κύπρου και της Ελλάδας αλλά και της ευρύτερης περιοχής. Χρειάζεται ρεαλιστική και άνευ συναισθημάτων πολιτική για να μην θρηνήσει ο Ελληνισμός νέες τραγωδίες.
Δείγμα γραφής: «…ο Ιωαννιίδης είχε πολλές επαφές με το νούμερο δύο του σταθμού της CIA στην Αθήνα… Ο Τάσκα τον συνάντησε στις 4 Μάρτιου 1970: Είχα μια ιδιωτική συνάντηση με τον αντισυνταγματάρχη Δημήτριο Ιωαννίδη ο οποίος ήταν από τους βασικότερους υποκινητές της Επανάστασης της 21ης Απριλίου και μέλος κλειδί του Επαναστατικού Συμβούλιου. Ως επικεφαλής της στρατιωτικής αστυνομίας έχει την ευθύνη για την αξιοπιστία του ελληνικού στρατού…»!
*Ο Στάθης Ι. Δημητριάδηςείναι επιμελητής Α’ Χειρουργικής του Γ.Ν.Η. Βενιζέλειο Πανάνειο