Τελώνου και φαρισαίου η χθεσινή μέρα. Ημέρα που σηματοδοτεί την αρχή του Τριωδίου και φυσικά την έναρξη των αποκριάτικων εκδηλώσεων. Τέτοιες μέρες, η πόλη μας το Ηράκλειο είχε μια ξεχωριστή και ιδιαίτερη σχέση με τις γιορτές της Αποκριάς. Μέρες μοναδικού κεφιού, γλεντιού, χαράς και αγάπης.

Η καστρινή αποκριά έχει μείνει πραγματικά στην ιστορία αυτής της πόλης! Πολλές φορές έχουμε αναφερθεί στις αποκριάτικες εκδηλώσεις στα συγκροτήματα που κατέβαιναν από την Αθήνα, προκειμένου να συμβάλουν στη διασκέδαση στους επισκέπτες που κατέκλυζαν την πόλη μας, στα πρόσωπα που συμμετείχαν και συμπαρέσυραν κι άλλους, προκειμένου να δώσουν κέφι και ζωντάνια, όπως και γινόταν. Ποτέ όμως δεν έχουμε αναφερθεί στις αίθουσες ψυχαγωγίας, στα κέντρα αυτά διασκέδασης που λειτουργούσαν, προτού ξεσπάσει ο πόλεμος του σαράντα.

Για να είμαι δίκαιος θα πάρω στη σειρά αυτές τις αίθουσες τόσο από την άποψη της επισημότητας που τις διέκρινε όσο και από την ηλικία που τις καθόριζε και έτσι πιστεύω να μην “αδικήωσω” καμία απ’ αυτές! Την αίθουσα “Αμαλία” του αειμνήστου Πάνου Κοκκέβη, που όφειλε το όνομά της στην αείμνηστη πρώτη κυρία του Ηρακλείου. Η Αγλαΐα ήταν σύζυγος του μαιευτήρα ιατρού Νικολάου Βογιατζάκη, ο οποίος ήταν αδελφός του δημάρχου Ηρακλείου Ιωάννου Βογιατζάκη.

Επρόκειτο για στενόχωρη αίθουσα αφού η χωρητικότητα της ήταν για 150 άτομα. Για να μπορέσει βέβαια κάποιος να μπει έπρεπε να είναι γραμμένος στο κατάστιχο των αριστοκρατικών οικογενειών που κρατούσε ο ίδιος ο Κοκκέβης και έφθαναν μόλις τις 70, για όλο το Ηράκλειο. Η αίθουσα “Πουλακάκη” αργότερα “Ηλέκτρα”, όπως την ήξεραν οι Ηρακλειώτες, αρκετά επίσημη κι αυτή, όχι σαν την πρώτη. Τρίτη ήταν η αίθουσα του “Ντορέ”, μια αίθουσα που και σήμερα ακόμα διατηρείται στο κέντρο της πόλης μας.

Εκείνη την περίοδο η αίθουσα αυτή διευθυνόταν από τον αείμνηστο Διαμαντάκη, ο οποίος ήταν γνωστός με το παρατσούκλι “Κάιζερ” εξαιτίας του μουστακιού του. Ο Κάιζερ είχε καταφέρει να δώσει ζωή στην προαναφερόμενη αίθουσα και μία μοναδική κοσμικότητα, σε σημείο που ξεπέρασε τις άλλες δύο, όταν ήταν αυτός υπεύθυνος της διεύθυνσής της.

Ακολουθούσε μια άλλη αίθουσα στην περιοχή της Χανιόπορτας, αρκετά ευρύχωρη και μισοαστική θα λέγαμε. Έφερε το όνομα “σταφιδαποθήκη” αφού τα καλοκαίρια χρησιμοποιούνταν για αποθήκευση σταφίδας και την περίοδο της Αποκριάς για αίθουσα διασκέδασης. Μια άλλη αίθουσα, πολύ λαϊκή, στη συνοικία της Αγίας Τριάδας έφερε ένα εγγλέζικο όνομα “Ντάρια Ντάσιγκ”. Στον Άγιο Μηνά, απέναντι σχεδόν, σαν αίθουσα και σαν χοροδιδασκαλείο ήταν η αίθουσα “Πουπέ”.

Στο Ηράκλειο υπήρχαν δύο χοροδιδασκαλεία, τα οποία ήταν και αίθουσες αποκριάτικης ψυχαγωγίας. Το ένα αριστοκρατικό, του Τριανταφυλλάκη, και το άλλο λαϊκό, του Καραΐσκου. Και τα δύο δούλευαν με λατέρνες. Αυτές ήταν την εποχή εκείνη οι αίθουσες ψυχαγωγίας και όπως προαναφέραμε μιλάμε για την περίοδο από το 1925 μέχρι πριν τον πόλεμο.

Αυτό που έντονα παρατηρούμε είναι ο κοινωνικός διαχωρισμός, κάτι που στις μέρες μας θεωρείται αδιανόητο. Σήμερα πηγαίνεις όπου θέλεις, πληρώνεις, πίνεις ό,τι ποτό θέλεις, κατά προτίμηση ξενόφερτα ποτά, λες και τα δικά μας χάθηκαν. Πρώτο σε κατανάλωση σαφώς το ουΐσκι, η βότκα και ό,τι τραβάει η όρεξη του καθενός, αρκεί φυσικά να “βροντάει και η τσέπη”, όπως έλεγαν οι παλιότεροι. Συνηθισμένο φαινόμενο στα σημερινά κέντρα διασκέδασης φυσικά και το σπάσιμο των πιάτων. Εκείνη την εποχή τα πράγματα ήταν διαφορετικά.

Αν συνέβαινε  από απροσεξία μια κυρία ή ένας κύριος να σπάσει ένα πιάτο ή ένα ποτήρι απ’ αυτά που βρίσκονταν επάνω στο τραπέζι, το περιστατικό αυτό ήταν ικανό να τους κάνει να ντραπούν τόσο, σε σημείο ώστε να σηκωθούν και να φύγουν από το κέντρο, χωρίς να κλείσουν  μάτι όλη τη νύχτα. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του μεγάλου μας χρονογράφου, του αείμνηστου Αριστοτέλη Γραμματικάκη, διευθυντή και εκδότη της καθημερινής ηρακλειώτικης εφημερίδας “Μεσόγειος” στη στήλη, “Χρονογραφικές σημειώσεις”, για το συγκεκριμένο θέμα:

“-Πού πήγατε χθες βράδυ;

-Στην “Αγλαΐα”.

-Και ήταν καλά;

-Περίφημα ήταν. Από τα μεσάνυκτα και πέρα άφησε ο Κοκκέβης ελεύθερη την είσοδο στους μασκαράδες. Το τι έγινε δεν περιγράφεται. Μόνον…

-Mόνον;

-Μόνο που ο προκομένος ο άνδρας μου, έτσι αρούβαλος που είναι, έσπασε ένα ποτήρι καθώς το κρατούσε και περιέλουσε κατά λάθος μια μασκαρού. Δεν κοιμηθήκαμε όλη νύκτα από την ντροπή μας”.

Ήταν μεγάλη ντροπή τότε να σπάσει κανείς κατά λάθος ένα ποτήρι ή ένα πιάτο. Σήμερα η ντροπή, απ’ ότι φαίνεται, εντοπίζεται στο να πας σ’ ένα κέντρο και να μην σπάσεις ον ανάλογο προς την θέση σου, τα οικονομικά σου, τις ιδέες σου, τη νοοτροπία σου, τον περίγυρό σου, αριθμό πιάτων. Αλλοι καιροί, άλλα ήθη… τελικά.