Σίγουρα ο τίτλος του κειμένου ακούγεται παράδοξος. Αλλά μήπως παράδοξος δεν είναι και ο τίτλος του μεγάλου ποιήματος του εθνικού μας ποιητή «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι»; Όπως στην περίπτωσή του ο Δ. Σολωμός χρειάστηκε ένα οξύμωρο, για να αποδώσει την κατάσταση που βίωναν οι πολιορκημένοι του Μεσολογγίου, έτσι και τη σημερινή κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε ως λαός, μόνο ένα οξύμωρο σχήμα μπορεί να την περιγράψει. Είμαστε αισιόδοξα απελπισμένοι. Αν εξετάσει κανείς το λεκτικό αυτό σύνολο από γραμματική άποψη, θα διαπιστώσει εύκολα ότι αποτελείται από ένα επίρρημα (αισιόδοξα) και μια μετοχή (απελπισμένοι).
Το τροπικό επίρρημα λειτουργεί προσδιοριστικά για τη μετοχή, αναιρώντας στην ουσία ό, τι αυτή δηλώνει, καθώς η μια έννοια αντιφάσκει προς την άλλη: η έννοια της αισιοδοξίας αντιφάσκει προς την έννοια της απελπισίας. Κι όμως, ενώ οι δυο έννοιες φαίνεται να αποκλείουν η μία την άλλη, στην πραγματικότητα εκφράζουν κάτι το αληθινό (όπως π. χ. στη φράση «δώρον άδωρον»). Μπορούμε ταυτόχρονα να είμαστε και αισιόδοξοι και απελπισμένοι ή αισιόδοξοι μέσα στην απελπισία μας ή απελπισμένοι μέσα στην αισιοδοξία μας. Ας δούμε, όμως, τα πράγματα από πιο κοντά.
Ξεκινώ από τη μετοχή, στην οποία πέφτει και το κύριο εννοιολογικό βάρος. Είμαστε ένας λαός σε απελπισία. Τι να δει κανείς γύρω του που να μην τον απελπίζει; Το κυβερνητικό αλαλούμ με τα «ήξεις αφήξεις» των υπουργών, με «τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα» ή την πολιτική των εντυπώσεων, της σπίλωσης των αντιπάλων και την άγρια φορολόγηση των πολιτών; Την αντιπολίτευση που δεν έχει βρει το βηματισμό της και ασκεί μόνο αρνητική κριτική στην κυβέρνηση; Την ανεξέλεγκτη δράση μικρο-ομάδων από τα δύο άκρα του πολιτικού φάσματος, που καταλύουν κάθε έννοια νόμου στο όνομα είτε μιας ασύδοτης ελευθερίας είτε της κατάλυσής της, χάριν τάχα «της σωτηρίας του έθνους»; Τις σχέσεις της χώρας μας με την Τουρκία και τις άλλες όμορες χώρες, που κινούνται σε τεντωμένο σκοινί; Την έκρηξη της βίας και της εγκληματικότητας, που έχει αφαιρέσει από τους πολίτες το δικαίωμα να νιώθουν ασφαλείς στο σπίτι και στον τόπο τους;
Την αδυναμία της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει σωστά τις μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές; Την υποβάθμιση της παιδείας, με σχολεία που έχουν καταντήσει χώροι «πάρκιγκ» των μαθητών; (Η έκφραση ανήκει σε εκπαιδευτικό που ζει τη σημερινή πραγματικότητα της ελληνικής εκπαίδευσης). Τα πανεπιστήμια που έχουν καταντήσει άντρα ανομίας, σύμφωνα με τις καταγγελίες των καθηγητών; Το σύστημα υγείας που διαρκώς ρίχνει την ποιότητα των υπηρεσιών προς τους πολίτες; Το αφερέγγυο κράτος, που φορολογεί αλύπητα τον πολίτη, αλλά δεν εξοφλεί τα χρέη του προς τους φορολογούμενους; Τη φτώχεια των ελληνικών νοικοκυριών; Τους νέους που βλέπουν τα χρόνια να περνούν μέσα στην αβεβαιότητα της ανεργίας ή τους άλλους που «ρίχνουν μαύρη πέτρα πίσω τους» και φεύγουν για άλλες πατρίδες; Την κατάντια του ποδοσφαίρου με τις συγκρούσεις των οπαδών μέχρι θανάτου, με τον παραγοντισμό και τα στημένα παιγνίδια;
Τους νέους που δεν θέλουν το γάμο, που έχουν μάθει στο «να περνάμε καλά», βυθισμένοι σε έναν αβάσταχτο ατομοκεντρισμό; Στον ελληνικό πληθυσμό που γερνά και μειώνεται από χρόνο σε χρόνο, δίχως κανείς από τους κυβερνώντες να νοιάζεται γι’ αυτό; Στον ηθικό σχετικισμό, που διαλύει κάθε αξία, που παραδίδει την παράδοση του λαού μας στην πυρά, καταλύοντας κάθε έννοια ελληνικότητας ή στους νέους που μένουν ανιστόρητοι, αφιλοσόφητοι και αγεωγράφητοι;
Κουράζεται κανείς εκθέτοντας όλη τη νοσηρή πραγματικότητα της πατρίδας μας, που γεννά ένα αίσθημα απελπισίας όσον αφορά το μέλλον της. Κι όμως, όπως δηλώνει και ο τίτλος του κειμένου, αυτή η απελπισία συνυπάρχει με την αισιοδοξία. Μπορεί, όμως, να είναι κανείς απελπισμένος και ταυτόχρονα αισιόδοξος; Οι Μεσολογγίτες ήταν πολιορκημένοι κι όμως ελεύθεροι.
Πώς διέσωζαν την ελευθερία τους μέσα στον «κλοιό της Ανάγκης»; Ασφαλώς δεν μπορούσαν να είναι ελεύθεροι, με την έννοια της εξωτερικής ελευθερίας, δηλαδή της ελευθερίας των επιλογών. Ήταν όμως εσωτερικά ελεύθεροι και ανυπότακτοι, σε σημείο που ήταν έτοιμοι να θυσιάσουν και την ίδια τη ζωή τους για την ελευθερία τους αυτή. Κι εμείς οι απελπισμένοι Έλληνες μπορούμε, μέσα στην απελπισία μας, να είμαστε αισιόδοξοι;
Η απελπισία μπορεί να είναι το έσχατο όριο για τον άνθρωπο, μια κατάσταση κατά την οποία τίποτε γύρω του δεν έχει μείνει όρθιο, ώστε να του δίνει κουράγιο να ζήσει, παρά μόνον ο εαυτός του, η πίστη του και οι δυνάμεις του. Η ανακάλυψη από τον άνθρωπο των κρυμμένων δυνατοτήτων του γίνεται, μόνο σαν εκείνος φτάσει στις ακρώρειες της ύπαρξής του, εκεί όπου δεν υπάρχει παραπέρα, όταν όλα γύρω του φαίνονται να είναι χαμένα.
Τότε πρέπει να κάμει το άλμα: να στραφεί σε ό, τι του έχει απομείνει, δηλαδή στον εσώτερο εαυτό του και ν’ ανακαλύψει ικανότητες, δυνατότητες και ευκαιρίες, που δεν του επέτρεπαν να γνωρίζει η άνεση, η ευκολία και η ραστώνη της ευμάρειας. Και γίνεται τότε ο αληθινός εαυτός του. Κι όταν φτάσει σ’ αυτό το σημείο της αυτογνωσίας, τότε μπορεί να είναι αισιόδοξος, μπορεί να βλέπει τον κόσμο και το μέλλον του με άλλο μάτι. Διότι ο αισιόδοξος ζει με την ελπίδα και η ελπίδα έχει την αναφορά της στο μέλλον, αντίθετα προς τον απαισιόδοξο που ζει με τις αναμνήσεις και οι αναμνήσεις έχουν την αναφορά τους στο παρελθόν.
Έγραφε ο Ν. Καζαντζάκης στον Γ. Χατζίνη: «Μονάχα πέρα από την απόλυτη απελπισιά βρίσκεται η πόρτα της απόλυτης ελπίδας. Αλίμονο σ’ αυτόν που δεν μπόρεσε ν’ ανέβει το φοβερό μονοπάτι που βρίσκεται πάνω από την άκρα απελπισιά. Αυτός αναγκαστικά είναι αγιάτρευτα απελπισμένος. Ο άλλος, αυτός που μπόρεσε ν’ ανέβει το σκαλοπάτι, αυτός μονάχα ξέρει τι θα πει απόρθητη χαρά κι αθανασία». («Η θεολογία του Καζαντζάκη», Εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 1-06-1997).
Σ’ αυτό το σημείο βρισκόμαστε οι Έλληνες τώρα. Μπορεί τα εξωτερικά σημάδια να είναι δυσοίωνα και ο κόσμος μας να φαίνεται σκοτεινός, αλλά μέσα σε αυτό το σκοτάδι λάμπει ένα φως, το φως της πίστης στις κρυμμένες δυνάμεις μας ως ατόμων και ως λαού. Αυτές τις δυνάμεις μπορούμε να ανακαλύψουμε, τώρα που είμαστε απεγνωσμένοι και απελπισμένοι.
Όχι αγαναχτισμένοι, διότι η αγανάχτηση συνιστά στην ουσία της μια ήττα. Ο αγαναχτισμένος είναι ένας ηττημένος, επειδή στην ουσία έχει παραδεχτεί την ήττα του, έχει παραδεχτεί πως έχει χάσει το παιχνίδι και το μόνο που του μένει είναι να εκτονώνεται συναισθηματικά, ξεσπώντας σε παράλογες και ανούσιες πράξεις και νομίζοντας ότι έτσι λύνει το πρόβλημά του, χωρίς, ωστόσο, να αλλάζει ο ίδιος ούτε και να αλλάζει τον κόσμο γύρω του.
Αντίθετα, ο απελπισμένος που χρησιμοποιεί την έσχατη απελπισία του ως εφαλτήριο, για να κάμει το άλμα για την υπέρβασή της, αυτός μόνο μπορεί να αλλάξει ριζικά τον εαυτό του και αλλάζοντας ο ίδιος να συμβάλει και στην αλλαγή της πραγματικότητας, επειδή ο ίδιος βίωσε το έσχατο όριο στο οποίο μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος, εκεί όπου έχει υπερβεί το φόβο και καθετί που μπορεί να τον περιορίσει στο ταπεινό σαρκίο του. Η σημερινή απελπισία μας ως λαού μπορεί να είναι και η μεγαλύτερη ευκαιρία μας για αισιοδοξία. Ας δούμε, λοιπόν, τα πράγματα με άλλο μάτι, ας ρίξουμε δηλαδή το βλέμμα μας μέσα μας, εκεί όπου κατοικεί ο αληθινός εαυτός μας.