Θα μπορούσε ο τιμώμενος Άγιος να έχει τον ρόλο του ρυθμιστή, αφού τέτοιες μέρες πολλά ρυθμίζονται. Πρόκειται για χειμερινά «ξεκινήματα» στους διάφορους ελληνικούς τομείς.

Εκτός από την κτηνοτροφία, όπου τα κοπάδια εγκαταλείπουν τα βουνά και κατεβαίνουν στα χειμαδιά και άλλοι τομείς της ελληνικής ζωής, χρησιμοποίησαν την εορτή του Αγίου Δημητρίου ως ορόσημο.

Στη γεωργική ζωή άνοιγαν και ανοίγουν τα βαρέλια με τα καινούργια κρασιά, τουλάχιστον για να τα δοκιμάσουν. Αυτό μπορούσε να γίνει από την μέρα αυτή με αποκορύφωμα την γιορτή του Αγίου Γεωργίου του «μεθυστή» που γιορτάζεται στις 3 του Νοέμβρη.

Επίσης οι καρβουναραίοι που έκοβαν ξύλα από το δάσος, παράχωναν τα ξύλα στη γη για να έχουν ξεραθεί έως τη γιορτή του Αη Γιώργη, μέσα σ’ ένα εξάμηνο δηλαδή.

Στην οικογενειακή ζωή, όταν πλησίαζε η γιορτή του Αη Δημήτρη η χαρά που έπαιρναν πολλές οικογένειες ήταν απερίγραπτη. Συνέβαινε πολλοί ξενητεμένοι και ταξιδευμένοι (βοσκοί, εργάτες, έμποροι, μαστόροι και ναυτικοί) θα γύριζαν, προκειμένου να περάσουν τον χειμώνα.

Οι γυναίκες, πολύ πιο χαρούμενες τώρα, παρά του Αγίου Γεωργίου, νοικοκύρευαν τα σπίτια τους και τα ντυσίματά τους για να τους καλωσορίσουν! Στην παλιά κοινοτική ζωή, οι ελληνικές κοινότητες ή των Ελλήνων οι κοινότητες, εξέλεγαν τους δημογέροντες ή μία φορά τον χρόνο οπότε προτιμούσαν τον Αη Γιώργη της άνοιξης ή δύο φορές, οπότε προτιμούσαν ανά εξάμηνο και τους δύο Αγίους.

Με τα ίδια φυσικά εξάμηνα λογάριαζαν και οι Τούρκοι τους φόρους που θα πλήρωναν σ’ αυτούς οι ραγιάδες, βάζοντας κι αυτοί ορόσημα τις δύο χριστιανικές γιορτές. Στη ναυτική ζωή οι παλιοί μικροκαραβοκύρηδες τραβούσαν στη στεριά τα καΐκια τους την ημέρα του Αγίου Δημητρίου, για να τα ξαναρίξουν στη θάλασσα μετά από την εορτή των Φώτων όταν αγιάζονταν τα νερά.

Οι Τούρκοι πάλι όριζαν ελεύθερο χρόνο ναυσιπλοΐας τις δύο γιορτές από τον Αη Γιώργη μέχρι τον Αη Δημήτρη οπότε και καλούσαν στο Πολεμικό Ναυτικό τα τυχόν ελληνικά πληρώματα.

Τέλος στην εμπορική ζωή η παλιά παράδοση των «Δημητρίων» της Θεσσαλονίκης, που είχε στηριχθεί και στις ανάγκες των γεωργικών και κτηνοτροφικών πληθυσμών της Βαλκανικής, ν’ ανανεώνουν το τεχνικό υλικό και τις χειμερινές τους προμήθειες.

Έτσι πέραν από την καθιερωμένη διεθνή έκθεση της Θεσσαλονίκης είχαμε και έχουμε ακόμα τις τοπικές εμποροπανηγύρεις που κρατάνε περίπου επτά έως δέκα μέρες συγκεντρώνοντας πολλούς ανθρώπους των γύρω περιοχών. Τέτοιες μέρες του Άη Δημήτρη, οι συντεχνίες έκαναν ταμείο, επισφραγίζοντας την καλοκαιρινή εργασία και τα κέρδη που είχαν απ’ αυτή.

Ιδιαίτερα οι χτίστες σπιτιών και εκκλησιών, οι περίφημοι πετράδες ή τσουκαναραίοι όπως τους αποκαλούσαν, οι οποίοι είχαν τον δικό τους τρόπο συνεννόησης, την δική τους γλώσσα. Οι οικοδόμοι, οι ασβεστάδες, οι σοβατζήδες, οι ξυλουργοί, οι κεραμιδάδες, οι σιδεράδες και οι επιπλοποιοί μαζί με τους βοηθούς τους.

Την ίδια μέρα βέβαια κάποιοι άλλοι επαγγελματίες την πρωτογιόρταζαν, αφού θα άρχιζαν την καλή χειμωνιάτικη εμπορική δράση. Αυτοί ήταν οι μπακάληδες, οι δερματέμποροι, οι ράφτες, οι παπουτσήδες, οι υφασματέμποροι και φυσικά οι ταβερνιάρδηες, οι οποίοι είχαν τον πρώτο λόγο και αφού οι επερχόμενες χειμωνιάτικες μέρες, καθώς και οι μέρες των εορτών το καλούσαν!

Πράγματι η γιορτή του Άη Δημήτρη είχε μια ζεστασιά κοινωνικής αυτοσυγκέντρωσης και ανθρώπινης ειρηνικής επαφής σε αντίθεση με τη γιορτή του Άη Γιώργη της άνοιξης που μετακινούσε και χώριζε τις οικογένειες και τους ανθρώπους.

Οι διαφορές αυτές εκφράζονται και μέσα από ένα συγκριτικό Μακεδονικό τραγούδι:

-Αγιογιώργη φοβερέ και σκροποφαμελίτη
Εγώ μαζώνω φαμιλιές και συ μου τις σκορπίζεις
μαζώνω μάνες με παιδιά, γυναίκες με τους άνδρες,
μαζώνω και τ’ αντρόγυνα, τα πολυαγαπημένα!».

Αυτά είναι τα λόγια του Άη Δημήτρη για να του απαντήσει ο Άη Γιώργος με τα ακόλουθα:

-Εγώ φέρνων την άνοιξη και συ μου τη στεγνώνει
εγώ φέρνω τα πρόβατα και συ τα ξεδιαγμίζεις
φέρνω και τους τσοπάνηδες, λαλώντας τις φλογέρες!

Σίγουρα ο Άη Γιώργης τιμάται περισσότερο στους Σαρακατσάνους και αυτό το δείχνουν τα βαπτιστικά τους ονόματα 3 προς 2. Τον Άη Δημήτρη όμως τον υπολογίζουν περισσότερο εξαιτίας των αγωνιών της τροφής και του χειμώνα.

Πρόκειται όμως για κοινή λατρεία και των δύο Αγίων απ’ όλους τους κτηνοτρόφους, επειδή όπως λένε τους θεωρούν οικειότερους, σαν να περπατούν μαζί τους και στον ένα και στον άλλο δρόμο τους, με τ’ άλογα, οπλισμένοι μάλιστα, σαν προστάτες τους από κάθε κακό.

Γι’ αυτό και στις εκκλησίες των κτηνοτροφικών περιοχών, οι παλιοί έξυπνοι αγιογράφοι φρόντιζαν να παριστάνουν μαζί τους δύο Αγίου (άσπρο και κοκκινωπό άλογο) ή να τους ζωγραφίζουν με αντιστοιχία (στο τέμπλο ή στους τοίχους).