Καλοκαίρι ακόμη, φίλε αναγνώστη. Καλοκαίρι φθινοπωρινό. Οκτώβρης μήνας. Τέρμα οι διακοπές για μικρούς και μεγάλους. Όλοι και πάλι στις δουλειές, όσοι έχουν ακόμη. Κι εγώ; Ένας φτωχός συνταξιούχος, ένας ανήμπορος για οποιαδήποτε αξιόλογη δράση άνθρωπος, που κάθομαι τα περισσότερα πρωινά και όσο ο καιρός επιτρέπει στο μπαλκόνι του σπιτιού μου και πίνοντας αργά το καφεδάκι μου κάνω παρέα με τις αναμνήσεις μου, σκέφτομαι τα περασμένα, όπως μας έλεγαν οι παλιοί.
Σήμερα στο μυαλό μου βρήκα να κυριαρχούν οι επαγγελματικές μου αναμνήσεις. Υπήρξα εκπαιδευτικός, δάσκαλος στο επάγγελμα. Δεν ξέρω γιατί τη μνήμη μου απασχολεί σήμερα έντονα η “αυθεντία”! Μήπως γιατί είναι ο βασικότερος συντελεστής στην αγωγή μικρών και μεγάλων; Ή γιατί κάποτε με ταλαιπώρησε κατά κάποιο τρόπο η έννοια αυτή, όταν κλήθηκα, το 1980, να την αναπτύξω ως υποψήφιος επιθεωρητής της δημοτικής εκπαίδευσης στον σχετικό διαγωνισμό που τότε διενεργήθηκε; “Δεν υπάρχει αγωγή χωρίς αυθεντία, όπως κι αντίθετα η καταπίεση της προσωπικότητας και της ελευθερίας του παιδιού οδηγεί στον εκφυλισμό της αγωγής”. Αυτό ήταν το θέμα, αν θυμάμαι καλά. Θέμα σημαντικότατο, πολύ ενδιαφέρον και αρκετά δύσκολο και εκτεταμένο θα έλεγα. Και πράγματι: και τότε και τώρα και πάντα χωρίς αυθεντία αγωγή δεν υπάρχει! Ή για να το πούμε όσο πιο απλά μπορούμε: Αγωγή χωρίς πρότυπα, καλά ή κακά, δε γίνεται.
Θυμάμαι ακόμη και την έντονη πολεμική που ασκήθηκε τότε και μετά κατά της αυθεντίας, αλλά και της αξιολόγησης, από τον παθιασμένο της εποχής εκείνης κομματικό συνδικαλισμό του κλάδου μου, άλλοι από τους οποίους εποφθαλμιούσαν τις θέσεις των επιθεωρητών, τους οποίους και αντικατέστησαν τελικά ως σχολικοί σύμβουλοι, και άλλοι, όχι όλοι, βρήκαν την ησυχία τους από τον μη έλεγχο και τη μη αξιολόγηση που επακολούθησαν. “Δεν υπάρχουν αυθεντίες!” φώναζαν. “Δε χρειάζεται η αξιολόγηση!” υποστήριξαν. Κρίμα.
Αλλά “μιας και το ‘φερε η κουβέντα”, ας πούμε λίγα λόγια, όσα επιτρέπει ο διαθέσιμος χώρος, για τις άννοιες της αγωγής και της αυθεντίας και μια άλλη φορά θα ασχοληθούμε με το ρόλο της δεύτερης στην αγωγή και τη μόρφωση μικρών και μεγάλων.
Ας ξεκινήσουμε με την αγωγή. Η λέξη αυτή παράγεται από το ρήμα άγω, που σημαίνει οδηγώ κάποιον. Αυτή η ενέργεια, η καθοδήγηση δηλαδή, όταν γίνεται συνειδητά, σκόπιμα και βάσει σχεδίου προς μια κατεύθυνση για κάποιο σκοπό, ονομάζεται συστηματική ή σκόπιμη αγωγή. Τέτοια λ.χ. είναι η σχολική αγωγή. Αν τώρα θέλαμε να δώσουμε έναν επιστημονικό ορισμό στην αγωγή αυτού του είδους, θα μπορούσαμε να την ορίσουμε περίπου όπως ο Γιάννης Χαραλαμπόπουλος στη Γενική Παιδαγωγική του (Αθήνα 1980, σελ. 60) ως το σύνολο των ενεργειών και επιδράσεων που γίνονται σκόπιμα και συνειδητά και βάσει σχεδίου από έναν ενήλικο σ’ ένα παιδί και αποβλέπουν στην προσωπική ανάπτυξη και τελειοποίηση του παιδιού αυτού μέσα στο πλαίσιο των φυσικών χαρισμάτων και των δυνατοτήτων του. Η αγωγή αυτή, ως γνωστό, παρέχεται σε ειδικά κτίρια, τα λεγόμενα σχολεία, διδακτήρια ή εκπαιδευτήρια, από ειδικά καταρτισμένους ανθρώπους, τους εκπαιδευτικούς ή παιδαγωγούς, χρησιμοποιεί κατάλληλα μέσα και ειδικές μεθόδους, σύμφωνες με τα πορίσματα της Παιδαγωγικής, της Διδακτικής και της Ψυχολογίας και τέλος, επιδιώκει γενικούς και ειδικούς σκοπούς, οι περισσότεροι των οποίων καθορίζονται σε γενικές γραμμές ή λεπτομερειακά από την ισχύουσα νομοθεσία.
Η ίδια ενέργεια, αλλά με άλλα χαρακτηριστικά και άλλη μορφή, μπορεί να γίνεται και γίνεται καθημερινά μέσα στην κοινωνία. Πώς; Τυχαία και αθέλητα, κατά κανόνα ασυνείδητα και ελεύθερα, χωρίς δηλαδή σκοπιμότητα και χωρίς σχέδιο και μάλιστα απ’ όλους μας για όλους μας, όταν με τη στάση μας, τη συμπεριφορά μας και την εν γένει ζωή μας επηρεάζουμε τους γύρω μας, μικρούς και μεγάλους, και γινόμαστε για κάποιους απ’ αυτούς πρότυπα μίμησης, αντιγραφής, ταύτισης και αποφυγής. Με άλλα λόγια, όλοι μας, χωρίς πάντα να το συνειδητοποιούμε, διδάσκουμε και διαπαιδαγωγούμε ο ένας τον άλλο, καλά ή κακά, με το παράδειγμά μας.
Γι’ αυτό το λόγο και επειδή κάποιοι το ξέρουμε αυτό ή το υποψιαζόμαστε, προσέχουμε τη διαγωγή και συμπεριφορά μας, για να μη δημιουργούμε στο περιβάλλον μας κακή εικόνα για τον εαυτό μας. Αυτή η αγωγή, ας την πούμε κοινωνική, έχει τη μορφή αλληλεπίδρασης και είναι φαινόμενο κοινωνικό και διάχυτο.
Υπάρχει ακόμα κι ένα τρίτο είδος αγωγής, εξίσου σημαντικό: η λεγόμενη αυτοαγωγή, που είναι η συνειδητή ενέργεια του ατόμου πάνω στον ίδιο τον εαυτό του, που την κάνει για τη βελτίωσή του, με σκοπό την επιτυχέστερη πραγματοποίηση των ονείρων και των επιδιώξεών του.
Εδώ παιδαγωγός και παιδαγωγούμενος είναι το ίδιο πρόσωπο. Ο καθένας φροντίζει, προάγει, διαπαιδαγωγεί, μορφώνει και βελτιώνει τον εαυτό του βάσει των εμπειριών, των γνώσεων, των ικανοτήτων, των επιλογών, των επιδιώξεων και των προσπαθειών του, γίνεται δηλαδή δάσκαλος και παιδαγωγός του εαυτού του.
Θα περιοριστούμε σ’ αυτά τα λίγα, φίλε αναγνώστη, γιατί ο χώρος δεν επιτρέπει περισσότερα και θα ασχοληθούμε στη συνέχεια, όσο πιο περιληπτικά μπορούμε, με την έννοια της αυθεντίας.
Όλοι γνωρίζουμε ή καταλαβαίνουμε την έννοια του όρου “αυθεντία”. Λέμε λ.χ. ο τάδε χειρουργός γιατρός είναι αυθεντία και το μυαλό μας πηγαίνει στο ότι ο γιατρός αυτός είναι φοβερά ικανός στις εγχειρήσεις. Για τα παιδιά της προσχολικής ηλικίας, αυθεντίες είναι οι γονείς τους και ιδίως ο πατέρας τους: “Αυτοί τα ξέρουν και τα μπορούν όλα!” πιστεύουν τα παιδιά τους. Αντιδρά σε κάτι ο μικρός Γιωργάκης; “Έτσι το είπε ο μπαμπάς, Γιωργάκη μου!” του λέει η μαμά του, που σημαίνει για τον Γιωργάκη ότι “αφού το είπε ο μπαμπάς, έτσι θα είναι” και η αντίδρασή του σταματά. Τα παιδιά της σχολικής ηλικίας θεωρούν αυθεντίες τους δασκάλους τους: “Τι λες μαμά; Δεν το είπε έτσι ο δάσκαλος!”. Εδώ έχουμε τη λεγόμενη παιδαγωγική αυθεντία, η οποία οφείλει να αποτελεί ενδιάμεση θέση μεταξύ αυταρχικότητας και αντιαυταρχικότητας.
Ο καθηγητή Δημ. Τσουρέκης στη “Σύγχρονη Παιδαγωγική” του (Αθήνα 1981, σελ. 89) θεωρεί την αυθεντία ως γνώρισμα ατόμων, τα οποία έχουν ισχύ, κύρος, υπόληψη, πρότυπη συμπεριφορά και υπεροχή απέναντι σε άτομα μιας ομάδας ή ενός κοινωνικού συνόλου. Με την έννοια αυτή, όπως γράφει, η αυθεντία είναι φαινόμενο κοινωνικό παρά ατομικό και η αυθεντική σχέση προϋποθέτει ύπαρξη και αναγνώριση υπεροχής. Η αυθεντία, όπως ο ίδιος καθηγητής παρατηρεί, οπλίζει τους φορείς της με ηγετικούς ρόλους, τους οποίους ασκούν στα υπόλοιπα μέλη του κοινωνικού συνόλου και τους κάνει ενσαρκωτές ιδεωδών, τα οποία κυριαρχούν σ’ αυτό. Η αυθεντία, όπως λέγει ο ίδιος, μεταβάλλεται σε αυταρχικότητα, όταν ο φρέας της αποβλέπει στη διατήρηση και την ενίσχυση της δύναμης και της υπεροχής του με την ανελεύθερη και συνεχή εξάρτηση απ’ αυτόν των μελών του κοινωνικού συνόλου.
Εμείς θα λέγαμε απλά ότι αυθεντία, από ένα ή περισσότερα άτομα, θεωρείται το πρόσωπο που συγκεντρώνει ή θεωρείται πως συγκεντρώνει σε κάποιον τομέα ή τομείς τέτοιες γνώσεις και ικανότητες που μπορεί σίγουρα να φέρει σε αίσιο πέρας κάθε αποστολή που του ήθελε ανατεθεί ή ήθελε οικειοθελώς το ίδιο αναλάβει στον τομέα ή στους τομείς αυτούς. Σε γενικές γραμμές μπορούμε να πούμε ότι οι αυθεντίες είναι, ή θεωρούνται πως είναι, προσωπικότητες χαρισματικές, με γνώσεις και ικανότητες εντυπωσιακές πάνω σ’ ένα ή πολλά αντικείμενα και με νοημοσύνη υψηλή που επηρεάζουν λίγα ή πολλά άτομα, των οποίων εξασφαλίζουν την εκτίμηση, τον θαυμασμό, τον σεβασμό και την εμπιστοσύνη, σε τέτοιο βαθμό καμιά φορά που αιχμαλτωζίουν την κρίση και την αφοσίωσή τους και τα μετατρέπουν τα άτομα αυτά σε φανατικούς θαυμαστές ή οπαδούς τους (βλέπε τραγουδιστές, ηθοποιούς, ποδοσφαιριστές, δημαγωγούς, πολιτικούς κ.ά.).
* Ο Μανώλης Ροδιτάκης είναι τ. εκπαιδευτικός, ειδ. πάρεδρος του Παιδαγ. Ινστιτούτου, πτυχ. Πολιτ. Επιστημών