Θ. Κολοκοτρώνης, ένας ηγέτης που αυτό που έκανε από παιδί ήταν να πολεμά και να σκοτώνει Τούρκους. Και το άθλημα φαίνεται το γνώριζε πολύ καλά. Το επώνυμο ήταν παρατσούκλι προπάππου του και σημαίνει αυτόν που έχει δυνατά, σκληρά σαν κοτρώνα (πέτρα) οπίσθια, επειδή τον πυροβόλησαν τουρκαλβανοί στα οπίσθια και δεν έπαθε τίποτα.

Το πρώτο επώνυμό τους ήταν Τζεργίνης. Οι Κολοκοτρωναίοι είχαν 150 ετοιμοπόλεμους άνδρες στην έναρξη της επανάστασης. Από έμβρυο ήταν κυνηγημένος από τους Τούρκους.

Γεννιέται κάτω από ένα δένδρο από τη μάνα του Ζαμπία Κωτσάκη, κρητικής καταγωγής μεταναστών από Κρήτη, κατά κάποιους ερευνητές. Ο πατέρας του σκοτώθηκε σε μάχη με Τούρκους. Είχε 12 αδέλφια. Δύο αδέλφια του αιχμαλωτίσθηκαν.

Τον αδελφό του Χρήστο εξαγόρασε αργότερα ο Θ. Κολοκοτρώνης από Τούρκο στο Λεοντάρι, τον μικρότερο Ιωάννη έκλεψε ένας Υδραίος από οθωμανικό πλοίο και τον έστειλε από την Ύδρα στους συγγενείς του». ´Η αδελφή του είχε απαχθεί σε παιδική ηλικία από Τούρκους στην Αλβανία, εξισλαμίσθηκε και παντρεύτηκε Ιμάμη (ιερέα Μωαμεθανών)».

Όταν ο Θ. Κολοκοτρώνης πήγε στην Αλβανία ως απεσταλμένος των Γάλλων, τη συνάντησε εκεί όπου ζούσε. Η ίδια και ο σύζυγός της γνώριζαν την καταγωγή της. Τα αδέρφια αγκαλιάστηκαν με δάκρυα αλλά δεν μπόρεσαν να συνομιλήσουν γιατί η γυναίκα δεν μιλούσε τα ελληνικά ενώ ο Θ. Κολοκοτρώνης δεν μιλούσε τα αλβανικά». Βλ. Θ. Ρηγόπουλου, «Απομνημονεύματα», Αθήνα 1979. (Ο Θ. Ρηγόπουλος υπήρξε γραμματικός του Πάνου Κολοκοτρώνη).

Η γυναίκα του, Αικατερίνη Καρούτσου, πέθανε το 1820, αφήνοντας ορφανά τα 4 παιδιά του: (Ιωάννης-Γενναίος: Οπλαρχηγός, Αξιωματικός- Πρωθυπουργός, γαμβρός Τζαβέλα, Πάνος: Οπλαρχηγός, διανοούμενος, μαθηματικός, γαμβρός Μπουμπουλίνας, Κωνσταντίνος: Οπλαρχηγός, νομικός, Υπουργός, και η κόρη του Ελένη). Ο γιος του Πάνος σκοτώθηκε στον εμφύλιο. Η δεύτερη γυναίκα του, Μαργαρίτα, ήταν δόκιμη μοναχή, που γνώρισε όταν στον εμφύλιο ήταν φυλακι- σμένος στο μοναστήρι της Ύδρας. Έκανε ένα γιο αργότερα μαζί της, τον οποίο αναγνώρισε με διαθήκη του, του έδωσε το όνομα του σκοτωμένου γιού του Πάνου και έγινε αξιωματικός και διοικητής της Σχολής Ευελπίδων.

Υπάρχει μια πολύ ενδιαφέρουσα μαρτυρία για τον Κολοκοτρώνη από τον φιλέλληνα ιατρό-συνταγματάρχη Elster J.D., που πολέμησε στην Επανάσταση το 1822. Αυτός συνάντησε τον στρατηγό και τον περιγράφει ως εξής: «Ήταν απέναντι στον στρατό του φοβερά αυστηρός και γι’ αυτό δεν τον αγαπούσαν ή τον εκτιμούσαν αλλά τον φοβόντουσαν. Ήδη η σχεδόν πάντοτε σκοτεινή του όψη, η βάρβαρη και αδίστακτη συμπεριφορά στον καθένα που έπεφτε στη δυσμένειά του, έκανε όλους να υπακούν στις διαταγές του και κανένας δεν τολμούσε παρουσία του, έστω με μια λέξη ή μορφασμό να εναντιωθεί στη θέλησή του. Τον είδα πολλές φορές.

Το χρώμα του προσώπου του ήταν βρόμικο, κίτρινο-καφέ. Από το κάτω σαγόνι πρόβαλλε ένα μεγάλο δόντι, που του έδινε μια πεισματάρικη όψη. Σε αυτό ταίριαζαν και τα δυο μικρά μαύρα μάτια […] και του έδινα ένα ασίγαστο πείσμα. […] Συνήθως φορούσε ένα αλεξίσφαιρο γιλέκο που οι γραμμές του ήταν από ασήμι και χρυσάφι […] το είχε πάρει από έναν Τούρκο πασά που είχε σκοτώσει ο ίδιος […] Αυτή ήταν η εμφάνιση ενός ανθρώπου, που έστω και αν δεν μπορούσες, δικαίως, να πεις πολλά κολακευτικά, εντούτοις πρέπει να ονομαστεί ήρωας. Πολεμούσε πάντοτε όταν οδηγούσε τον στρατό του στην πρώτη γραμμή και έδινε με το παράδειγμά του το κουράγιο και τη γενναιότητα σε όλους. Έτσι έγινε γρήγορα το όνομά του ο τρόμος των Τούρκων, όπως ήταν και των Ελλήνων […] Το μίσος του και την εκδίκησή του τη φοβόντουσαν όλοι, γιατί όταν τους τσάκωνε, δεν υπήρχε σωτηρία. Πλάι στην τσιγκουνιά και στη φιλαργυρία κυριαρχούσε στη σκοτεινή ψυχή του πάντοτε και η αυταρχικότητα.

Όταν αργότερα ξέσπασε η επανάσταση και μπήκε σε αυτήν σαν υπερασπιστής της πατρίδας απέβλεπε μόνο σε μεγαλύτερο κύρος και γόητρο στην Ελλάδα… Γι’ αυτό μισούσε την Κυβέρνηση και τους ξένους […] Είχε αρκετό μυαλό για να αναγνωρίζει την υπεροχή των δοκιμασμένων, σε τόσες μάχες και πολέμους, ευρωπαίων αξιωματικών. Αλλά ακριβώς γι’ αυτό αισθανόταν άσχημα κοντά τους […] Για τον ίδιο λόγο […] σπανίως δεχόταν ξένους στον στρατό του. Και όταν αυτό γινόταν, έπρεπε αυτοί να ντυθούν αμέσως ελληνικά…». Βλ.Το τάγμα των Φιλελλήνων, Ιστορική Εθνολογική Εταιρεία Ελλάδας, σσ. 68-70, Αθήνα 2010)

Ο Κολοκοτρώνης στην ομιλία του στην Πνύκα αναφέρει: «Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πως δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε “πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα”, αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση.

Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοια και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι. Ο ένας επήγεν εις τον πόλεμο, ο αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εζύμωνε, το παιδί του εκουβαλούσε ψωμί και μπαρουτόβολα εις το στρατόπεδον και εάν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία, και ίσως εφθάναμε και έως την Κωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τους Τούρκους, οπού άκουγαν Έλληνα και έφευγαν χίλια μίλια μακριά. Εκατόν Έλληνες έβαζαν πέντε χιλιάδες εμπρός, και ένα καράβι μιαν αρμάδα. Αλλά δεν εβάσταξε!… Πρέπει να φυλάξετε την πίστη σας και να την στερεώσετε, διότι, όταν επιάσαμε τα άρματα είπαμε πρώτα υπέρ πίστεως και έπειτα υπέρ πατρίδος».

Όταν στα Δερβενάκια μάζευε στρατό να αντιμετωπίσει τη στρατιά του Δράμαλη, κάποιοι στο Άργος δίσταζαν να συμμετέχουν από το φόβο που προκαλούσε η θέα και μόνο της στρατιάς. Τότε ο Κολοκοτρώνης στέλνει τελάλη στο Άργος και προειδοποιούσε ότι όποιοι μπορούν να φέρουν όπλα και δεν συμμετέχουν, θα γυρίσει στο Άργος και θα τους κρεμάσει στα δένδρα της πόλης. Μετά απ’ αυτό οι ίδιες οι γυναίκες προέτρεπαν τους άνδρες τους να φύγουν για τα Δερβενάκια γιατί ήξεραν ότι θα το έκανε.

Ο Κολοκοτρώνης σημειώνει: «Τίποτα δεν εφοβήθηκα – ούτε εις τας αρχάς ούτε εις τον καιρό του Δράμαλη, όπου ήρθε με 30 χιλιάδες στράτευμα εκλεκτό, ούτε ποτέ, μόνον εις το προσκύνημα εφοβήθηκα». Ο Γέρος του Μοριά σώζει για μία ακόμη φορά την Επανάσταση, από την επέλαση του Ιμπραήμ. Κηρύσσει επιστράτευση, πολεμικό συναγερμό σ’ όλο τον πληθυσμό του Μοριά από 15-60 ετών, ρίχνει και σαλπίζει το περίφημο και φοβερό σύνθημά του: «Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους», φούρκα και παλούκι σε όλους αυτούς!

Ο προδότης Οπλαρχηγός Νενέκος, που είχε μεν προσφέρει στα πρώτα επαναστατικά χρόνια, αλλά στη συνέχεια συμμάχησε με τους Τούρκους για τα γρόσια και τη δόξα και ενώ έπεσε στα χέρια του ο Ιμπραήμ τον διέσωσε, θέτοντας έτσι στη συνέχεια, σε θανάσιμο κίνδυνο την επανάσταση, η οποία αν δεν επέμβαιναν οι Μεγάλες Δυνάμεις (Ρωσία, Γαλλία, Αγγλία) με την συντριβή του τουρκοαιγυπτιακού στόλου στο Ναυαρίνο, θα είχε σβήσει, όπως 20 άλλες πριν. Την καταδίκη του Νενέκου, υπέγραψε μέσα σε εκκλησία ο Κολοκοτρώνης, αφού πρώτα ζήτησε συγχώρηση από την Παναγία, όπως αναφέρει. Τον εκτέλεσε ξάδελφος του Νενέκου, για να αποσείσει την ντροπή από την οικογένεια, η οποία άλλαξε όνομα και δεν υπάρχει σήμερα.

Κατηγορήθηκε ότι δεν ήθελε την άλωση της Τριπολιτσάς με το βίαιο τρόπο που έγινε, αλλά τη συνθηκολόγηση και παράδοσή της για να καρπωθεί τους θησαυρούς των Τούρκων. Αναφέρει στα απομνημονεύματά του, ότι όταν μπήκαν στην Τριπολιτσά, μετά την κατάληψή της, με τον Παλαιών Πατρών Γερμανό έφιπποι, τα άλογά τους δεν πάτησαν στο έδαφος αλλά σε πτώματα Τούρκων στους περισσότερους δρόμους, λόγω των 30.000 περίπου νεκρών. Κανένας δεν μπορούσε να συγκρατήσει, το θυμό και την οργή των επαναστατών μετά από 400 χρόνια σκλαβιάς.

Γράφει στα απομνημονεύματά του, ότι είναι ευκολότερο να διοικείς 40.000 τακτικό στρατό από 500 ατάκτους, γιατί σ’ αυτούς πρέπει να μεταχειρίζεσαι πολλές μεθόδους, άλλοτε την απειλή και άλλοτε τον έπαινο ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες του καθενός και να φροντίζεις για όλα.

Μετά την απελευθέρωση, ρώτησαν τον Κολοκοτρώνη:

Εσύ στρατηγέ μου, με ποιον είσαι; Μήπως είσαι Αγγλόφιλος;

Όχι, αποκρίθηκε ο γέρος του Μοριά. Τότε θα είσαι Γαλλόφιλος… Ούτε… Είσαι λοιπόν, Ρωσόφιλος; Ούτε… Μα τι είσαι;

Και ο Κολοκοτρώνης με τη συνηθισμένη θυμοσοφία του, απάντησε:

Εγώ ήμουν, είμαι και θα είμαι Θεόφιλος! Ούτε Αγγλόφιλος, ούτε Γαλλόφιλος, ούτε Ρωσόφιλος, αλλά Θεόφιλος, γιατί σαν τον Θεό κανείς δεν αγαπά την Ελλάδα!

Επί αντιβασιλείας Όθωνα με ραδιουργίες των Μαυροκορδάτου και Κωλέττη σύρεται σε δίκη για προδοσία. Στο δικαστήριο αναφέρει: «Κρατάω 49 χρόνους στο χέρι το σουλντάδο (σ.σ.: ντουφέκι) και πολεμώ για την πατρίδα… πολεμούσα νύχτα-µμέρα για την πατρίδα. Πείνασα, δίψασα, δεν κοιμήθηκα μια ζωή. Είδα τους συγγενείς µμου να πεθαίνουν, τ’ αδέρφια µμου να τυραννιούνται και τα παιδιά µμου να ξεψυχάνε μπροστάμου. Μα δεν δείλιασα. Πίστευα πως ο Θεός είχε βάλει την υπογραφή του για τη λευτεριά µμας και πως δεν θα την έπαιρνε πίσω».

Καταδικάζεται σε θάνατο. Στο άκουσμα της ποινής ο λαός αγανακτεί, ενώ ο Κολοκοτρώνης κάνει τον σταυρό του. «Κύριε ελέησον. Μνήσθητί µμου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου» θα πει. Βγάζει µμια πρέζα καπνό από την ταμπακέρα του προκειμένου να στρίψει τσιγάρο. Κάποιος από το ακροατήριο του φωνάζει «άδικα σε σκοτώνουν, στρατηγέ. «Γι’ αυτό λυπάσαι; Καλύτερα που με σκοτώνουν άδικα, παρά δίκαια» θα απαντήσει. ∆Δίπλα του ο Πλαπούτας είναι πολύ ταραγμένος και δάκρυα κυλούν από τα µμάτια του. Ο Κολοκοτρώνης τον κοιτά με συμπόνια: «Δεν λυπάμαι για τον εαυτό μου, αλλά γι’ αυτόν εδώ που έχει επτά κόρες», είχε και ένα γιο.

Ο Όθωνας ευτυχώς, τρεις µμέρες µμετά τη δίκη, δίνει εντολή να µμετατραπεί η ποινή των στρατηγών σε 20ετή φυλάκιση. «Ευχαριστώ τον βασιλιά, μα θα τον γελάσω. ∆Δεν θα ζήσω τόσα χρόνια» θα σχολιάσει ο Κολοκοτρώνης». Όταν τον Μάιο του 1835 ο Όθων ενηλικιώθηκε, η πρώτη πράξη που υπέγραψε ήταν η αποφυλάκιση του «Γέρου του Μοριά» και των άλλων αγωνιστών. Ακολούθως θα τον διορίσει σύμβουλο της Επικρατείας. «Ο λαός ακόμη και τώρα έχει την ανάγκη σου» θα του πει ο µονάρχης.

Ο Παναγιώτης Σούτσος στον επικήδειο λόγο του, στο θάνατο του Κολοκοτρώνη το 1843 αναφέρει: Ο περιφανής αυτός νέος άνδρας, φτωχό παιδί και άγνωστο έμπαινε στην Τριπολιτσά κουβαλώντας ξύλα για πούλημα σε μουλάρι, όταν τον ράπισε Τούρκος, επειδή λερώθηκε από το ζώο. Το παιδί άφησε τα ξύλα και το μουλάρι και κατάφυγε στα βουνά και ορκίσθηκε να εκδικηθεί. Και να το χέρι του άσημου εκείνου παιδιού, μετά από λίγο χτύπησε την οθωμανική αυτοκρατορία η οποία δύσκολα θα σηκωθεί από το χτύπημά του…».

Τιμή, δόξα και ευγνωμοσύνη στον πρωτομάστορα αυτόν της ελευθερίας μας.

* Ο Ευτύχιος Σ. Καλογεράκης είναι διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών