Είναι γεγονός ότι από τις αρχές του 20ού αιώνα το Ηράκλειο εξελίσσεται σε βιομηχανικό-βιοτεχνικό και εμπορικό κέντρο. Με την ανακήρυξη της Αυτονομίας (1898) και παρά το ότι θα απαιτηθούν σκληροί αγώνες για την Ένωση (1913) η ζωή στην αυτόνομη Κρήτη έχει αλλάξει ριζικά. Η δημογραφική εικόνα του νησιού μεταβάλλεται με την αύξηση του χριστιανικού πληθυσμού και την αντίστοιχη μείωση του μουσουλμανικού, η οικονομία εκσυγχρονίζεται με την ανάπτυξη νέων καλλιεργειών και την εκτέλεση μεγάλων έργων υποδομής (οδικά δίκτυα, λιμάνια κ.λπ.), η εγχώρια παραγωγή αυξάνεται θεαματικά.

Ιδιαίτερα μετά την Ένωση (1 Δεκεμβρίου 1913), όταν η Κρήτη συμπορεύεται με την υπόλοιπη Ελλάδα, η οικονομία του νησιού ενισχύεται με τη δημιουργία εργοστασίων (σαπωνοποιίας, επεξεργασίας σταφίδας κ.ά.) και ευνοείται με την κατασκευή του μεγάλου λιμανιού και των δύο αεροδρομίων (Μάλεμε και Ηρακλείου).

Στην απογραφή του 1900 αναφέρονται ως βασικές οικονομικές δραστηριότητες των κατοίκων του Ηρακλείου η γεωργία, η βιομηχανία και το εμπόριο και καταγράφονται τα επαγγέλματα: νηματουργοί, πιλοποιοί, ράπτες/τριες, εφαπλωματοποιοί, υποδηματοποιοί, βαρελοποιοί, εβενουργοί, αμαξοποιοί, σαγματοποιοί, μηχανουργοί, σιδηρουργοί, χρυσοχόοι, μαχαιροποιοί, σαπωνοποιοί, ποτοποιοί, κηροποιοί, αρτοποιοί, ζαχαροπλάστες, κρεοπώλες, τυροκόμοι, σιγαροποιοί, μυλωθροί (μυλωνάδες), βαφείς, κεραμοποιοί, τυπογράφοι, εφοπλιστές, λεμβούχοι, αχθοφόροι (σ. 29). Η ανάπτυξη βιομηχανικών-βιοτεχνικών κλάδων σήμανε την ύπαρξη εργατικού δυναμικού το οποίο, από τη δεύτερη δεκαετία του αιώνα, άρχισε να οργανώνεται θεσμικά.

Πώς συγκροτείται την περίοδο αυτή η εργατική τάξη του Ηρακλείου σε πρωτοβάθμιο και δευτεροβάθμιο επίπεδο; Ποιες ήταν οι αξιώσεις της, ποια τα μέσα διεκδίκησής τους; Πώς εξελίσσονται οι διεκδικήσεις αυτές στο άνυσμα του χρόνου; Πώς επηρεάζονται από το γνωστό «Ιδιώνυμο» και τις άλλες ιστορικές περιπέτειες της χώρας; Πώς αντιμετωπίστηκαν οι εργατικοί αγώνες από την πλευρά του κράτους, πώς από τους εργοδότες και πώς από τις τοπικές κρατικές αρχές; Ποια ήταν η σχέση του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος του Ηρακλείου με τις εντός και εκτός του νησιού συνδικαλιστικές ενώσεις; Και, τέλος, πώς αντέδρασε η κοινωνία του Ηρακλείου στα εργατικά αιτήματα;

Πειστικές και τεκμηριωμένες απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά δίδει η Ευγενία Λαγουδάκη στην πρόσφατη μελέτη της (εκδόσεις Ιωλκός 2023), εξιστορώντας παράλληλα τα γεγονότα που σχετίζονται με το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα στο Ηράκλειο κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Η εξιστόρηση αρχίζει από το 1902, όταν συγκροτείται η πρώτη επί Κρητικής Πολιτείας συντεχνία, και τελειώνει το 1947, όταν δολοφονείται από την Ασφάλεια Ηρακλείου ο Στρατής Περγαλίδης, πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου Ηρακλείου.

Η εξιστόρηση περιλαμβάνει λοιπόν και την ένταξη των Μικρασιατών προσφύγων στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα του Ηρακλείου που ήταν η μεγάλη καμπή στην ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας. Η επίδραση των προσφύγων στον οικονομικό αλλά και στον πνευματικό τομέα, ιδιαίτερα μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923, όταν το νησί, ύστερα από αιώνες δουλείας, βρίσκεται με ομοιογενή πληθυσμό, είναι αδιαμφισβήτητη. Όπως σωστά έχει παρατηρηθεί (Νίκος Αλιβιζάτος, Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση (1922-1974), για πρώτη φορά στην πολιτική ιστορία της χώρας θα αμφισβητηθεί το σύστημα αξιών της κυρίαρχης τάξης.

Από τις αρχές του 1930 η Ελλάδα διανύει τη φάση της οξύτερης κρίσης εξουσίας που είχε γνωρίσει έως τη στιγμή εκείνη ο αστισμός. Η έλευση των προσφύγων επιτάχυνε αποφασιστικά την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος. Η σταθερή αύξηση του πληθυσμού, η άνοδος της οικονομίας και η συνακόλουθη πνευματική ανάπτυξη συνιστούν το ευρύ κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο η συγγραφέας μελετά και σχολιάζει τους κοινωνικούς αγώνες.

Ευγενία Λαγουδάκη, Το Εργατικό Συνδικαλιστικό Κίνημα στο Ηράκλειο 1902-1947 Εκδόσεις Ιωλκός, Αθήνα 2023
Το χρονικό άνυσμα στο οποίο εκτείνεται η μελέτη (δύο δεκαετίες του ελληνικού Μεσοπολέμου και η περίοδος της εμφύλιας διαμάχης 1944-1947) έχει ασφαλώς εξαιρετικό ενδιαφέρον. Και το ότι δίδεται έμφαση στις απεργιακές στιγμές του συνδικαλιστικού κινήματος στην πόλη του Ηρακλείου (εδώ είχαν την έδρα τους οι εργατικές ενώσεις), ζήτημα το οποίο δεν έχει μελετηθεί.

Τι περιέχει η μελέτη αυτή; Την ιστορία του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος στο Ηράκλειο κατά το διάστημα 1902-1922, την πορεία του στον Μεσοπόλεμο, τα σχετικά με αυτό γεγονότα κατά την περίοδο 1944-1947 (λεπτομερής η αναφορά στην απεργία των εργατών τυπογράφων του 1947), τη διασύνδεση Μικρασιατών προσφύγων – εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος του Ηρακλείου, καθώς και εκείνη κομμουνιστικού και εαμικού κινήματος – εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος του Ηρακλείου.

Ιδιαίτερη θέση κατέχει το ιστορικό του εορτασμού της εργατικής Πρωτομαγιάς στο Ηράκλειο (1926-1947). Τα συμπεράσματα της έρευνας ακολουθεί το πλούσιο Παράρτημα με στοχευμένα τεκμήρια, η ειδική Βιβλιογραφία και το Ευρετήριο προσώπων.

Η Ευγενία Λαγουδάκη στηρίχθηκε για τη μελέτη της σε εκτεταμένο αρχειακό υλικό: Αρχεία του Δήμου Ηρακλείου, Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχεία του Πρωτοδικείου Ηρακλείου, Αρχεία του Επιμελητηρίου Ηρακλείου, Αρχείο του Νίκου Βασιλάκη, που φυλάσσεται στη Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου. Μελέτησε διεξοδικά τον τοπικό (αστικό και αριστερό) Τύπο της εποχής, με εστίαση σε αναφορές στα εργατικά ζητήματα.

Επίσης την αθηναϊκή εφημερίδα Ριζοσπάστης. Αποδελτίωσε συστηματικά την Επίσημη Εφημερίδα της Κρητικής Πολιτείας, το Παράρτημα της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος εν Κρήτη και τα Φύλλα Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. Δυστυχώς, το Αρχείο του Εργατικού Κέντρου Ηρακλείου της συγκεκριμένης περιόδου δεν έχει διασωθεί.

Η μέθοδος έκθεσης και παρουσίασης του ερευνητικού υλικού κινείται σε μια προβληματική ιστορική-γενετική και ταυτόχρονα θεματική, ενώ διέπεται από μια λογική ερμηνευτικής. Η σύνθεση του υλικού κατά θεματικούς άξονες  («μέρη») οργανώνεται με βάση τα στοιχεία που κυριαρχούν στο αρχειακό υλικό, ενώ οι  απαντήσεις σε μια σειρά ερωτημάτων που τίθενται από την συγγραφέα, παρέχονται με τρόπο νηφάλιο και απόλυτα τεκμηριωμένο.

Αλλά και όταν η συγγραφέας εκφράζει προσωπικές απόψεις (όπως στην περίπτωση της διάλυσης του Εργατικού Κέντρου Ηρακλείου από τον Εισαγγελέα Ηρακλείου το 1920) αυτές στηρίζονται σε ιστορικά δεδομένα και εκφέρονται με επιστημονική εντιμότητα «κατά το εικός».

Πρόκειται λοιπόν για μια σαρωτική εργασία του είδους με ανυπολόγιστη σπουδαιότητα. Γιατί στο δυσεύρετο πρωτογενές αυτό υλικό αποτυπώνονται πτυχές της τοπικής ιστορίας αλλά και της συνολικής του σύγχρονου ελληνισμού. Γιατί τα εγκατεσπαρμένα στοιχεία φωτίζουν την κοινωνία του μικρού τόπου, διασώζοντας σπάνια τεκμήρια, και συνιστούν πολύτιμη βάση δεδομένων για μελλοντικούς ερευνητές.

Είναι ευνόητο ότι η εργασία αυτή υπήρξε πολύχρονη και επίμοχθη, όπως επιμαρτυρεί και ο όγκος των σημειώσεων και παραπομπών. Η Ευγενία Λαγουδάκη, με αρκετές ιστορικές εκδόσεις στο ενεργητικό της και με εστίαση στην ιστορία των Μικρασιατών προσφύγων, ήταν ασφαλώς το καταλληλότερο πρόσωπο για την έρευνα αυτή. Γιατί, με βάση την ερευνητική πείρα αλλά και την ειδική επιστημονική της κατάρτιση, μπόρεσε να συλλέξει και να οργανώσει το υλικό της με τρόπο άκρως ορθολογικό. Με την συγγραφική της πείρα και εντιμότητα κατέκτησε την πληρότητα, ενώ με την εκφραστική απλότητα ο λόγος γίνεται προσιτός στο ευρύ αναγνωστικό κοινό.

Πρόκειται, ασφαλώς, για ένα σπουδαίο, αισθητικά άρτιο βιβλίο που επωμίζεται άγνωστες πτυχές της ιστορίας των ανθρώπων του μικρού τόπου. Για μια ιστορική ιχνηλασία που συμπληρώνει την εικόνα του τόπου. Για μια γενναία, εν τέλει, ηθική και επιστημονική κατάθεση στο ταμείο του πνευματικού μας πολιτισμού.