Ο γνωστός στην πόλη του Ηρακλείου ορθοπεδικός ιατρός, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Κρήτης και πολιτισμολόγος, Αγησίλαος Αλιγιζάκης, παθιασμένος –χρόνια τώρα- ερευνητής της πλούσιας μουσικοχορευτικής παράδοσης της Κρήτης, καταθέτει ένα ακόμη, πρόσφατα εκδοθέν, πόνημά του (με εισαγωγή της συγκριτολόγου Εύης Βογιατζάκη και του μουσικού Γιώργου Ζαχαριουδάκη), το οποίο και αποτελεί μια πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη για τον θρυλικό, εμβληματικό Σητειακό μουσικό, συνθέτη, βιολιστή και καλλιτέχνη φωτογράφο Στρατή Καλογερίδη.
Ο συγγραφέας με μεθοδικό τρόπο εστιάζει την έρευνά του στις μουσικές και πολιτισμικές επιρροές που δέχτηκε το έργο του Καλογερίδη, το οποίο περιλαμβάνει τη δισκογραφία της δεκαετίας του 1930 και τις παρτιτούρες που έχει εκδώσει η Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη.
Υπό την έννοια αυτή, παρακολουθεί στα πρώτα πέντε κεφάλαια της μελέτης τη δυναμική, μουσική και εν γένει καλλιτεχνική πορεία του Καλογερίδη, από τη γενέθλια πόλη της Σητείας μέχρι την επτάχρονη για σπουδές διαμονή του στην Τουλών της Γαλλίας (1899-1906) και την επιστροφή του στην Κρήτη, ιδία δε στο Ηράκλειο, όπου και αποφασίζει να ζήσει για το υπόλοιπο του βίου του. Στο έκτο κεφάλαιο ο Αλιγιζάκης διερευνά, ανοίγοντας δρόμους, την πιθανή σχέση του Καλογερίδη με τον συνομήλικο περίπου Καζαντζάκη και στο έβδομο εξετάζεται η διόλου ευκαταφρόνητη φωτογραφική τεχνική του.
Με αυτόν τον τρόπο, αναδεικνύονται προσφυώς όχι μόνον η πολιτισμική καταβολή του σητειακού μουσικού αλλά και ο επίκτητος ευρωπαϊκός μουσικός εξαστισμός του, με τους όρους της κουλτούρας της Μπελ Επόκ και του ευρωπαϊκού ρομαντισμού.
Ο Αλιγιζάκης συγκροτεί την καλλιτεχνική προσωπικότητα και προσφορά του Καλογερίδη επί τη βάσει της ευρύτερης πολιτισμικής, κοινωνιολογικής και μουσικολογικής ανάλυσης της εποχής του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα, φωτίζοντας την αλληλεπίδραση των πνευματικών δημιουργών με τις συνθήκες που «γεννούν» τα έργα τους.
Έτσι ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται το σύνθετο και πρωτοποριακό εγχείρημα του σητειακού μουσικού, «ο οποίος», όπως σημειώνει ο συγγραφέας, «πρώτος εισάγει το ευρωπαϊκό άκουσμα στην κρητική μουσική», επιχειρώντας διασκευές σε τοπικές παραδοσιακές μελωδίες, χωρίς όμως να αφίσταται και της στέρεας κρητικής μουσικής παράδοσης. Γι’ αυτό και ο Καλογερίδης ευστοχότατα παρουσιάζεται και τοποθετείται από τον Αλιγιζάκη στο πλαίσιο ενός «πολιτισμικού δυισμού», καθώς ο σητειακός βιολιστής «κινείται στα κοινωνικά δίκτυα των αστών και των λαϊκών».
Η έρευνα ερεισμένη σε πηγές και αξιοποιημένη σε βάθος από τη συνθετική και πολιτισμικά συγκριτολογική ματιά του συγγραφέα ρίχνει φως παράλληλα στη σχέση του Καλογερίδη με την ελληνική οπερέτα και την «εθνική μουσική», όπως αυτή η επαφή διαμορφώθηκε στο αστικό Ηράκλειο των αρχών του 20ου αιώνα.
Ο Αλιγιζάκης ωστόσο δεν αρκείται στη σύγχρονη με την εποχή του Καλογερίδη αποτίμηση του έργου του, προχωρεί με όρους διαχρονίας ως την εποχή μας και ερμηνεύει τη δυσκολία πλήρους αποδοχής του καλογερίδειου μουσικού εγχειρήματος από τη φιλοσοφία της κρητικής μουσικής καθαυτής, επισημαίνοντας παράλληλα ότι ο πρωτοπόρος μουσικός σφράγισε ειδικά τη μουσική της Ανατολικής Κρήτης με το βιολί του.
Με το εξαίρετο αυτό βιβλίο, ο Αλιγιζάκης δεν φωτίζει απλώς άγνωστες πτυχές της μουσικής προσωπικότητας του Καλογερίδη, ουσιαστικά μας καλεί με τον άρτιο συγγραφικό λόγο του και την άγρυπνη σκέψη τού homo universalis (που σπανίζει πια στις μέρες μας) να αναστοχαστούμε πάνω στην ιστορία της κρητικής μουσικής, να διερευνήσουμε με ευαισθησία και απροκατάληπτη γνώση τα πεδία και τους εκφραστικούς της τρόπους, να εννοήσουμε τον δυναμισμό των πολιτισμικών ζυμώσεων και να αντιληφθούμε τα πολιτισμικά φορτία της παλίμψηστης πόλης του Ηρακλείου και της παλίμψηστης νήσου μας. Και τούτο δεν είναι λίγο για την τοπική και την εθνική αυτογνωσία μας, ειδικά στους ταραγμένους καιρούς μας.
*Ο Δημήτρης Περοδασκαλάκης είναι φιλόλογος