–  Περίμενε να μαλάξω λίγο το μαξιλαράκι, για να φουσκώσει, να καθίσεις απαλά.

Ο κυρ Στράτος (από το Ευστράτιος) ξαφνικά δεν αισθάνθηκε καλά και η σύζυγός του τον περιποιούνταν. Τον βοήθησε να καθίσει.

–  Ευχαριστώ, Τερπούλα μου (υποκοριστικό του Ευτέρπη). Κάπως καλύτερα είμαι τώρα. Αχ! Γεράματα…

– Να τηλεφωνήσω στον Γρηγόρη; (Ήταν γιος τους).

– Όχι, όχι. Είμαι καλά…

–  Μη στενοχωριέσαι, μη φοβάσαι, Στρατούλη μου. Εγώ είμαι εδώ. Του μιλούσε με αγάπη, σαν να ήταν μικρό παιδί.

–  Θέλεις καφέ; Τσάι; Να συνέλθεις…

– Όχι, όχι καφέ! Με πειράζει… Λίγο νερό… Ανάμεικτο με νερό του ψυγείου.

Ζευγάρι ταιριαστό. Η Τερπούλα, παλιά καλλονή, λίγο μικρότερη από τον Σρατούλη στην ηλικία. Νταρντάνα τώρα. Όμως εξακολουθούσε να είναι μια όμορφη λαχταριστή γυναίκα. Και ο Στρατούλης , όμορφος κι αυτός, ευθυτενής, γοητευτικός, με γκρίζα μαλλιά και ωραίο χαμόγελο. Τους ζήλευαν οι φίλοι τους, για την ομορφιά τους, που κρατούσε ακόμη και στην προχωρημένη κάπως ηλικία τους. Αλλά και για την αγαπημένη συμβίωσή τους, που δεν ήταν ψεύτικη. Ο Στρατούλης ήταν φρέσκος συνταξιούχος. Και η Τερπούλα του, τον επόμενο χρόνο, έβγαινε και αυτή στη σύνταξη. Τα παιδιά τους, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, παντρεμένα νωρίς νωρίς, με εργασία σε ιδιωτικό τομέα, είχαν βρει και αυτά τον δρόμο τους στην ζωή.

Και τα χρόνια κυλούσαν ήρεμα, με επισκέψεις σε μερικούς  καλούς και σοβαρούς φίλους, με μικρές διακοπές τα καλοκαίρια… Τα συνηθισμένα. Τους φίλους ιδίως τους διάλεγαν προσεκτικά. Για παράδειγμα, με εκείνον τον πονηρό Χαράλαμπο, παντρεμένο με τέσσερα παιδιά, είχαν σταματήσει τις επαφές. Και δεν ξανασυναντήθηκαν. Διότι την τελευταία φορά, σε επίσκεψη που τον δέχτηκαν στο σπίτι τους, ο Χαράλαμπος, μπροστά στην γυναίκα του, κοίταζε πονηρά την Τερπούλα εκεί που αυτή με πεταχτές κινήσεις ετοίμαζε καφέδες  (ο Στρατούλης  βέβαια το αντιλήφθηκε). Φαίνεται, την ορέχτηκε. Και ύστερα δείχνοντας με μια πονηρή ματιά την Τερπούλα, ρώτησε τον Στρατούλη.

– Δεν μου λες, παίρνει μπρος η μηχανή ή τελείωσε το καύσιμο;

Και επειδή ο Στρατούλης δεν καταλάβαινε (νόμισε ότι του μιλούσε για το αυτοκίνητό τους), ο Χαράλαμπος του έκλεισε πονηρά το μάτι. Ο Στρατούλης  σιχάθηκε από τότε τον Χαράλαμπο. Και γι’ αυτό αποφάσισε να κόψει τις παρέες μαζί τους. Και τις επισκέψεις. Και όταν ο Στρατούλης διηγήθηκε στην Τερπούλα το γεγονός με την ματιά και τον υπαινιγμό (μυστικά μεταξύ τους δεν κρατούσαν), εκείνη βέβαια, κρυφά , από μέσα της, ευχαριστήθηκε που το έμαθε – διαπίστωνε ότι ήταν ακόμη ποθητή στους άντρες – όμως συμφώνησε με τον σύζυγό της: παρέα να μην ξανακάνουνε μ’ αυτούς.

Εξάλλου και παλαιότερα, σε κάποια γιορτή σε φιλικό τους σπίτι, ο Χαράλαμπος είχε ζητήσει να χορέψει με την Τερπούλα. Και ο τρόπος που την έπιανε και την έσφιγγε στον χορό, δεν άρεσε στον Στρατούλη. Η πεθερά του μάλιστα,  μητέρα της Τερπούλας, σόι προσφύγων από την Μικρά Ασία, όσο ζούσε, όποτε μιλούσε για τον Χαράλαμπο, τον χαρακτήριζε με μια παράξενη τουρκική λέξη: «Εκείνος ο ζαμπαράς» έλεγε.

–  Πάμε μια βόλτα με το αυτοκίνητο;  Ή μάλλον –  επειδή σε λίγο βραδιάζει –  πάμε να φάμε έξω; Στην γνωστή μας ταβερνούλα;

Της  Τερπούλας της άρεσε να τρώνε τα βράδια έξω; Η ταβερνούλα ήταν σε κήπο με λουλούδια και θέα από ψηλά προς την θάλασσα. Το απογευματάκι ήταν ευχάριστα δροσερό.

– Είσαι καλά; Συνήλθες; Μπορείς να οδηγήσεις;

– Ασφαλώς!

– Αχ, τι να φορέσω;

– Βάλε το μπλε σου ταγεράκι, που σου πηγαίνει. Πάρε και την ζακέτα σου..

– Τέλεια. Ντύσου λοιπόν κι εσύ.

Είχαν προλάβει πριν σκοτεινιάσει.

Τι ωραία θέα!

Σημείωση. Μερικοί τώρα θα μου πείτε «Δυστυχώς τέτοια αντρόγυνα υπάρχουν μόνο στην φαντασία των υπηρετών της λογοτεχνίας». Και όμως, σπανίως υπάρχουν.