Κυριακή ώρα έντεκα και μισή το πρωί, ο Πέτρος, γεροδεμένος τριανταπεντάρης, τηλεφωνούσε στον Χρίστο, κάπως νεότερό του, αλλά στο σταθερό απάντηση δεν έπαιρνε. Το κινητό του ή ήταν κλειστό ή απασχολημένο. Ήθελε να συναντηθεί μαζί του, γιατί ήξερε ότι ο Χρίστος, παιδικός του φίλος, υπέφερε πολύ.

Πρόσφατα είχε πεθάνει η γυναίκα του η Άσπα (από το Ασπασία), είκοσι οχτώ χρονών, που ήταν προικισμένη με ομορφιά και καλοσύνη ψυχής  και ο Χρίστος την  υπεραγαπούσε. Και ήταν απαρηγόρητος.

Σκέφτηκε ότι η λειτουργία πρέπει να είχε τελειώσει σε όλες τις εκκλησίες. Άρα ο φίλος του θα είχε πάει πάλι στο νεκροταφείο, στο μνήμα της Άσπας, και θα έκλαιγε.  Πήρε το αυτοκίνητό του και κατευθύνθηκε προς το νεκροταφείο της πόλης.

Σταμάτησε απ’ έξω, κατέβηκε και, μόλις μπήκε, να τος, τον είδε εκεί καθισμένο στην άκρη του τάφου της γυναίκας του. Πλησίασε.

Ο φίλος του, από το You Tube του κινητού του που το είχε τοποθετήσει επάνω στην πλάκα, κάτω από το όνομα της Άσπας, είχε βάλει το τραγούδι του Πάριου.

«Καλημέρα, τι κάνεις;

Νά  ‘σαι πάντα καλά

κι όταν είσαι κοντά μου

κι όταν είσαι μακριά.

Νά   ‘ναι η κάθε σου μέρα

μια καινούργια αρχή.

Καλημέρα, τι κάνεις;

Σ’ αγαπάω πολύ.

……………….

Καλημέρα, χαρά μου,

Καλημέρα, ζωή…»

Το άκουγε, έβλεπε την φωτογραφία της και έκλαιγε.

Ο Πέτρος τον έπιασε από τον ώμο.

– Έλα. Φτάνει πια, Χρίστο. Άδικα. Δεν ακούει πια. Είναι πεθαμένη. Η Άσπα απέδρα ένθα ουκ έστι πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός… Σήκω να φύγουμε… Είχε συγκινηθεί και ο Πέτρος. Ο φίλος του δεν απαντούσε. Σκυμμένος έκλαιγε βουβά. Στα χέρια του κρατούσε το δαχτυλίδι της από τους αρραβώνες τους.

– Πώς ήρθες εδώ, Χρίστο; Δεν είδα έξω το αυτοκίνητό σου.

– Πήρα ταξί, απάντησε στο τέλος.

– Είναι δώδεκα και μισή. Πάμε πια σπίτι.

Ο Χρίστος σηκώθηκε, τακτοποίησε καλύτερα τα λουλούδια στο βάζο (τα είχε αγοράσει φρέσκα εκείνο το πρωί), χάιδεψε με το βλέμμα του την φλόγα του καντηλιού, σαν να ήταν η ψυχή της αγαπημένης του, ξανακοίταξε την φωτογραφία της, έκλεισε το κινητό του, φίλησε το όνομα της Άσπας επάνω στην πλάκα και ξεκίνησε με τον φίλο του για να φύγουν.

«Να πάνε πού;» σκεφτόταν. Το σπίτι του άδειο. Αυτουνού η σκέψη ήτανε στην Άσπα. Παιδιά δεν πρόλαβαν να κάνουν. Και όλο κοίταζε το δαχτυλίδι της που το κρατούσε στα χέρια του.