Η «Πολιτεία» (ή «Περί Δικαίου») είναι ένα από τα γνωστότερα έργα του Πλάτωνα, που ολοκληρώθηκε γύρω στα 374 π.Χ., και έχει ασκήσει επιρροή τόσο στη φιλοσοφία, όσο και στην παγκόσμια πολιτική θεωρία.
Στην «Πολιτεία», ο Σωκράτης και άλλοι εξέχοντες Αθηναίοι και ξένοι συζητούν τη σημασία της Δικαιοσύνης και εξετάζουν κατά πόσο είναι πιο ευτυχισμένος ένας δίκαιος άνθρωπος από έναν άδικο, κατασκευάζοντας μια ουτοπική πολιτεία, την «Καλλίπολη», με κυβερνώντες τους φιλοσόφους-βασιλείς.
Στα λατινικά ονομάστηκε Res Publica που σημαίνει «καθεστώς διαχείρισης των δημοσίων πραγμάτων». Η λατινική ορολογία ταυτιζόταν με τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία, αν και δεν πρόκειται για ένα έργο το οποίο αναφέρεται στην έννοια της Δημοκρατίας, όπως γίνεται αντιληπτή στο σύγχρονο πλαίσιο του όρου.
Όλα αυτά είναι λίγο-πολύ βαρετά για τους αναγνώστες. Και σίγουρα είναι τέτοια, γιατί τόσους αιώνες μετά, άπαντες νομίζουμε ότι έχουμε ξεμπερδέψει με την εμπέδωση των θεσμών της Δημοκρατίας και τους απολαμβάνουμε πανηγυρικά σε όλες της τις βαθμίδες της.
Κυρίως δε, στην τοπική αυτοδιοίκηση, όπως σε κάποιον ευφήμως γνωστό Δήμο με το -ιστορικά κεκαυμένο όπως την Πομπηία- πρώην βενετσιάνικο όνομά του. Ωστόσο, σε αυτήν εδώ την τελευταία, την αυτοδιοίκηση, οι έννοιες Δικαιοσύνη και Δημοκρατία δοξάζονται a la carte, στο ταρτουφικά επιχρυσωμένο περιτύλιγμα της τοπικής του διακυβέρνησης.
Ακριβώς έναν χρόνο μετά τις τελευταίες αυτοδιοικητικές εκλογές, πρωτοεμφανιζόμενοι αγγελόσχημοι υπερασπιστές της Res Publica που έχοντας επενδύσει συντριπτικά και μονοπωλήσει με το προεκλογικό τους λάβαρο της εντιμότητας -ως σημαία ευκαιρίας- την υπεράσπιση του δημοσίου χώρου, καταγγέλλοντας τα σκοτεινά και αδιαφανή κανάλια διαπλοκής του παρελθόντος για την εκποίησή του, απεκδύονται πλέον χωρίς αιδώ και στοιχειώδη προσχήματα αυτή την υπεράσπιση του δημοσίου συμφέροντος, με τρόπους που δεν συνηγορούν στο ηθικό πλεονέκτημα που σφετερίστηκαν στις τελευταίες εκλογές και που νομίζουν ότι ex officio και εξ Αποκαλύψεως κατέχουν.
Είναι πασίγνωστο ότι τα μπαϊράκια ευκαιρίας που δίνουν κάλπικο διαβατήριο στην εξουσία, με τον καιρό, ξεφτίζουν στον άνεμο.
Τότε μην έχοντας άλλη ευκαιρία για να κρυφτούν, οι ελέγχοντες αυτό το «καθεστώς διαχείρισης των δημοσίων πραγμάτων» δεν μπορούν όσο κι αν θέλουν να μετέλθουν απαρατήρητοι των θλιβερών οβιδιακών τους μεταμορφώσεων και της a la carte δημοκρατικότητάς τους.
Κοινώς, η παλιά δοκιμασμένη και φτηνή πολιτικάντικη τακτική τους δεν μπορεί να αυγατίσει, κρατώντας δύο καρπούζια κάτω από την ίδια μασχάλη. Στην επικράτεια του Είναι, το φαίνεσθαι δεν έχει θέση.
Στην Πολιτεία αυτής της νέας σουρεαλιστικής δημοτικής Αρχής που διεκδίκησε και εκλέχτηκε με σημαία της το προνόμιο κατοχής της Σωκρατικής δικαιοσύνης και εντιμότητας, -έτσι το ‘φερε ο καιρός-, έπρεπε να δοκιμαστούν ένα χρόνο μετά την εκλογή της οι καταστατικές αντοχές της στην ανένδοτη υπεράσπιση άλλων κοινοχρήστων χώρων εντός των διοικητικών της ορίων.
Θα περίμενε κανείς να επαναληφθεί ο αδαπάνητος ζήλος και ο επαναστατικός προεκλογικός της οίστρος απέναντι σε κάθε λογής καταπατητές κοινόκτητων αγαθών που είναι πάνω από κάθε συναλλαγή κατά τον Αστικό Κώδικα. Πιο απλά, στην υπεράσπιση του δημοσίου συμφέροντος και του έστω ευκαιριακού ιδεολογικού προσήμου του Δήμου.
Θα περίμενε κανείς να μην χειραγωγηθεί κανένα συλλογικό της όργανο, εν προκειμένω η Δημοτική Επιτροπή- από ορατούς τε και αοράτους εξωθεσμικούς εναγκαλισμούς που διατηρεί με έκπτωτα παράκεντρα εξουσίας ξεπερασμένων καιρών που παραπέμπουν στο Βυζάντιο.
Η Δημοτική Επιτροπή και ο ίδιος ο Δήμαρχος της, απεκδυόμενοι των ευθυνών τους, απεμπόλησαν με απύθμενη προκλητικότητα και ανευθυνότητα ιστορικού κηλιδώματος, δικαιώματα επί κοινοχρήστων χώρων στην περιφέρεια του δήμου που έχουν καταπατηθεί με μονομερείς συμβολαιογραφικές πράξεις αναγνώρισης κυριότητας σχετιζόμενα με αυτά τα έκπτωτα παράκεντρα εξουσίας αλλοτινών καιρών.
Αυτά τα έκπτωτα παράκεντρα με παράνομες, καταχρηστικές και ποινικά κολάσιμες ενέργειες εκπροσώπων τους, ενέταξαν σε οικοπεδικές τους εκτάσεις, βεβαιωμένους δημοτικούς και κοινόχρηστους χώρους. Η οικεία δημοτική Αρχή, ως όφειλε, αρνήθηκε με τις αποφάσεις των συλλογικών της οργάνων, παρά και ενάντια στις εισηγήσεις της Νομικής της υπηρεσίας και της Πολεοδομίας, να προασπιστεί στις δικαστικές αίθουσες την περιουσία του Δήμου, δίκην ανομολόγητης ώσμωσής της με αυτά τα παράκεντρα.
«O tempora, o mores» θα αναφωνούσαν και οι πλέον αδαείς και άχρωμοι παίκτες της Res Publica ανά τους αιώνες ή «ουαί υμίν» και οι πλέον αιρετόσχημοι θιασιώτες του Ναζωραίου. Στον «Ταρτούφο», την κλασική θεατρική κωμωδία του Μολιέρου του 17ου αι. που εξακολουθεί να παίζεται μέχρι σήμερα, ο ομώνυμος ψευτοθρησκευόμενος επαρχιώτης, έχει γοητεύσει με τις υποκριτικές επιδείξεις ευσέβειας σε τέτοιο βαθμό τον Οργκόν, έναν πλούσιο Παριζιάνο αστό, που ο δεύτερος τον έχει για τα καλά εγκαταστήσει στο σπίτι του.
Στο τέλος όμως η Δικαιοσύνη αποδίδει τη Νέμεση και κολάζει την κραυγαλέα απάτη. Μήπως λοιπόν εστί Δίκης οφθαλμός και στους βορβόρους των σύγχρονων Δημοτικών υπονόμων;