Ο Εμμανουήλ Γ. Δαμουλάκης από τον Κάτω Βαχό, δεκαπεντάχρονος έφηβος το Σεπτέμβρη του 1943, θυμάται.
(καταγραφή 31-8-2020, Κερατόκαμπος)
«Γεννήθηκα το Μάρτιο του 1929 και στη σφαγή του ΄43 ήμουν δεκατέσσεράμισι χρονών. Στον Κάτω Βαχό, το χωριό μου, με συνέλαβαν οι Γερμανοί την ημέρα του Τιμίου Σταυρού. Ζούσα ως τότε την Αντίσταση και βοηθούσα όσο και όπως μπορούσα. Ο πατέρας μου, που ήταν βοσκός, βοηθούσε από τις πρώτες ημέρες της Κατοχής.
Μετά τη Μάχη της Σύμης, λοιπόν, 14 Σεπτεμβρίου, μας έπιασαν όλους τους χωριανούς, ακόμη και τα γυναικόπαιδα. Όπως μας είχαν όλους μαζί, ο γερμανός που κρατούσε τον ασύρματο πλησίασε έναν άλλο γερμανό που ήταν στη μέση του συγκεντρωμένου κόσμου, κάτι του είπε και αμέσως αυτός άρχισε να σπρώχνει προς τα πίσω τις γυναίκες και τα παιδιά. Όπως έστεκα κοντά στο ποτάμι, με κοίταξε και γύρισε αλλού το σώμα του και το πρόσωπό του. Εγώ αμέσως πηδώ κάτω στο ποτάμι και προχωρώ ένα μέτρο, περνώ τη στροφή και κρύβομαι μέσα στους θάμνους, ώστε να μη φαίνομαι.
Εννιακόσια μέτρα από τον τόπο της εκτέλεσης είναι ένα ύψωμα. Πήγα να το ανεβώ, αλλά ήταν επάνω ο αντάρτης Μανώλης Ηλιάκης και μου φωνάζει:
-Πέσε κάτω αμέσως, για να μη σε φάνε. Γιατί στην εκκλησία εκτέλεσαν ένα γέρο, το Μαραγκό (ήταν ο Μύρωνας Καργιολάκης, επιπλοποιός).
Πραγματικά, θα μέ ΄βλεπαν και θα με σκότωναν διαφορετικά, αν δηλαδή δεν έπεφτα κάτω. Ένα συνήλικό μου, το Χαρίλαο Ζερβουδάκη, τον εκτέλεσαν, αλλά επέζησε, με βαριά τραύματα και έμεινε ανάπηρος.
Μετά τις εκτελέσεις των χωριανών μου, έφυγα μαζί με τον Ηλιάκη και το βράδυ κρυφτήκαμε πολλά παιδιά σ’ ένα δάσος από δέντρα, όπου κοιμηθήκαμε ανάμεσα στα κλαδιά. Την επαύριο ακούγαμε όλη την ημέρα τις σπαραχτικές φωνές των γυναικών που έθαφταν όπως – όπως τα πτώματα, πολλά από τα οποία ήταν διαμελισμένα. Φύγαμε από το δάσος και ποτέ δεν μπόρεσα να ξεχάσω τον πόνο και τον τρόμο που επικράτησε. Έφευγαν και κρύβονταν οι λίγοι που απέμειναν, όπου ο καθένας μπορούσε.
Την επόμενη μέρα, 15 Σεπτέμβρη, ο βοσκός πατέρας μου είχε πάει στα πρόβατα και εκεί στην περιοχή της Δάρτου, την ώρα που έκοβε σύκα να φάει, τον έπιασαν οι Γερμανοί και τον οδήγησαν στο Γυμνάσιο της Άνω Βιάννου, όπου τον έκλεισαν μαζί με τους άλλους ομήρους. Είχα ακόμη ένα αδερφό εντεκάμισι χρονώ και μια αδερφή ενός χρόνου. Στο σπίτι μας τις μέρες αυτές γίνονταν κλάματα και σκοτωμοί για τον πατέρα μας, που είχαμε σίγουρο το θάνατό του. Ευτυχώς γλύτωσαν ανέλπιστα.
Έζησα στα πιο τρυφερά μου χρόνια την Κατοχή, που ήταν πολύ δύσκολη. Εκτός από τον ασταμάτητο φόβο για τη ζωή σου, που κινδύνευε κάθε στιγμή, σε βασάνιζε και η γύμνια, η αξυπολυσά και η πείνα των φτωχών ανθρώπων, που έτρωγαν καθημερινά βρούβες χωρίς λάδι. Εμείς στο σπίτι μας σωθήκαμε από τα ζώα μας.
Όλα τα παιδιά βάλαμε παπούτσια χρόνια μετά την Κατοχή. Τα πόδια μας ήταν σκληρά, δεν τα περνούσαν ούτε οι ασπαλάθοι. Τον αδερφό του πατέρα μου, με έξι παιδιά, τον θυμούμαι συχνά ξυπόλυτο. Μετά τη σφαγή και την καταστροφή και στην Απελευθέρωση για πολλά χρόνια επικράτησε η ίδια κατάσταση. Άστεγοι και πεινασμένοι οι άνθρωποι. Ποιοι θα δούλευαν; Και συγχρόνως κατατρεγμένοι. Μαύρα χρόνια.
Στην Κατοχή κάθε μέρα σχεδόν πήγαινα φαΐ στον κυνηγημένο Νίκο Κατσαράκη. Μου το έδιναν από την οικογένεια του Γεωργίου Αγγελάκη, του πεθερού του, που το σπίτι του ήταν απέναντι από το δικό μας στο Βαχό (εκτελέστηκε στις 14-9-43). Πήγαινα επίσης φαΐ και στον Γεώργιο Παπαμαστοράκη ή Γερουλάνο, που κρυβόταν μαζί με άλλους αντάρτες κάτω από τον Αφέντη, στη Σπηλιάρα. Η γυναίκα του, η Ελπινίκη, έμενε τότε στο Βαχό και μού ‘δινε το κατσαρολάκι και μηνύματα και του πήγαινα. Πήγαινα και σημειώματα και είχα τη διαταγή να τα τρώγω, όταν κινδύνευα να με πιάσουν.
Ο Γερουλάνος ήταν μια σπουδαία μορφή. Υποστήριξε από τη θέση του στο στρατό πολλούς βιαννίτες στρατιώτες. Αργότερα αυτός ενήργησε και πήρα σύνταξη αντιστασιακού, γιατί ήξερε από πρώτο χέρι πως όχι μόνο ο πατέρας μου και ο θείος μου, αλλά και εγώ έπαιξα σημαντικό ρόλο στην Αντίσταση, γιατί ήμουν μικρός και οι Γερμανοί δε με υποψιάζονταν. Όταν υπηρετούσα στρατιώτης μού ‘δωσε ο πεθερός του πράγματα να του τα πάω στον Πειραιά, όπου έμενε με την οικογένειά του, δίπλα στο ξενοδοχείο Φαληράκι. Μπαίνω λοιπόν με το στρατιωτικό μου καπέλο και μου λέει ο Γερουλάνος:
– Ποιος είναι ο φαντάρος;
Και η Ελπινίκη του απαντά:
– Όταν στον καιρό της πείνας σού ‘φερνε το φαΐ τον ήξερες;
Αυτό που συμπέρανα τότε με το παιδικό μου μυαλό ήταν πως τους εκτελεστές στα αποσπάσματα δεν τους ένοιαζε πόσους θα σκοτώσουν. Είχαν εντολή να σκοτώνουν.
Σε όλη μου τη ζωή έκανα μεροκάματα. Ήμουν φτωχός και παντρεύτηκα από την Άνω Βιάννο μια φτωχή κοπέλα επίσης. Επί τρία χρόνια έκανα καφενείο στην Άνω Βιάννο, εκεί που είναι σήμερα το μικροβιολογικό. Αργότερα πήγα στη Γερμανία. Έφερα λεφτά και έκανα γενικό εμπόριο στη Βιάννο. Πήγα καλύτερα».
Η κόρη του Εμμανουήλ Δαμουλάκη, Γεωργία, συνταξιούχος νηπιαγωγός, παρούσα την ώρα της καταγραφής του πατέρα της, έζησε στην παιδική και εφηβική της ηλικία από πολύ κοντά το γιατρό και αντιστασιακό Γεώργιο Παπαμαστοράκη. Το στρατιωτικό γιατρό που στην προπολεμική Αθήνα μυήθηκε στις ιδέες της Αριστεράς και επηρεάζοντας καθοριστικά τα εφτά αδέρφια του, παιδιά του λαϊκού Τίτου Παπαμαστοράκη, αποτέλεσαν μέλη του ΕΑΜ και του ΚΚΕ. Η περίπτωση αυτή αποτελεί αντικείμενο κοινωνιολογικής έρευνας. Στην τρυφερή ηλικία της διάπλασης και κοινωνικοποίησής της, η Γεωργία επηρεάστηκε από το γιατρό και τους θρύλους του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ της Βιάννου. Παραθέτοντας ένα κομμάτι της μαρτυρίας της, έχομε την ευκαιρία να δούμε ποιες αρχές και ιδέες τροφοδότησαν την Εθνική Αντίσταση και πόσο ανεξίτηλες έμειναν σε όλη τη ζωή των αγωνιστών, οράματα, για την πραγμάτωση των οποίων ήταν σίγουροι, γιατί χωρίς αυτά θεωρούσαν πως ο ένας άνθρωπος θα φάει τον άλλο, κυρίως όταν η δύναμη της τεχνολογίας θα γιγαντωθεί.
Ας τελειώσει το σημερινό αφιέρωμα στον Αγώνα και το Ολοκαύτωμα των χωριών της Επαρχίας Βιάννου και Δυτικής Ιεράπετρας με τη μαρτυρία της Γεωργίας Εμμ. Δαμουλάκη:
«Είχα θεμελιώσει μια μεγάλη φιλία μ’ αυτό τον υπέροχο και αξέχαστο άνθρωπο, που βοήθησε σαν γιατρός και άνθρωπος την Επαρχία και ηγήθηκε του αγώνα της Αντίστασης με μεγάλες θυσίες. Μικρό κορίτσι, πήγαινα σχεδόν κάθε μέρα στο σπίτι του στην Άνω Βιάννο και αργότερα στο Ηράκλειο. Κάποιες φορές τους πήγαινα τα ψώνια που παράγγελναν στο μαγαζί μας. Αλλά και συχνά χωρίς λόγο, έτσι για να είμαι μαζί του. Μου μιλούσε για χίλια πράγματα που συμφωνούσαν με την ψυχή μου και με συνάρπαζαν. Ένιωθα πως μ’ αγαπούσε πολύ, πως αγαπούσε όλους τους ανθρώπους. Αυτή η επαφή σημάδεψε τη ζωή μου, κυρίως όμως το παρακάτω περιστατικό:
Χειμώνας βαρύς του 1974 κι εγώ δώδεκα δεκατριών χρονών κοριτσάκι πήγα από το μαγαζί μας πράγματα στο σπίτι του και έκατσα εκεί. Ήταν μεγάλος χιονιάς, το χιόνι σκέπαζε όλη τη Βιάννο και όλα ήταν κάτασπρα. Με πήρε και βγήκαμε στην αυλή του σπιτιού του και ενώ κοιτάζαμε το θέαμα μου λέει: κοίτα, Γεωργία, γύρω μας τι όμορφα που είναι όλα, τι όμορφα που είναι όλα το ίδιο. Τί ωραία νά ‘ταν έτσι τα πράγματα στη ζωή και την κοινωνία. Ίσα και όμοια για όλους. Να προσπαθήσεις γι’ αυτό. Για το καλό των ανθρώπων. Εμείς, ας πούμε, κάναμε ό,τι μπορούσαμε.
Το έκανα, όπως μπορούσα κι εγώ. Αργότερα, νηπιαγωγός, συνέχιζα να πηγαίνω στο σπίτι του στο Ηράκλειο, να τον βλέπω και να μιλάμε. Λίγες μέρες πριν πεθάνει, πήγα στην κλινική, στον Άγιο Γεώργιο στο Ηράκλειο, να τον δω. Ήταν πολύ κουρασμένος και δεν άντεχε τις επισκέψεις των φίλων. Η Ελπινίκη τον ρώτησε αν ήθελε να μπω. Δέχτηκε με χαρά. – Νά ‘ρθει, νά ‘ρθει, της είπε.
Μπήκα, και είχε ανοίξει τα χέρια του μια αγκαλιά. – Έστω και την τελευταία στιγμή ήρθες, Γεωργία. Έλαμπε το πρόσωπό του, μόλις με είδε, σαν ένα ευτυχισμένο παιδί.
Είχα πεισθεί και εγώ πως οι άνθρωποι που στήριξαν την Αντίσταση και ονειρεύτηκαν ένα πιο ανθρώπινο μεταπολεμικό κόσμο, αγάπησαν βαθιά τον άνθρωπο και πίστεψαν σ’ αυτό».