Παρατηρώντας κάποιος την πορεία της χώρας τα τελευταία δέκα χρόνια της κρίσης και των μνημονίων, δεν μπορεί παρά να καταλήξει σε κάποια χρήσιμα συμπεράσματα που αφορούν την κοινωνία αυτή καθ’ εαυτή.
Βεβαίως η κρίση ετούτη μάλλον δεν θα πρέπει να εντοπίζεται χρονικά στo προαναφερθέν διάστημα, γιατί κατά πάσα πιθανότητα έχει τις ρίζες της βαθιά χωμένες σε παλιότερες εποχές, οι οποίες σημαδεύτηκαν από άστοχες και μακροχρόνιες ενέργειες από μεριάς των πολιτικών της ταλαίπωρης χώρας και φυσικά δεν είναι με κανένα τρόπο αποκλειστικά πολιτική, γιατί εγγίζει πολλές άλλες παραμέτρους στην κοινωνία μας.
Ένα μεγάλο τμήμα, όμως, υποφέρει για μεγάλο χρονικό διάστημα μη δυνάμενο να ανταποκριθεί στις καθημερινές του στοιχειώδεις και απαραίτητες υποχρεώσεις. Με κανένα τρόπο βεβαίως δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχή μας η πρόωρη και ηθελημένη εγκατάλειψη του κόσμου ετούτο από μια άλλη μερίδα συμπολιτών μας, η οποία, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις και πρόχειρους υπολογισμούς, ανέρχεται σε κάποιες χιλιάδες.
Ένας παρατηρητής όμως θα διαπιστώσει έντρομος ότι κάποια πράγματα έχουν πάρει την οδό από την οποία είναι αμφίβολο αν και κατά πόσο θα επανέλθουν στην προηγούμενη κατάσταση. Αναφέρομαι στις μικρές, σημαντικές για τους ιδιοκτήτες τους περιουσίες οι οποίες πέραν του γεγονότος ότι συνεισέφεραν μια όχι αμελητέα βοήθεια στην οικογένεια των κατόχων, ενείχαν και μια πολιτιστική χροιά στον ευρύτερο κοινωνικό ιστό της χώρας μας.
Για αρχικό παράδειγμα θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τα περίπτερα. Με την πάροδο του χρόνου, τα περισσότερα για διάφορους λόγους κλείνουν σταδιακά και εξαφανίζονται από τα μάτια μας παίρνοντας μαζί τους και τις δικές μας μνήμες.
Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο οδηγούνται σ’ αυτή την ενέργεια, αφού η περαιτέρω λειτουργία τους κρίνεται ασύμφορη για λόγους καθαρά δραστικών νομοθεσιών που ευρίσκονται σε ισχύ, μαζί βεβαίως με τις φορομπηχτικές πολιτικές οι οποίες πρέπει να είναι εναρμονιζόμενες και να συνάδουν με τις παράλογες απαιτήσεις των ανάλγητων δανειστών.
Το ίδιο, θα προσθέταμε, φαίνεται να ισχύει και στις περιπτώσεις των μικρών αλιευτικών σκαφών, τα οποία οι φτωχοί ιδιοκτήτες αδυνατούν να συντηρήσουν για τους ίδιους λόγους που προαναφέραμε στην περίπτωση των περιπτερούχων.
Μαζί με αυτά όμως θα εξαφανισθεί και το επάγγελμα του κατασκευαστή των μικρών ξύλινων βαρκών που κάποτε αφθονούσαν στα μικρά κυρίως νησάκια της ελληνικής επικράτειας.
Και σαν να μην έφταναν αυτά, πριν λίγο καιρό ήρθε στην επιφάνεια και για συζήτηση, ή καλύτερα για να παρατηρηθούν οι εντυπώσεις και μελετηθούν οι αντιδράσεις, ένα περίεργο σχέδιο σύμφωνα με το οποίο θα πρέπει να μειωθεί ο αριθμός των ελαιοτριβείων στη χώρα και να γίνουν λίγα σε αριθμό με το σκεπτικό ότι έτσι θα είναι καλύτερα ελέγξιμα τα απόβλητά τους. Σε όλα αυτά φυσικά βρίσκονται δίπλα πολλά άλλα παρεμφερή επαγγέλματα τα οποία κατατάσσονται περισσότερο στα παραδοσιακά.
Ετούτη η κυβέρνηση όμως εκλέχτηκε με τη σημαία της εξυπηρέτησης των φτωχών και των ταλαιπωρημένων από την ιστορία και όχι να συναινέσει στις δόλιες και εσκεμμένες απαιτήσεις των τροϊκανών αξιωματούχων.
Εκείνοι το συμφέρον των πολυεθνικών εταιρειών τους εξυπηρετούν κι όχι τα συμφέροντα του φτωχού και μεροκαματιάρη ψαρά, του Έλληνα περιπτερά που κάποτε αυτός ή ο πατέρας ή ο παππούς του εναντιώθηκε σε βρόμικες διεκδικήσεις των ναζιστών σε όλα τα μήκη και πλάτη του ελλαδικού χώρου, ούτε του κατόχου ενός ελαιοτριβείου που ειδικά για το χώρο της Κρήτης θα προκαλέσει σοβαρή αναστάτωση με αναρίθμητες επιπτώσεις στον κοινωνικό ιστό του νησιού μας. Οι κυβερνώντες υποσχέθηκαν πολλά και έκαναν λιγότερα.
Καιρός είναι, εάν ακόμα πιστεύουν στο όραμα της αριστεράς, να δρομολογήσουν κάποιες σκέψεις και εφαρμογές για τα αναγραφόμενα και τη σωτηρία των μικρών επαγγελμάτων από τις απάνθρωπες τακτικές και απαιτήσεις των ανθρώπων της σημερινής, δήθεν, Ευρωπαϊκής Ένωσης.