Ο Στέφανος, γέροντας, κάτοικος των Επάνω Αρχανών στην άκρη του χωριού, προς την επάνω μεριά, καθόταν εκείνο το απόγευμα στο μπαλκόνι και κοίταζε την πράσινη πλαγιά προς τον ανήφορο, που απλωνόταν απέναντι. Άνοιξη, λουλούδια, πεταλούδες… Μοσχομύριζε ο τόπος. Τι ωραία!

Απολάμβανε την ομορφιά και σκεφτόταν. Αυτό, να σκέφτεται, τώρα στα γεράματα, το κάνει συχνά: κάθεται στο μπαλκόνι, απολαμβάνει την θέα – πανέμορφη  η φύση ιδίως την άνοιξη, όμως και το καλοκαίρι και ακόμη και τον χειμώνα –  και φιλοσοφεί.

Μερικοί άνθρωποι, σκεφτόταν, ευνοημένοι από τον Θεό, γεννιούνται ευφυείς, όμορφοι, ψηλοί, υγιείς… Ιδίως στις γυναίκες, η ομορφιά παίζει σπουδαιότατο ρόλο. Μερικοί γεννιούνται και με ιδιαίτερα ταλέντα. Αυτοί είναι οι τυχεροί της ζωής. Απολαμβάνουν επιτυχίες και χαρές. Και ζουν ευτυχισμένοι.

Είναι ευχάριστοι στην παρέα. Τους προσέχουν όλοι. Με την εξυπνάδα τους, την κοινωνικότητα και την ευχάριστη εμφάνισή τους γίνονται παντού αποδεκτοί. Στις παρέες κάνουν εντύπωση. Επαγγελματικώς σταδιοδρομούν καλώς, τα καταφέρνουν. Έχουν επιτυχίες στον έρωτα.

Μερικοί  τυχαίνει να έχουν, ας πούμε, και ωραία φωνή, ή διοικητικές ή άλλες ικανότητες. Κάποιοι έχουν την τύχη να γεννηθούν από πλούσιους γονείς… Τύχη είναι βέβαια να σου τύχει και καλός σύντροφος στην ζωή. Για όλους αυτούς η ζωή είναι συνήθως εύκολη και ωραία, αν δεν τους τύχει απροόπτως κανένα δυστύχημα.

Αντιθέτως άλλοι γεννιούνται άσχημοι, δειλοί κοινωνικώς,  ή με εύθραυστη υγεία, ασήμαντοι, χωρίς ιδιαίτερες πνευματικές ικανότητες ή και με άλλα μειονεκτήματα. Λίγοι τους προσέχουν, λίγοι τους δίνουν σημασία. Αυτοί είναι οι άτυχοι. Δεν έχουν ιδιαίτερα χαρίσματα. Και ζούνε μάλλον περιφρονημένοι. Διότι η αξία των ανθρώπων συνήθως υπολογίζεται ανάλογα με την εμφάνιση και τα χαρίσματά τους. Και εκεί θυμήθηκε το «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών εστιν η βασιλεία των ουρανών» του Ευαγγελίου. Και η σκέψη του μπερδεύτηκε. Ίσως εννοούνται οι απονήρευτοι.

Με τις σκέψεις  όμως πέρασε η ώρα και άρχισε να σκοτεινιάζει. Η γυναίκα του από μέσα του φώναξε.

– Στέφανε, θα πουντιάσεις έξω τέτοια ώρα. Κάνει ψύχρα…

Εκείνος έκανε πως δεν άκουσε. Εξάλλου φορούσε την χοντρή μάλλινη ζακέτα του και δεν κρύωνε. Και εξακολούθησε να φιλοσοφεί και να αναρωτιέται. Γιατί μερικοί να αδικούνται; Γιατί να γεννιούνται άσχημοι, χωρίς ιδιαίτερα προσόντα; Από την άλλη όμως σκέψου να μην υπήρχε ποικιλία στον πληθυσμό. Όλοι να γεννιούνταν ψηλοί, έξυπνοι κι ωραίοι… Μονοτονία… Τότε ούτε η ομορφιά ούτε η εξυπνάδα θα είχανε καμιά αξία, αφού δεν θα υπήρχαν άνθρωποι άσχημοι και ατάλαντοι. Δίκιο έχει λοιπόν ο Θεός που έφτιαξε την κοινωνία έτσι, με ποικιλία. Υπάρχουν βέβαια και μερικοί άνθρωποι μοχθηροί, κακοί και ζηλιάρηδες, που είναι πολύ επικίνδυνοι. Αυτοί αποτελούν άλλη κατηγορία. Τέλος πάντων.

Νύχτωσε, βγήκε το φεγγάρι. Άναψαν και τα φώτα του Δήμου. Ξαφνικά ένιωσε πραγματικά κρύο. Σηκώθηκε και σέρνοντας την καρέκλα πίσω του μπήκε στο σαλόνι. Έκλεισε την μπαλκονόπορτα να μην μπαίνει ψύχρα. Η γυναίκα του έβλεπε τηλεόραση.

– Μμμ… Επιτέλους αποφάσισες να συμμαζευτείς;  Απορώ τι κάνεις κάποιες φορές τόσες ώρες στο μπαλκόνι. Δεν πάγωσες; Το βράδυ πάλι θα παραπονιέσαι ότι πονάει η πλάτη σου και θα θέλεις να σε τρίψω… Γκρίνιαζε η γυναίκα του.

Ο Στέφανος δεν απάντησε. Το ήξερε, η γυναίκα του ήταν γκρινιάρα. Είχε όμως καλή καρδιά. Τον περιποιούνταν σαν μωρό παιδί.