Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουμε την πανδημία είναι δείκτης είτε ευθύνης  και ωριμότητας  είτε  ανευθυνότητας και  ανωριμότητας. Έτσι κρίνονται  και αξιολογούνται οι πάντες. Οι εκπρόσωποι της πολιτικής τάξης, της επιστημονικής κοινότητας, των κοινωνικών φορέων, οι ίδιοι οι πολίτες. Αν θέλουμε να δούμε την αλήθεια, εύκολα διαπιστώνουμε πως δεν είναι μόνο στραβός ο γιαλός αλλά στραβά αρμενίζουμε.

Μολονότι θα έπρεπε να επικρατεί η περίσκεψη και η αυτοσυγκράτηση, η επίγνωση και ο πραγματισμός, συμβαίνει το αντίθετο. Δυστυχώς αυτή είναι η πραγματικότητα εκτός αν φορούμε παραμορφωτικούς φακούς ή είμαστε δέσμιοι απαίδευτων αντιλήψεων και σκοπιμοτήτων. Η μάχη κατά του κορονοϊού θα καταστεί νικηφόρα με μία καίρια προϋπόθεση: Να αναθεωρήσουν όλοι τις έως τώρα ατελέσφορες  και παράδοξες πρακτικές τους.

Η ανατοποθέτηση της πολιτικής τάξης στο ζήτημα αυτό καθίσταται ζωτική προτεραιότητα. Αρκεί να σταθούμε στην αντίφαση που κυριαρχεί στην εγχώρια σκηνή. Όταν η κυβέρνηση λαμβάνει μέτρα για την υγειονομική κρίση η αντιπολίτευση  αντιδρά, ενώ το ίδιο πράττει και όταν  χαλαρώνουν ή ακόμη και αποσύρονται. Μάλιστα, το πρόβλημα γίνεται οξύτερο όταν υποκύπτουν στους λεγόμενους «κουρασμένους».  Η έλλειψη κοινών προσεγγίσεων σ’ ένα ζήτημα ζωής και θανάτου για την ανθρώπινη ύπαρξη αλλά και την οικονομία, συνιστά το μεγαλύτερο εμπόδιο για μία  αποτελεσματική στρατηγική.

Οι κυβερνητικές αστοχίες και οι παλινωδίες είναι αναμφισβήτητες. Ουσιαστικά, την τελευταία  περίοδο εκλείπει μια στιβαρή διαχείριση, όπως αυτή του πρώτου κύματος της πανδημίας. Απουσιάζει η σταθερή γραμμή πλεύσης. Η πανσπερμία απόψεων και η πολυφωνία των υπουργών και των επιστημόνων επιτείνουν τη σύγχυση στην κοινή γνώμη. Τα αντιφατικά μηνύματα που εκπέμπονται ενέχουν τον κίνδυνο να προκληθεί κρίση εμπιστοσύνης.

Δεν είναι τυχαίο το ότι σχεδόν σε όλες τις δημοσκοπήσεις υποχωρεί η μέχρι πρότινος θετική αξιολόγηση της κυβέρνησης στο μέτωπο του κορονοϊού. Παρ’ όλα αυτά, το πολιτικό κεφάλαιο που απέκτησε από την πρώτη στιγμή αποδεικνύεται ανθεκτικό.  Βέβαια, αν δεν επενδύσει σ’ αυτό και δεν το διευρύνει, ενδέχεται η αξία του να απομειωθεί.  Με απλά λόγια,  μένοντας μόνο στα έτοιμα, κάποια στιγμή  εξαντλούνται. Όπως ακριβώς λιώνουν τα παγάκια όταν βγαίνουν από το ψυγείο.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έδειξε να  κατανοεί τη σημασία ενός συνεκτικού μοντέλου διακυβέρνησης, το οποίο δεν θα διαχέεται ή θα καθορίζεται από τις προσωπικές επιλογές των υπουργών του. Το ζήτημα αυτό,  αποκτά ξεχωριστή σημασία  σε εποχές κρίσης. Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση, οι πρώτες αρρυθμίες έχουν ήδη εκδηλωθεί. Το κλίμα της χαλάρωσης είναι έκδηλο.

Η κάμψη της αποφασιστικότητας που παρατηρείται αντιστρατεύεται και την αποτελεσματικότητα. Ταυτόχρονα επιφέρει  ανεπιθύμητες παρενέργειες. Οι επιπτώσεις είναι εμφανείς και στο κοινωνικό σώμα. Η εξασθένιση της γενικότερης κυβερνητικής απήχησης το επιβεβαιώνει. Επιπλέον, η υποτίμηση των ποικίλων διεργασιών και μεταβολών δεν αποτελεί την καταλληλότερη μέθοδο για να αντιληφθείς τις ενστάσεις ή και την αποστασιοποίηση  μερίδας των πολιτών. Πρόκειται για  μια ευρύτερη πλειοψηφία που φέρεται να είναι ευμενώς διακείμενη.

Το πλεονέκτημα για τον πρωθυπουργό είναι πως, παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει, τα  αντιπολιτευτικά πυρά που δέχεται δεν βρίσκουν ανταπόκριση στην ευρύτερη κοινή γνώμη. Αποδεικνύονται άσφαιρα.   Απεναντίας θα έλεγα, είναι βούτυρο στο ψωμί του. Η οξύτητα, η εμμονή σε παρωχημένα κλισέ και στερεότυπα τον βοηθούν ανέλπιστα. Τα πεδία αντιπαράθεσης που επέλεξαν οι ηγεσίες του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΙΝΑΛ καθίστανται ατελέσφορα.

Όπως έδειξε η πρόσφατη συζήτηση στη Βουλή, η επένδυσή  τους  στις συνέπειες της πανδημίας  δεν αποδίδει πολιτικά οφέλη. Αντιθέτως τις εκθέτει. Μάλιστα, κάνοντας βουτιές στο παρελθόν καταγράφουν τη δυσαρμονία τους με τη σημερινή πραγματικότητα. Η διάστασή τους με το τωρινό οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον ενισχύει περαιτέρω την υπαρκτή κρίση εμπιστοσύνης που αντιμετωπίζουν. Η πλειονότητα των πολιτών, μεταξύ αυτών και ενός σημαντικού τμήματος των ψηφοφόρων τους, δεν πείθεται από τον τρόπο που πολιτεύονται. Ούτε για τις πολιτικές που πρεσβεύουν. Πώς αλλιώς να ερμηνευθεί η υποχώρηση και η στασιμότητά τους;

Φαίνεται ότι και τα δύο κομματικά σχήματα αδυνατούν να καταλάβουν τις αλλαγές στη χώρα και στην κοινωνία. Οι θέσεις και οι προτάσεις τους για τα ζωτικά ζητήματα απέχουν παρασάγγας από προοδευτικές πολιτικές. Έτσι ο  λόγος τους  είναι ανεπίκαιρος και οι απόψεις τους παρωχημένες.

Ο Αλέξης Τσίπρας, περιχαρακωμένος  στον σκληρό πυρήνα του ΣΥΡΙΖΑ, αδυνατεί να εκφράσει τον αποκαλούμενο κεντροαριστερό χώρο. Η Φώφη  Γεννηματά, με  εμφανές και οξύ το ηγετικό της έλλειμα, κρατά το ΚΙΝΑΛ  καχεκτικό. Το βέβαιο είναι ότι οι πολίτες που τοποθετούνται στη Κεντροαριστερά, αντιμετωπίζουν κενό εκπροσώπησης. Η εμπιστοσύνη   πολλών εξ’ αυτών  στον Κυριάκο Μητσοτάκη δεν ακυρώνει την αυθύπαρκτη πολιτική τους ταυτότητα.

Στην κορύφωση της πανδημίας κυβερνώντες και αντιπολιτευόμενοι οφείλουν να κάνουν τις δικές τους αναπροσαρμογές προκείμενου οι επιπτώσεις της να περιοριστούν. Η κυβέρνηση να αποβάλει τις λογικές εξωραϊσμού και αυτοεπαίνου που προσφάτως επιδεικνύει. Άλλωστε, θετικά πιστώνεται τις επιδόσεις της στη διαχείριση της πανδημίας. Η αντιπολίτευση  να εγκαταλείψει την καταγγελτική  ρητορική και τις μηδενιστικές αντιλήψεις. Η επιμονή της στην ανώφελη  ισοπέδωση αφαιρεί δεν προσθέτει. Η ωριμότητα είναι χρήσιμη και για τις δύο.

 

*Ο Γιώργος Πανταγιάς είναι σύμβουλος Στρατηγικής και Επικοινωνίας, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της POLITY A.E.