Έχω γράψει και άλλοτε ότι στα χρόνια της σκλαβιάς, όπου η μόρφωση έλειπε, η γενική πτώση στην γλώσσα μας είχε αρχίσει να κλονίζεται. Σημάδια κλονισμού είχαν βέβαια παρουσιαστεί ακόμη και παλαιότερα. Π.χ. μερικές φορές λεγόταν μπερδεμένα, όπως “ο πατέρας μου εμένα” , όπου το “εμένα” είναι κανονικά τύπος αιτιατικής ή  “τα δώρα σας εσάς”, όπου οι τύποι “σας” και “εσάς” γραμματικώς είναι πάλι πτώσης αιτιατικής. Ή “Πόσω χρονώ είσαι;”  (=Πόσων χρόνων, πόσων ετών, είσαι;) όπου χάθηκαν τα τελικά -ν , και στην λέξη “χρονώ” έχει κατεβεί και ο τόνος, όπως, ας πούμε, κατεβαίνει στις λέξεις “ναυτών” , “τραυματιών” … κανονικά βέβαια σ’ αυτές. Η λέξη “χρόνος”  έχει διπλό πληθυντικό: χρόνοι και χρόνια, όμως “Πόσων χρονιών είσαι;” δεν λέγεται. Μάλιστα στην παραπάνω φράση το “Πόσω” ακούγεται σαν επιρρηματική αιτιατική του ποσού, όπως στις φράσεις “Πόσο θες;””Πόσο κοστίζει;” “Πόσο θα περιμένομε;”

Εξάλλου στα ονόματα θηλυκού γένους, σε μερικές περιπτώσεις, είναι αδύνατο να σχηματιστεί γενική πληθυντικού:  χαρά, νύφη, λάσπη… (χαρών; νυφών;) Επίσης τα υποκοριστικά σε -άκι δεν σχηματίζουν ούτε γενική ενικού ούτε γενική πληθυντικού: σπιτάκι, σπιτακιού; σπιτακιών; Όμως αν σε κάποια λέξη συνηθιστεί, λέγεται και δεν φαίνεται να μας παραξενεύει: σάκος>σακάκι (σακακιού, σακακιών…) Προσοχή, σε λέξεις όπως αυλάκι, ρυάκι, χαντάκι, στις οποίες πρόβλημα γενικής δεν υπάρχει, η κατάληξη υποκορισμού είναι αρχικώς -ιον όχι -άκι: αύλαξ (γεν. αύλακ-ος)>αυλάκ-ιον>αυλάκι.

Σήμερα που στην εργασία βγήκαν και οι γυναίκες, όπως είναι γνωστό, πρόβλημα αποτελεί η γενική ενικού των επαγγελματικών ονομάτων θηλυκού γένους.

Πολλοί έχουν μιλήσει γι’ αυτό. Μια λύση αξιοπρεπής – το έχομε ξαναπεί – είναι να καταφεύγομε στην αρχαία γενική π. χ. της ρήτορος. Στην γενική πληθυντικού δεν υπάρχει πρόβλημα: των ρητόρων, των ταγματαρχών… για άντρες και γυναίκες.

Και επειδή στον πληθυντικό δεν γίνεται διάκριση γένους από το άρθρο (“των” για αρσενικό και θηλυκό), μπορούμε, όταν χρειάζεται διάκριση, να προσθέτομε την λέξη “γυναικών” π.χ. των γυναικών διδακτόρων, των γυναικών ταγματαρχών … Τέτοιες περιττολογίες – ας το πούμε έτσι – συνηθίζονται και σε άλλες περιπτώσεις. Λέμε π.χ. “όπου εκεί” (το “εκεί” περιττεύει), “άρα λοιπόν”  ( το “άρα” σημαίνει λοιπόν), “το όνομά σου εσένα” (το “εσένα” για έμφαση).

Ας σημειωθεί ακόμη ότι η δοτική πτώση – πολύ χρήσιμη στον λόγο –  είχε χαθεί πριν ακόμη σκλαβωθούμε στους Τούρκους.

Το παράδοξο είναι ότι στην νότια Ελλάδα έχει σε πολλές περιπτώσεις αντικατασταθεί από την γενική: Τι “μου” δείχνεις; Πες “του ανθρώπου” να περάσει μέσα.

Πραγματικά αυτό είναι παράδοξο, αν σκεφτούμε ότι βασικώς η γενική δηλώνει κτήση.

Η αιτιατική πτώση, που σ’ αυτές τις περιπτώσεις χρησιμοποιείται στην βόρεια Ελλάδα, λογικώς φαίνεται κάπως πιο ταιριαστή: Θα “σε” τηλεφωνήσω αργότερα. Δεν θα “με” μιλάς εμένα έτσι! Παρομοίως, λέμε στην Νότια Ελλάδα: Δεν “σου” ταιριάζει.  Θα “σου” κάνω έναν καφέ. Ενώ, στην Βόρεια Ελλάδα: Δεν “σε” ταιριάζει. Θα “σε” κάνω έναν καφέ, που στους νοτιοελλαδίτες φαίνεται  παράξενο και γελούν κοροϊδευτικά, όταν το ακούνε.

Πάντως μετά από την απελευθέρωσή μας και την δημιουργία του νεοελληνικού κράτους, με βάση το ιδίωμα της νότιας Ελλάδας, δημιουργήθηκε μια εύηχη και τέλεια νεοελληνική γλώσσα, ισάξια των πιο καλλιεργημένων γλωσσών του σημερινού κόσμου.

Προσοχή να μην την χαλάσομε με άγαρμπους  γραμματικούς τύπους και βαρβαρισμούς.