Όπου και αν σας βρίσκει το κακό, αδελφοί μου, στρέφοντας οπίσω σας το βλέμμα – όχι το βήμα – μνημονεύετε, πάντοτε με εθνισμό και ποτέ με εθνικισμό, το παρελθόν. Τις μεγάλες ιστορικές μορφές, που με τη δυνατή τους βούληση και το υψηλό τους φρόνημα και ήθος τα σήκωσαν όλα στους ώμους των επικεφαλής των συναγωνιστών που ενέπνευσαν.
Έτσι κίνησαν εδώ στην Κρήτη κατά την Κατοχή τον απελπισμένο κόσμο και τον οδήγησαν σταθερά με μύρια εμπόδια, να βρει το βαρύ και ιερό νόημα της ελευθερίας και την ίδια που φύτρωνε δειλά στην αιματοποτισμένη γη.
Σήμερα πάλι αποκαρδιωμένοι από ποικίλες διαφορετικές δυσκολίες, σε έναν κόσμο που έχει θαρρείς παραφρονήσει, χρειαζόμαστε στηρίγματα.
Ένα στήριγμα διαχρονικό είναι η διδακτική και παιδαγωγική ιστορία του αρχηγού της αντιστασιακής οργάνωσης «Κρητική Εθνική Επαναστατική Επιτροπή», του ανάπηρου βιαννίτη αξιωματικού Αλέξανδρου Ραπτόπουλου, που ζωντανεύει πάλι στην 81η επέτειο της σύλληψής του, το βράδυ της 22ας Φεβρουαρίου 1942.
Στο σπίτι του μέσα, στη συνοικία Πλάκα της Άνω Βιάννου, μπροστά στα ορφανά από μητέρα παιδιά του, την Αταλάντη και τον Δημοσθένη, που λίγες μέρες πριν είχαν πέσει στα πόδια του, παρακαλώντας τον να φύγει στην Αίγυπτο, για να μην τ’ αφήσει ορφανά και από πατέρα, τον συνέλαβε η ιταλική αστυνομία, αφού μελέτησε τον φάκελο της εθνικής και αντιστασιακής του δράσης. Τον μετέφερε την επομένη στις φυλακές της Νεάπολης.
Δεκαπέντε μέρες μετά οι Ιταλοί τον παραδίδουν στην Γκεστάπο, στον Χάρτμαν, όπου απομονώνεται, βασανίζεται, ανακρίνεται, κρατώντας πάντοτε ερμητικά κλειστό το στόμα του. Στις 22-5 μεταφέρεται στις φυλακές της Αγιάς, όπου διαμένει μαζί με τον κρουσανιώτη αντιστασιακό γιατρό Ιωάννη Φουντουλάκη. Στη φυλακή παίρνει παραποιημένες πληροφορίες για τα σαμποτάζ στα αεροδρόμια Ηρακλείου και Καστελλίου. Τότε θρηνεί στωικά για τους 62 διαλεχτούς πατριώτες, ανάμεσα στους οποίους 14 λαμπρά μέλη της οργάνωσής του. Βλέπει, επίσης, καθαρά την εξάρθρωσή της, όπως διαβάζομε στα γράμματά του.
Η μελέτη ενός ενδιαφέροντος ιστορικού υλικού θα οδηγήσει γρήγορα, πιστεύω, στις απαντήσεις των προβληματισμών που δημιουργούνται από τις κινήσεις εκείνων των ημερών, τις οποίες σκοτεινιάζουν η φοβερή γερμανική προπαγάνδα, οι παραποιήσεις και τα «σοφά» τεχνάσματα του Χάρτμαν, που στοχεύουν στην κάμψη και στην ομολογία κατά τις ανακρίσεις.
Εικοσιτέσσερις Ιουλίου από το Στρατοδικείο καταδικάζεται σε θάνατο και 3-9-1942 εκτελείται. Τα 36 γράμματά του από τις φυλακές αποδεικνύουν την σύγκρουση των καθηκόντων που τον βασανίζει, τον αληθινό του πατριωτισμό και τις ανθρωπιστικές αξίες που με τη δύναμή τους μας εμπνέουν και μας στηρίζουν στις δυσκολίες μας.
Μας δείχνουν όμως και το αντιστασιακό πνεύμα που επικρατεί κατά την Κατοχή στην Βιάννο, όπου η διασπαστική προσπάθεια των Βρετανών για πολύν καιρό αποτυγχάνει. Επίσης, αναφέροντας ονόματα και πληροφορίες, που διασταυρώνονται με εκείνα που δίνει ο στενός του συνεργάτης Νίκος Κατσαράκης στα απομνημονεύματά του, μας διευκρινίζει τη στάση σπουδαίων αγωνιστών, όπως ο Αλέξανδρος Χριστακόπουλος, των οποίων διαφορετικά ο ρόλος θα ήταν εντελώς άγνωστος.
Έχω στα χέρια μου το τελευταίο έγγραφο της Κεντρικής Υπηρεσίας της Οργάνωσης (ΚΕΕΕ) προς τις Νομαρχιακές Επιτροπές των τεσσάρων νομών της Κρήτης, με αρ. πρωτ. 3/17-02-1942. Το συντάσσει ο ίδιος και όχι ο γραμματέας της Οργάνωσης, Νίκος Κατσαράκης. Ο Αλέξανδρος Ραπτόπουλος ζητά καταλόγους με τα ονόματα των μελών, καθώς και τις ιδιότητες και δυνατότητες του καθενός, κυρίως όσων μπορούν «να φέρουν όπλα». Επίσης, ζητά καταλόγους υγειονομικών οργάνων, μεταφορικών μέσων, θέσεων κατάλληλων για την μετάδοση συνθημάτων με φωτιές, θέσεων κατάλληλων για αποβιβάσεις πολεμικού υλικού κ.λπ. Η Παγκρήτια αυτή Οργάνωση ετοιμάζεται για ένοπλη σύγκρουση με τον κατακτητή.
Όμως πέντε μέρες μετά ο Αλέξανδρος Ραπτόπουλος συλλαμβάνεται και επί επτά μήνες αναμετριέται καθημερινά με τη βία, το φόβο, την αγάπη των παιδιών του. Την παραμονή της εκτέλεσής του γράφει στα παιδιά του: «Αύριο εκτελώ το υπέρτατο καθήκον μου, προσφέροντας τη ζωή μου για την πατρίδα. Αν μ’ αγαπάτε, δε θέλω να κλάψετε». Και το πρωί πριν την εκτέλεση τους γράφει: «Αγαπητά μου παιδιά, σας αφήνω τον ύστατον χαιρετισμόν και την ευχήν μου. Συγχωρήσετε τους εχθρούς μου και εστέ υπερήφανοι… Τας παραγγελίας μου εκτελέσατε. Καλήν πρόοδον. Σας φιλώ».
Ένα χρόνο πριν πεθάνει ο Δημοσθένης Αλεξάνδρου Ραπτόπουλος, κάναμε την τελευταία κουβέντα μας για τις μνήμες εκείνων των ημερών. Ένα απόσπασμα ας λειτουργήσει σαν μνημόσυνο και των δύο ανδρών:
«…Στις 29 Αυγούστου, τρεις μέρες πριν σκοτώσουν τον πατέρα μου έφυγα από τα Χανιά στη Βιάννο. Η Αταλάντη μας έμεινε εκεί στο σπίτι των Αποστολάκηδων, της αρραβωνιαστικιάς του Γ. Φωκέα. Όταν έφθασα στη Βιάννο έμαθα την εκτέλεσή του. Ο Νίκος Σκουλάς, ο νομάρχης Χανίων, διέταξε ένα χωροφύλακα-Ηρακλή τον έλεγαν- και έφερε την Αταλάντη μας ράκος, με το αυτοκίνητο της Νομαρχίας Χανίων στη Βιάννο. Ο Σκουλάς ήταν μέλος της Οργάνωσης, αλλά τα σχετικά αρχεία χάθηκαν.
Πριν φύγω από την Αγιά, μου επέτρεψαν και είδα τον πατέρα μου. Φορούσε τις λουριδάτες ράσινες φόρμες του κατάδικου. Δεν συνειδητοποιούσα ότι τον έβλεπα για τελευταία φορά. Ήλπιζα εξάλλου, γιατί τον έβλεπα ήρεμο. Ήταν έντονα συγκινημένος, αλλά αλύγιστος και συγκρατημένος. Ήθελε να μας δίνει θάρρος. Ο πατέρας μου αγωνιζόταν για να ζήσει, αλλά ήταν και αποφασισμένος να πεθάνει. Η εκτέλεσή του ήταν φοβερό πλήγμα, αλλά μού ʼδωσε προοπτική και σήκωσα ευθύνες.
Αργότερα ήρθαν στη ζωή μου τραγικές στιγμές. Θα πω μόνο αυτό για σήμερα: Υποψήφιος στη σχολή Αξιωματικών Αεροπορίας υπέβαλα τα χαρτιά μου και με απέκλεισαν, αρχές του 1946. Γινόταν πόλεμος ακόμη με τους συνεργάτες των Γερμανών και τους Εγγλέζους.
Αποκλείστηκα και ζήτησα εξηγήσεις. Κοίταξαν το φάκελό μου και μου λένε :«Γυρεύεις και τα ρέστα, Βούλγαρε;».
Αυτό τέσσερα χρόνια μετά την εκτέλεση του πατέρα μου.
Ο κόσμος ήρθε μέσα μου ανάποδα».
Στους περίεργους καιρούς μας, αυτές οι ηρωικές μορφές, όπως ο Αλέξανδρος Ραπτόπουλος, μας δίνουν ανάσες και αντοχές. Όχι γιατί τέτοιες μορφές ελλείπουν τελείως, αλλά γιατί και οι λίγοι δεν προβάλλονται, καθώς δεν συμφέρουν τέτοια πρότυπα.