Συνήθως οι βόλτες στην πόλη μου το ξημέρωμα ήταν η πιο αγαπημένη μου συνήθεια, εδώ και χρόνια. Οι μνήμες, τα σεντούκια, όπως γράφω συχνά της Ιστορίας άνοιγαν, κι έμοιαζε να προπατώ στους δρόμους παρέα με ανθρώπους άλλων εποχών. Μ’ άρεσε τούτη η μοναξιά του πρωϊνού, των δρόμων, των κτιρίων. Φανταζόμουνα ιστορίες ανθρώπων μέσα από κλειστά ή φωτισμένα αχνά, παράθυρα, σε γωνιές δρόμων. Γυρνούσα σοκάκια και μαχαλάδες κι έψαχνα εκείνο το άλλο, το παράξενο που θα μου έδινε την έμπνευση να πω και να γράψω όσα θυμούμουνα από τα χρόνια τα παλιά.
Έξι μέρες τώρα το ξημέρωμα στις γειτονιές της πόλης είναι αλλιώτικο. Μου έφυγε λίγο ο φόβος της αρρώστιας, του αγγίγματος, του θανάτου και ξεκίνησα πιο μακρινές διαδρομές. Τριγυρνώ και πάλι χαράματα και πάλι παρέα με το ποδήλατό μου μόνο που τώρα πια η ησυχία και η μοναξιά με τρομάζουν. Απίστευτες εικόνες στην πιο ζωντανή πόλη της Κρήτης. Μια πόλη που έχει σωπάσει, που έχει μαζευτεί κι έχει κλειστεί ορμητικά στο σπίτι της! Άδειες πλατείες, σκονισμένες τζαμαρίες στις βιτρίνες των καταστημάτων, άδειοι δρόμοι.
Ο «Άρχοντας», το Φρούριο της Θάλασσας, ο πολυαγαπημένος Κούλες των Ηρακλειωτών είναι ακόμα εκεί. Αμίλητος, αγέρωχος υπομένει άλλη μια μεγάλη ιστορική συγκυρία. Απαγορεύεται να πλησιάσεις. Λουσμένος σε χρώματα ανοιξιάτικα όλα αυτά τα πρωινά που τον καλημέριζω μου δίνει εκείνη τη δύναμη που ΄χει η πέτρα, να μην λυγίσω και αφεθώ στη λύπη, στον τρόμο και στην απελπισία. Σαράντα επτά μέρες σήμερα χωρίς σχολείο! Απότομα με βρήκε η είδηση του κλεισίματος εκείνο το μεσημέρι της 10ης Μαρτίου.
Δεν πρόλαβα καλά καλά να κλείσω τα παραθυρόφυλλα, να μαζέψω τις εργασίες των παιδιών από τα …πατώματα κι έπρεπε να φύγω και να κλειδώσω κομμάτι της ψυχής, της ζωής, του εαυτού μου μέσα σε μια τάξη που δεν ξέρω πότε θα ξαναδώ. Σήμερα το ξημέρωμα πέρασα έξω από το σχολείο. Δεν επιτρέπεται να μπω μέσα χωρίς ειδική άδεια και εγώ δεν την έχω. Σταμάτησα κι ένιωσα την καρδιά μου να κτυπά πολύ δυνατά. Ένα δυο παιχνίδια στην είσοδο ήταν αναποδογυρισμένα. Τα σημαιάκια της γιορτής τσαλακωμένα, τα παράθυρα θολά κι η σιωπή απέραντη. Δεν επιτρέπεται να μπω….Απίστευτο!
Κάθισα απέξω, με τον φόβο πως αν με δουν οι «φύλακες» της πόλης μπορεί και να πληρώσω πρόστιμο για «άσκοπη περιπλάνηση». Δεν γινόταν όμως, έπρεπε να δω, μήπως κι αφουγκραστώ εκείνα τα γέλια των παιδιών μου που κόπηκαν απότομα. Άραγε να’ χουν μεγαλώσει; Μακρύνανε τα μαλλιά τους σίγουρα… Κι ίσως κάποια δοντάκια να μην είναι πια στη θέση τους… Θα βρεθούμε άραγε πάλι;
Κι αν, αν δε τα καταφέρουμε τότε ίσως να τα δω από μακριά στην αυλή του Δημοτικού Σχολείου πια, την επόμενη χρονιά. Όσο και αν τα νέα εργαλεία της εκπαίδευσης μας κρατούν σε επαφή με όλα τα παιδιά, δεν τα έχω δει ακόμα και δεν αντέχω κι εγώ άλλο χωρίς τις αγκαλιές, τα φιλιά και την αγάπη τους. Πρέπει όμως …πρέπει να κρατήσουμε όλες τις αποστάσεις. Έφυγα γρήγορα από την πόρτα του σχολείου που ούτε καν ακούμπησα κι έτρεξα προς το κέντρο της πόλης. Εννέα αδέσποτα μέτρησα στη διαδρομή, πολλές γάτες, αμέτρητα περιστέρια να περπατούν στους δρόμους και τρεις οδοκαθαριστές.
Όλη η πόλη ένας απέραντος μοναχικός ποδηλατοδρόμος. Κοιτούσα σαν χαμένη, φωτογράφιζα κάθε σημείο, κάθε γωνιά. Έψαχνα να βρω μηχανάκια, παράνομα παρκαρισμένα αυτοκίνητα, χαρτιά στοιβαγμένα στις άκρες των πεζοδρομίων, καλαθάκια που ξεχείλιζαν από σκουπίδια, ομπρέλες καφετεριών που πλάκωναν τα κτίρια, τον ήλιο και τον ουρανό… Τίποτα, απολύτως τίποτα. Περπατούσα μόνη, ολομόναχη. Ούτε μια καλημέρα. Όλα κλειστά, ακόμα και τα περίπτερα. Ανοιχτός μόνο ένας φούρνος- καφέ στην απέραντη πια πλατεία Καλλεργών.
Σταμάτησα για να πάρω καφέ. Φόρεσα τα πλαστικά μου γάντια και διάβασα την ταμπέλα που έλεγε πως μόνο δυο άνθρωποι μπορούν να βρίσκονται εντός του καταστήματος. Απέξω, στο δρόμο μεγάλες γραμμές που δηλώναν την ασφαλή απόσταση του 1.5 ή δυο νομίζω μέτρων από τον άλλο, όσο στέκεις και περιμένεις.
Αντισηπτικά στην είσοδο και βλέμματα που δεν μπορούσα να ξεχωρίσω αν ήταν απόγνωσης, λύπης, ή χαράς που αντίκρυζαν άλλους ανθρώπους… σιμά τους. Τώρα πια την ανάσα μας την κόβει ένα πλεξιγκλάς ή μια μάσκα. Τα μάτια μιλούν πιότερο από ποτέ. Τα χέρια είναι καλυμμένα και οι χαιρετούρες γίνονται με… αγκώνες.
Στα Λιονταράκια το νερό συνέχιζε να τρέχει. Η Πλατεία του Μεγάλου Σαντριβανιού ή Δημητριακών δεν πουλούσε τίποτα σήμερα. Ούτε μυρωδιά από φρεσκοψημένο φύλλο μπουγάτσας και κανέλας μύριζε. Ούτε τριξίματα από καρέκλες, ούτε φωνές , ούτε καν οι πρωινές καλημέρες. Μαζεμένα τραπεζοκαθίσματα στοιβαγμένα σε γωνιές.
Στο Μεϊντάνι ψυχή δεν έβλεπες. Στο μεγάλο σταυροδρόμι δεν συνάντησα ούτε… γάτα. Στην οδό 1866 χώθηκα. Η πολύβουη αγορά της πόλης με άδειους πάγκους, κλειστά με ρολά και λουκέτα όλα τα μαγαζιά. Κι ευθεία επάνω στο Σεμπιλ του Χατζή Ιμπραήμ Αγά η Ανοιξη με γυρόφερνε να την δω, να την μυρίσω, να γευτώ τα χρώματα και τις μυρωδιές της. Ολάνθιστη η πόλη μας. Φωνάζει την ομορφιά και κανείς δεν την ακούει ή τη βλέπει…
Άγιος Μηνάς, πλατεία Αγίας Αικατερίνης, Λ. Καλοκαιρινού, Ίδης, οδός 1821, Κυρίλλου Λουκάρεως, Αβέρωφ, Έβανς, Δικαιοσύνης, πλατεία Ελευθερίας. Η απόλυτη σιωπή… Κανένας δεν διέκοψε την… ποδηλατάδα μου. Κανένας δεν μου είπε: Καλημέρα…
Κι ας είναι όλα καθαρά και σε τάξη, όλα ανέγγιχτα! Τούτη η μοναξιά δεν αντέχεται..
Ανηφόρησα πια την Λ. Δημοκρατίας. Εκεί που είναι το Άγαλμα του Ελευθερίου Βενιζέλου σταμάτησα. Έριξα μια ματιά πίσω μου να δω μήπως όλα αυτά τα ΄χε πάλι δημιουργήσει η φαντασία μου. Ανοιγόκλεισα τα μάτια μήπως και ξυπνήσω από τις σκέψεις , τις εικόνες , το παρελθόν. Δυστυχώς, δεν άλλαξε τίποτα. Συνειδητοποίησα τότε πως ήμουν πια κι εγώ ένα κομμάτι της Νεότερης Ιστορίας που γράφεται αυτές τις μέρες στην πόλη, στη χώρα στον κόσμο ολάκερο.
Ένα απλός καθημερινός άνθρωπος γεμάτος ανασφάλεια για το αύριο, φόβο και την ίδια στιγμή δύναμη και ελπίδα. Της Ιστορίας που οι ιστορικοί και μελετητές κάποτε θα πουν, θα αναλύσουν, θα γράψουν για τούτη την φοβερή επιδημία ή μάλλον πανδημία με το όνομα Covid-19. Τότε που όλα όσα συμβαίνουν στις μέρες μας θα γράφονται με την συντομογραφία (μ.Κ. ή π.Κ ) δηλαδή μετά ή πριν τον Κορονοϊό!
Αν ήμασταν στο σχολείο θα γράφαμε στο παραμύθι των ημερών πως τούτος ο «ιός» ίσως να ήταν ένας Φοβερός Μάγος που φορούσε Κορώνα, σαν παντοδύναμος Βασιλιάς και με το ραβδί του όποιον άγγιζε τον έκανε σχεδόν αόρατο, ανύπαρκτο ή του φορούσε μια στολή απλησίαστη για πολλές μέρες.
Θέλω πίσω τη ζωή μου, τη ζωή μας, την πόλη, την φασαρία, τις φωνές, τα γέλια, τα αυτοκίνητα… Μου λείπουν οι φίλοι, οι γνωστοί και οι άγνωστοι που συναντούσα και πολλές φορές κατά λάθος σκουντούσα στους δρόμους.. Μου λείπει το πολύβουο πλήθος, η ανεμελιά, η αταξία και …τα παιδιά, η δουλειά μου.
Μου λείπει η θάλασσα και τα ταξίδια…
Μου λείπουν όλα τα δεδομένα του παρελθόντος.
Κυριακή σήμερα, 26 Απριλίου 2020, απλώς άλλη μια μέρα …καραντίνας!
47 μέρες χωρίς σχολείο….
6 μέρες με κωδικό 6 και πολλά χιλιόμετρα με το ποδήλατό μου στις γειτονιές του Μεγάλου Κάστρου!
https://zhtunteanagnostes.blogspot.com/