Σαν σήμερα, ακριβώς πριν από 30 χρόνια, στις 4 Αυγούστου 1991, στα 79 του, έφυγε από τη ζωή ο ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος, που θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές.

Γεννήθηκε την 1η Ιανουαρίου του 2012 στις Κροκεές της Λακωνίας. Το 1929 αναζήτησε την τύχη του στην Αθήνα, ξεκινώντας πανεπιστημιακές σπουδές, αλλά και εργαζόμενος σε διάφορες περιστασιακές δουλειές, κυρίως χειρονακτικές. Δυστυχώς όμως δεν κατάφερε να πάρει πτυχίο από τη Νομική Σχολή, γιατί εργαζόταν προκειμένου να επιβιώσει. Το 1938 διορίστηκε στο Ελληνικό Δημόσιο και συγκεκριμένα στο Υπουργείο Εργασίας, αλλά μετά από λίγα χρόνια, το 1945 απολύθηκε εξαιτίας της στράτευσής του στην Αριστερά και συγκεκριμένα στο ΚΚΕ.

Στον Ελληνο-Ιταλικό πόλεμο είχε πολεμήσει στην πρώτη γραμμή ως απλός στρατιώτης, και αργότερα ανέλαβε ενεργό ρόλο στην Εθνική Αντίσταση υπό τη σημαία του ΕΑΜ. Τα χρόνια του πολέμου αποδείχτηκαν δύσκολα για τον ποιητή, αλλά δεν σταμάτησε στιγμή να γράφει. Μετά τον πόλεμο κυκλοφόρησε το έργο του «Δυο άνθρωποι μιλούν για την ειρήνη του κόσμου». Το περιεχόμενο του έργου όμως ενόχλησε το ΚΚΕ, θεωρώντας ότι ο Βρεττάκος απέκλινε από την πολιτική γραμμή του κόμματος και τον διέγραψε.

Νικηφόρος Βρεττάκος
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος διετέλεσε Διευθυντής αλλά και βασικός συνεργάτης σε αριστερές εφημερίδες και περιοδικά. Κατά τη διάρκεια της χούντας ανέλαβε αντιδικτατορική δράση ως αυτοεξόριστος. Κομμουνιστής ο ίδιος, όχι περιχαρακωμένος, αλλά με προσωπικές αρχές και υπέρμαχος των ανθρωπίνων αξιών, υπερασπίστηκε με πάθος δύο κυρίαρχες από αυτές τις αξίες, την αγάπη και την ειρήνη. Ενδεικτική είναι η αναφορά του:

«Η συνείδηση είναι το βάθος του ανθρώπου. Η αγάπη είναι το πλάτος του». Προδικτατορικά σχολίαζε επίκαιρα θέματα με έναν ιδιαίτερο δικό του τρόπο στο περιοδικό «Δρόμοι της ειρήνης», στη στήλη του με υπέρτιτλο, «Με το ράμφος του περιστεριού».

Το 1979 έκλεισε 50 χρόνια από το 1929 που έκανε την εμφάνισή του στην ποίηση, με την πρώτη του ποιητική συλλογή «Κάτω από σκιές και φώτα», η οποία απέσπασε αμέσως την προσοχή της κριτικής, αλλά και του ποιητή Κωστή Παλαμά που ζήτησε δημοσίως να τον γνωρίσει από κοντά. Έκτοτε όμως ακολούθησαν και άλλες ποιητικές συλλογές που τον καθιέρωσαν ως έναν από τους επιφανέστερους ποιητές της γενιάς του.

Οι περισσότερες από αυτές τις ποιητικές συλλογές περιλαμβάνονται στο μεγαλειώδες τρίτομο, με τίτλο «Τα ποιήματα», από τις εκδόσεις «Τρία φύλλα». Το έργο του «Ο πόλεμος», που κυκλοφόρησε το 1935, απαγορεύτηκε επί Μεταξά και η δικτατορία της 4ης Αυγούστου το έκαψε, καθώς το περιεχόμενό του θεωρήθηκε επικίνδυνο και παραπλανητικό για το ολοκληρωτικό καθεστώς.

Το ποιητικό έργο του Νικηφόρου Βρεττάκου είναι ιδιαίτερα σημαντικό και ο ποιητής ένας από τους πλέον αγαπημένους μου. Θα σταθώ όμως περισσότερο, μέσα από αυτές τις γραμμές, σε μια προφητική, θα έλεγα, συνέντευξη που έδωσε ο ίδιος ο ποιητής, πριν από 43,5 χρόνια στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», και συγκεκριμένα στις 27 Ιανουαρίου του 1978 στον δημοσιογράφο Δημήτρη Γκιώνη. Διαβάζοντας σήμερα τα τότε λεγόμενα του Νικηφόρου Βρεττάκου, μας δημιουργείται η αίσθηση πως ο ποιητής δεν πέθανε ποτέ και βρίσκεται ακόμα ανάμεσά μας.

Ο Νικηφόρος Βρεττάκος ξεκινάει την συνέντευξη με μια τοποθέτηση άκρως ποιητική αλλά και ανθρώπινη: «Πρόθεσή μου, πάθος της ψυχής μου θα έλεγα, ήταν να ζωντανέψω στον συνάνθρωπο την αγάπη του για το αγαθό της ζωής και το χρέος του προς αυτήν, να προξενήσω ένα χαμόγελο». Σε ερώτηση του δημοσιογράφου, για το «τι είναι εκείνο που τον κράτησε στην ποίηση», απάντησε σαν να περίμενε από καιρό την ερώτηση:

«Η διαδικασία της καλλιτεχνικής δημιουργίας, μοιάζει σαν να κρύβει μέσα της κάποιο μυστικό που είναι δύσκολο να ερμηνευτεί. Θα έλεγα πως, ένας καλλιτέχνης έρχεται στον κόσμο φέρνοντας μέσα του μια ιδιαίτερη ευαισθησία, φορτωμένη με πομπούς και δέκτες.

Ξεχειλίζει από τα εξωτερικά ερεθίσματα που δέχεται και εκτονώνεται χτίζοντας το καλλιτεχνικό του έργο με αυτό το περίσσευμα. Χωρίς την εκτόνωση αυτή, η ζωή του σ’ αυτόν τον κόσμο θα ήταν δύσκολη. Το τι με κράτησε λοιπόν στην ποίηση, είναι εύκολο να εννοηθεί. Ήταν η ανάγκη να απαλλαγώ από τα βάρη που με φόρτωσαν οι εξωτερικοί πομποί για να μπορέσω να υπάρξω».

Σε άλλη ερώτηση για το «αν τον απασχολεί το μέλλον και η διάρκεια της ποίησής του», απάντησε με κάθε ειλικρίνεια: «Δεν υπάρχει δημιουργός που να μην τον απασχολεί το μεγάλο θέμα της ζωής του. Προσπαθώ, όσο γίνεται, να ξεπεράσω τη ματαιοδοξία και να μην τη σκέφτομαι. Πάντως, το ότι “όταν φύγουμε από αυτόν τον κόσμο δεν θα χάσει τίποτε το σύμπαν το λαμπρό”, όπως λέει ο Ουγκώ, αυτό είναι βέβαιο».

Σε ένα γενικότερο ερώτημα που αφορούσε το μέλλον της ποίησης, ο ποιητής αποκαλύπτεται ιδιαίτερα αισιόδοξος: «Από μια άποψη, η ποίηση είναι ο ίδιος ο άνθρωπος που αντιστέκεται. Το ότι ο Όμηρος δεν πέθανε ως σήμερα, σημαίνει ότι η ποίηση είναι κάτι που δεν παθαίνει. Βρίσκεται μέσα στη φύση του ανθρώπου και γι’ αυτό δεν αμφιβάλλω για το μέλλον της». Αλλά και για το μέλλον του κόσμου μας, η θέση του ποιητή είναι πέρα για πέρα ρεαλιστική:

«Η λύτρωση του κόσμου δεν είναι θέμα μιας κοντινής προοπτικής. Είμαι αισιόδοξος, βλέπω το μέλλον του, αλλά το βλέπω πολύ μακριά. Η σημερινή εμπλοκή του κόσμου, φανερή σε όλους μας, δεν φαίνεται να αποτελεί μια προσωπική ατυχία της ανθρωπότητας. Αν χειροτερέψει, πράγμα πολύ πιθανό, το ξεμπλοκάρισμα θα χρειαστεί ανυπολόγιστο σε βάθος χρόνο.

Αν φτάσουν και σε δυναμικές αναμετρήσεις, και οι νικημένοι – γιατί όλοι θα είναι νικημένοι – ιδούν ρεαλιστικά την πραγματικότητα και υποχρεωθούν από τα ίδια τα πράγματα, να σκεφτούν ανθρώπινα, θ’ αρχίσει ένα νέο στάδιο για την ανθρωπότητα. Αλλά έτσι ή αλλιώς, είμαι βέβαιος πως η απόληξη της παραφροσύνης θα είναι κάποτε ο σωφρονισμός, που ήδη υπάρχει, αλλά, δυστυχώς, μόνο στους λαούς».

Νικηφόρος Βρεττάκος
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος, είχε την τύχη στα στερνά του να απολαύσει τιμές και βραβεία, στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό, ενώ η Ακαδημία Αθηνών, εδέησε επιτέλους το 1987 να τον συμπεριλάβει στα μέλη της.

Αναρωτιέμαι, πόσο φτωχότερη θα ήταν σήμερα αν δεν το είχε πράξει. Ο ποιητής είχε προταθεί τέσσερις φορές για το «Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας», ενώ έχει λάβει πολλά άλλα βραβεία, όπως το «Βραβείο Ουράνη», το «Πρώτο Βραβείο Κρατικής Ποίησης» και άλλα. Το μεγαλύτερο όμως βραβείο για τον σεμνό ποιητή, είναι η αποδοχή και η αναγνώριση της οποίας έτυχε, μέσα από την μεγάλη αγάπη του κόσμου για το έργο του.

«Ο ποιητής του φωτός και της αγάπης», όπως ήταν γνωστός, που γραμματολογικά εντάσσεται στη γενιά του ’30, εξέφρασε με το σημαντικό έργο του το πανανθρώπινο όραμα της Αγάπης, της Ειρήνης και της Δικαιοσύνης. Ο πάντοτε αληθινός και αυθεντικός ποιητής και άνθρωπος, λάτρευε το χωριό του και περνούσε αμέτρητες ώρες, μέχρι και τις στερνές στιγμές του, ατενίζοντας τον Ταΰγετο, τα δέντρα, τα ρυάκια  και όλα τα δημιουργήματα της φύσης. Το έργο που άφησε πίσω του ως μεγάλος ποιητής, τον καθιστά αθάνατο.

Δύσκολο να διαλέξει κανείς επίλογο, αναφερόμενος σε έναν μεγάλο ποιητή. Σίγουρα, αυτός θα αναζητηθεί ανάμεσα στα ποιήματά του, αλλά ποιο να πρωτοδιαλέξω; Μετά από πολύ σκέψη, επέλεξα τελικά έναν στίχο που νομίζω ότι τον χαρακτηρίζει περισσότερο, με τον οποίο ολοκληρώνεται το ποίημά του με τίτλο, «Το καθαρότερο πράγμα της δημιουργίας», ως επίλογο και ως ταπεινή υπόκλιση προς τον ποιητή.  «… Το πιο καθαρό πράγμα λοιπόν της δημιουργίας, δεν είναι το λυκόφως, ούτε ο ουρανός που καθρεφτίζεται μες στο ποτάμι, ούτε ο ήλιος πάνω στης μηλιάς τ’ άνθη. Είναι η αγάπη».

https://moschonas.wordpress.com