Τα τραγικά γεγονότα της Άλωσης της Πόλης στις 29 Μαΐου του 1453 είναι καταγεγραμμένα στους Δέλτους των Ιερών Μονών του Βατοπεδίου του Αγίου όρους και της Αγκαράθου Ηρακλείου, μονή που αποτέλεσε διαχρονικό προπύργιο των αγώνων κατά των Τούρκων επιδρομέων.
(Στη Μονή αυτή, μάλιστα, φυλάσσεται το λάβαρο με την Παναγία την Βρεφοκρατούσα και το φτερωτό λιοντάρι που συμβολίζει την γαληνοτάτη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου, των συναγωνιστών των Κρητικών, κατά των Τούρκων, Χριστιανών καθολικών Βενετσιάνων).
Συγκεκριμένα: σε χειρόγραφο της μονής Βατοπεδίου αναγράφεται «Και όταν έπεσεν η Πόλη και οι Τούρκοι εμπήκαν μέσα, ως διακόσιες χιλιάδες περίπου Ταχτικοί και Αταχτοι, άλλοι από την Κιρκόπορτα και άλλοι από το ρήγμα του Αγίου Ρωμανού, και όλοι οι πολεμάρχοι εγκατέλειψαντας θέσεις των δια να σωθούν, εις τα πλοία ή οπουδήποτε αλλού, μονάχα η τούρμα της Κρήτης, όσοι εζούσαν, με αρχηγόν τον Καπετάν Γραμματικόν, αν και τραυματισμένον και αυτόν σε πολλά μέρη του κορμιού του, εσκέφτηκεν ότι θα ήτον καλύτερον να μείνει στα πόστα της και να εξακολουθήση να πολεμά μέχρις ότου σκοτωθούν ούλοι, παρά να παραδώσουν τα όπλα.
Κι όταν προς το βράδυ πλέον ο Σουλτάνος είδεν και εκατάλαβεν ότι εμείς δεν είχαμε σκοπόν να παραδοθούμε, έστειλεν ένα πασά με δυό αξιωματικούς, που ο ένας εκρατούσε λευκή σημαία και ο άλλος ήταν δραγουμάνος, και μας είπε «ότι επειδής – λέγει – ο Σουλτάνος εκτιμά την αντρειά μας, μας αφήνει ελεύθερους να φύγωμε για το νησί μας, με τα όπλα μας και με ένα από τα καράβια μας…».
Στον Κώδικα της Μονής Αγκαράθου αναφέρεται: «Εις του αονγ’ Ιουνίου θ’ και ημέρα Σαββάτου, ήρθαν από την Κωνσταντινούπολιν καράβια τρία Κρητικά του Σγουρού, Υαλινά και Φιλομμάτου, λέγοντες ότι εις την κθ’ του Μαϊου μηνός, της Αγίας Θεοδοσίας, ημέρα Τρίτη, ώρα γ’ της ημέρας, εισέβαλαν οι Αγαρηνοί εις την Κωνσταντινούπολιν, το φουσσάτον του Τούρκου Τζελεπή Μεμέτη. Και είπον ότι απέκτειναν τον βασιλέα κυρ Κωνσταντίνον τον Δραγάσην και Παλαιολόγον.
Και εγένετο ουν θλίψις και πολύς κλαυθμός εις την Κρήτην δια το θλιβερόν μήνυμα όπερ ήλθε, ότι χείρον τούτου ου γέγονεν, ούτε γενήσεται. Και Κύριος ο Θεός ελεήσαι ημάς της φοβεράς αυτού απειλής…».
Όλοι ξέρουμε ότι οι Τούρκοι μπήκαν από την Κερκόπορτα, τη γνωστή φράση «Η Πόλις εάλω», ότι ο τελευταίος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος έπεσε ηρωικά μαχόμενος και ότι η Πόλη στη συνέχεια λεηλατήθηκε αβασάνιστα από τους Τούρκους και οι περισσότεροι Βυζαντινοί σφαγιάστηκαν.
Αυτό που δεν γνωρίζουν οι περισσότεροι είναι ότι οι τελευταίοι υπερασπιστές της Κωνσταντινούπολης ήταν Κρητικοί υπό την ηγεσία του Σφακιανού ναύαρχου και πλοιοκτήτη Μανούσου Καλλικράτη από τα Σφακιά.
Ο Δρουγγάριος Μανούσος Καλλικράτης λοιπόν ηγήθηκε το Μάρτιο του 1453 σώματος Κρητικών εθελοντών πολεμιστών που προσέτρεξαν στην Κωνσταντινούπολη για βοήθεια προς την άλλοτε κραταιά πρωτεύουσα του Βυζαντίου.
Ο Καλλικράτης ξεκίνησε από τα Σφακιά το Μάρτιο του 1453 στα 80 του χρόνια επικεφαλής εκστρατευτικού σώματος 1500 Κρητικών, όχι μόνο από τα Σφακιά, αλλά από όλη την Κρήτη για ανακούφιση και ενίσχυση των πολιορκημένων Βυζαντινών, που ήδη υπέφεραν πολύμηνη τουρκική πολιορκία.
Ξεκίνησαν στις 18 Μαρτίου 1453 από τη Σούδα με 5 καράβια, εκ των οποίων τα τρία ιδιοκτησίας του Καλλικράτη, που ήταν καπετάνιος και σε ένα από αυτά.
Στα υπόλοιπα καπετάνιοι ήταν ο Γρηγόρης Βατσιανός Μανάκης από τα Ασκύφου Σφακίων, ο Πέτρος Κάρχας ή Γραμματικός από την Κυδωνία Χανίων, ο Ανδρέας Μακρής από το Ρέθυμνο και ο Παυλής Καματερός από την Κίσσαμο.
Όταν μπήκαν στα Δαρδανέλια βομβαρδίστηκαν από τους Τούρκους, αλλά είχαν ελάχιστες απώλειες, ενώ σε επόμενη ναυμαχία πλέον των 10 ωρών πνίγηκαν χίλιοι Τούρκοι παρά τα 12 γιουρούσια που είχαν κάνει ενώ και οι Κρητικοί έχασαν 600 άνδρες.
Η συνολική ναυτική και στρατιωτική υποστήριξη των Κρητών έφτανε τα 1500 άτομα και επάνδρωσαν τους 3 από τους συνολικά 112 οχυρωματικούς πύργους των τειχών της Πόλης στην είσοδο του Κεράτιου κόλπου δίπλα στη δεσιά της αλυσίδας.
Οι σπουδαίοι αυτοί πολεμιστές επέδειξαν τρομερό θάρρος, ανδρεία και παληκαριά και πολεμούσαν λυσσαλέα τους μαινόμενους Τούρκους, ακόμα και μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Οθωμανοί είχαν κατακτήσει ολόκληρη την Πόλη καταλύοντας κάθε εστία αντίστασης εκτός από τους πύργους του Βασιλείου, του Λέοντος, την Ωραία Πύλη και του Αλεξίου που κρατούσαν σθεναρή αντίσταση έχοντας εξολοθρεύσει αμέτρητους Τούρκους.
Ο Μωάμεθ έμεινε εντυπωσιασμένος από την πολεμική ικανότητα των Κρητικών και τους πρότεινε να παραδοθούν στέλνοντας δύο πασάδες με λευκή σημαία, αφού ο αγώνας τους ήταν ανώφελος πλέον, με τους δικούς του όρους.
Οι Καλλικρατιανοί δέχτηκαν να παραδοθούν με τον όρο ότι θα έφευγαν αλώβητοι, χωρίς να τους πειράξουν, με τον οπλισμό τους, τα υπάρχοντά τους και τα καράβια τους.
Πράγματι οι Τούρκοι δεν τους πείραξαν και οι Κρητικοί παρέλασαν συντεταγμένοι μπροστά τους γεμάτοι περηφάνεια και με την ανωτερότητα του νικητή, εφόσον δεν ηττήθηκαν στο πεδίο της μάχης, πράγμα που τους το αναγνώρισε και ο Μωάμεθ με δόξα και τιμή.
Από τους καπετάνιους μόνο ο Καλλικράτης επέζησε και στο ταξίδι της επιστροφής τιμονιέρης του καραβιού του ήταν ο Παναγής Χαλκούσης από τον Χάνδακα.
Όταν επέστρεψαν στην Κρήτη κατά τη διάρκεια των εορτασμών χορεύτηκε για πρώτη φορά ο θρυλικός χανιώτικος συρτός, ο πρώτος χορός της Κρήτης.
Αποχωρώντας οι Κρήτες μπήκαν σε δύο πλοία και έφυγαν για την Κρήτη, με την τιμή του τελευταίου ελληνικού σώματος που πολέμησε για την ελευθερία της μεγάλης πρωτεύουσας του Βυζαντίου.
Στο ταξίδι της επιστροφής θρυλείται ότι το ένα καράβι ναυάγησε ανοιχτά του Αγίου Όρους και οι εναπομείναντες επέστρεψαν το καλοκαίρι του 1453 στην Κρήτη. Κάποιοι θα πουν ότι μπλέκεται ο λαϊκός μύθος με την πραγματικότητα, αλλά τα γεγονότα τα επιβεβαιώνει ο Γεώργιος Φραντζής, φίλος και σύμβουλος του Παλαιολόγου και πρωτοβεστιάριος στην Πόλη γράφοντας:
«Όταν μπήκαν οι εχθροί στην πόλη, έδιωξαν τους χριστιανούς που είχαν απομείνει στα τείχη με τηλεβόλα, βέλη, ακόντια και πέτρες.
Έτσι, έγιναν κύριοι ολόκληρης της Κωνσταντινούπολης, εκτός των πύργων του Βασιλείου του Λέοντος και του Αλεξίου, τους οποίους κρατούσαν οι εθελοντές από την Κρήτη που πολέμησαν σαν λιοντάρια και σκότωσαν πολλούς Τούρκους.
Βλέποντας το πλήθος των εχθρών που είχαν κυριεύσει την Πόλη, δεν ήθελαν να παραδοθούν αλλά έλεγαν ότι προτιμούσαν να πεθάνουν παρά να ζήσουν. Κάποιος Τούρκος ειδοποίησε τότε το σουλτάνο για την ηρωική άμυνά τους κι εκείνος συμφώνησε να τους επιτρέψει να φύγουν με τα πλοία και όλα τα πράγματα που είχαν μαζί τους».
Θέλοντας να δείξει στους δικούς του στρατιώτες ότι η αφοσίωση στο καθήκον και η αυτοθυσία αμείβεται, ώστε να παραδειγματιστούν.
Προς τιμήν του Μανούσου Καλλικράτη, δόθηκε το όνομά του σε ένα πολύ ιστορικό χωριό της επαρχίας Σφακίων, το ανατολικότερο στα σύνορα με το Ρέθυμνο, την μια είσοδο της επαρχίας που πολλές φορές κάηκε και πλήρωσε με πολύ αίμα τους αγώνες για την ελευθερία τόσο επί Τουρκοκρατίας όσο και στη Γερμανική κατοχή, πρόσφατα, μάλιστα, κηρύχθηκε επίσημα από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ως Μαρτυρικό χωριό.
Αυτό το χωριό είναι ο ιστορικός Καλλικράτης στα 540 μέτρα υψόμετρο στο οποίο έχει στηθεί ένα μεγαλοπρεπές μνημείο για τον μεγάλο Μανούσο Καλλικράτη. Συνολικά πίσω στην Κρήτη γύρισαν 170 από το αρχικό σώμα των πολεμιστών. Δόξα και τιμή στον Μανούσο Καλλικράτη και τους συμπολεμιστές του.
Ο Δημήτρης Κων. Σαρρής είναι πρώην υφυπουργός, γγα, νομάρχης Ηρακλείου